Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Από τα καλύτερα μουσικά δείγματα της ελληνικής ψυχεδέλειας, είναι το συγκρότημα των M.G.C του Δημήτρη Πουλικάκου.

Η ψυχεδέλεια αποτελεί μια κουλτούρα με εξαιρετικής ποιότητας  καλλιτεχνική έκφραση, που όμως περιορίζεται χρονικά, δηλαδή υπάρχει μία συγκεκριμένη χρονική περίοδος οπότε γεννιέται, ζει και πεθαίνει.

Το συγκρότημα  οφείλει το όνομά του στον ηθοποιό Ντίνο Ηλιόπουλο.Οι M.G.C με τον Πουλικάκο είναι το πρώτο ελληνικό συγκρότημα που θα διαχωριστεί από τα γλυκανάλατα τραγούδια της Χρυσής Νεολαίας και θα συνδεθεί καθαρά, σαν νοοτροπία, σκηνική παρουσία και άκουσμα με την Βρετανική Εισβολή και το Καλοκαίρι της Αγάπης.

Οι M.G.C σύμφωνα με πολλούς θεωρείται  το πρώτο συγκρότημα που έπαιξε πραγματικό ροκ στην Ελλάδα, .

Βασικά μέλη του γκρουπ ήταν: Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Πολύτιμος, Λάκης Τσαγκάρης, Δημήτρης Μπεληγιάννης και Αντώνης Τριανταφύλλου.

Το πρώτο κομμάτι που έπαιξαν οι M.G. C. στα ελληνικά το «Γύρω - Γύρω Στην Σκοπιά («All Along The Watch Tower») διασκευή στο τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν (ήταν το πρώτο κομμάτι που τραγούδησαν οι M.G.C. στα ελληνικά, το 1968, σε μετάφραση Δ. Πουλικάκου και το οποίο το βρίσκουμε στο Άλμπουμ Αδέσποτα σκυλιά.

Διασκέυασαν μεγάλες επιτυχίες του κλασικού rock ρεπερτορίου.
Κυκλοφόρησαν μόνο τρία 45αρια, που όμως , αν εξαιρέσουμε το Foxy Lady (ηχογραφημένο στα τέλη του 1967), δεν δείχνουν κάτι από την τρίτη και σημαντικότερη φάση.

Από άλλες όμως ηχογραφήσεις που δυστυχώς δεν βγήκαν ποτέ στην δισκογραφική  αγορά, μπορούμε να καταλάβουμε τον  πραγματικό ψυχεδελικό τους ήχο.


Περί τα τέλη της δεκαετίας του 60, το συγκρότημα διαλύθηκε και από τις στάχτες του ξεπήδησε το σχήμα “Εξαδάκτυλος”, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου ήταν η χρήση ελληνικού στίχου στις δικές του πλέον συνθέσεις, που βασίζονταν σε ένα blues/jazz/rock κράμα.

Το συγκρότημα διαλύεται τον Σεπτέμβριο του 1969.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ (ACE IN THE HOLE) (1951ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΦΙΛΜ ΝΟΥΑΡ ΤΟΥ BILLY WILDER.  Η ταινία είναι ένα σκληρό και συναρπαστικό πορτρέτο του χειρισμού των ειδήσεων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μια ανοιχτή επίθεση στη διεφθαρμένη δημοσιογραφία, και τον ζοφερό χαρακτήρα του «αιμοδιψούς» κοινού.

Ένα χρόνο μετά το Sunset Blvd. εκείνη τη σκοτεινή και δηκτική ματιά στο σύστημα του Χόλιγουντ, ο Wilder αποφασίζει να κάνει το ίδιο με την δημοσιογραφία και τα ΜΜΕ, έναν χώρο άλλωστε που ξέρει εξίσου καλά με τον κινηματογράφο, έχοντας κι ο ίδιος δουλέψει στα νιάτα του σαν ρεπόρτερ σε ταμπλόιντς, παραδίδοντας ένα ξεχαρβαλωμένο νέο-νουάρ για το καρναβάλι της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, απόλυτα διαχρονικό στα μηνύματά του.

 Το φιλμ γυρίστηκε το 1951,
ένα χρόνο μετά τη «Λεωφόρο της Δύσης», ολοκληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο την πρώτη περίοδο της φιλμογραφίας του Αυστριακού σκηνοθέτη στο Χόλιγουντ.

Χωρίς να λάβει την έγκριση του Γουάιλντερ, ένας από τους παραγωγούς της εταιρίας Paramount Pictures, άλλαξε τον τίτλο της ταινίας σε The Big Carnival, μερικές ημέρες μετά την πρεμιέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες κι αφού η ταινία δεν είχε την αναμενόμενη υποδοχή.


 Έχοντας για πρώτο βιολί τον Kirk Douglas (μαζί με το δυναμισμό του), σκιαγράφησε με άνεση το πορτρέτο του κυνικού, σκληρού, αδίστακτου και αμοραλιστή δημοσιογράφου.

Με τα χρόνια πάντως άρχισε να θεωρείται —και όχι άδικα— μία από τις καλύτερες δημιουργίες του Wilder με μία από τις καλύτερες ερμηνείες του Douglas.Η εξαιρετική ερμηνεία του Douglas προσδίδει στιβαρότητα στο καλό έργο του μεγάλου σκηνοθέτη Billy Wilder,

Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι για το σενάριο αυτής της ταινίας, ο Ουάιλντερ δεν διάλεξε τον παλιό του συνεργάτη Τσάρλς Μπράκετ, αλλά τους Ουόλτερ Νιούμαν και Λέσερ Σάμιουελς. Μαζί γράψανε ένα από τα πιο καυστικά σενάρια του Χόλιγουντ της εποχής. Σενάριο, που ήταν σίγουρο ότι θα ενοχλούσε. Αλλά δε σταμάτησαν εκεί οι σεναριογράφοι και για να το κάνουν ακόμα πιο επικριτικό, τοποθετούν τον άτυχο άνδρα να εγκλωβίζεται σε ένα βουνό, το οποίο θεωρείται ως ιερός χώρος των Ινδιάνων.


 Γυρίστηκε με έναν προϋπολογισμό 1,821,052 δολαρίων και απέφερε μόνο στην Αμερική 2,860,000. Τιμήθηκε στο φεστιβάλ της Βενετίας με τα βραβεία σκηνοθεσίας και μουσικής (στον Χιούντο Φρεντχόφερ). Η ταινία έλαβε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου, το 1951, αλλά έχασε το βραβείο από την ταινία Ένας Αμερικανός στο Παρίσι (An American in Paris, 1951). 

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Αυτό που όλοι γνωρίζουν για τον Χούλιο Ιγκλέσιας είναι πως γράφει και τραγουδάει ερωτικά τραγούδια και πως οι γυναίκες, κυρίως, τον λατρεύουν.Η παγκοσμίως αναγνωρίσιμη φωνή του Ιγκλέσιας ήταν αυτή που τον έκανε σούπερ σταρ.

Ο Χούλιο Ιγκλέσιας ήταν από τους πιο γνωστούς λατίνους τραγουδιστές στην ιστορία της μουσικής με τεράστια καριέρα και εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων. Οι μπαλάντες του έχουν χιλιοτραγουδηθεί από τα χείλη αμέτρητων ερωτευμένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Είναι ένας από τους 10 καλλιτέχνες που έχουν κάνει τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της μουσικής, πάνω από 300 εκατομμύρια δίσκους για να ακριβολογούμε!

 Εκπροσώπησε την Ισπανία στο Διαγωνισμό Τραγουδιού Γιουροβίζιον το 1970 με το τραγούδι Gwendolyne και ήρθε 4ος με 8 βαθμούς.

Στα πρώτα χρόνια της νεαρής του ηλικίας, ήταν τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης Καστίλα στο Segunda División. Η επαγγελματική του ποδοσφαιρική σταδιοδρομία καταστράφηκε όταν είχε εμπλακεί σε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα, λόγω του οποίου δεν ήταν ικανό να περπατήσει για δύο χρόνια . τα πόδια του εξασθένησαν μόνιμα ως άμεσο αποτέλεσμα και χρειάστηκαν θεραπεία αρκετά χρόνια αργότερα. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του μετά το ατύχημα, μια νοσοκόμα που ονομάστηκε Eladio Magdaleno του έδωσε κιθάρα, ώστε να ανακτήσει την επιδεξιότητα των χεριών του.  Στη μάθηση να παίζει, ανακάλυψε το μουσικό ταλέντο του. Μετά την αποκατάστασή του, ο Iglesias σπούδασε για τρεις μήνες στη Σχολή Γλωσσών του Bell Educational Trust στο Cambridge,  στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά από αυτό, επέστρεψε για να αποκτήσει το πτυχίο νομικής στο Complutense University της Μαδρίτης.

Για σχεδόν 20 χρόνια «έσπασε τα κοντέρ», με τραγούδια που άφησαν ιστορία, όπως τα «Hey» (1980), «1110 Bel Air Place» (1984), «Non Stop» (1988), «Starry Night» (1990), «Calor» (1992), και «Crazy» (1994). Ακόμη, τα ντουέτα του με τις Γουίλι Νέλσον («To All the Girls I've Loved Before»), Νταϊάνα Ρος («All of You»), αλλά και Στίβι Γουόντερ («My Love») παρέμειναν για εβδομάδες στην κορυφή των τσαρτς.

Το 1983 στο Παρίσι ο Χούλιο Ιγκλέσιας έχει την τιμητική αλλά και το προνόμιο να βραβεύεται με το πρώτο και μοναδικό βραβείο “Διαμαντένιου Δίσκου” που δόθηκε πότε σε καλλιτέχνη από το Guinness Book of World Records για ρεκόρ πωλήσεων δίσκων, ηχογραφημένα σε περισσότερες από 8 γλώσσες (Ισπανικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Πορτογαλικά, Ιαπωνικά και Tagalog) κάτι που κανένας τραγουδιστής στην μουσική ιστορία έως σήμερα δεν έχει καταφέρει.

Το 1984, είχε ηχογραφήσει και κυκλοφορήσει  τα ντουέτα με τη Diana Ross και τον Willie Nelson. Ο Iglesias κέρδισε ένα βραβείο Grammy για το καλύτερο λατινικό pop album στα βραβεία Grammy του 1988 για το άλμπουμ Un hombre solo ("A Man Alone"). Έγραψε ένα ντουέτο με τον Stevie Wonder, "My Love", στο άλμπουμ του Non Stop, μια επιτυχία crossover το 1988.

Το 1985 αποκτά το δικό του αστέρι στη “Λεωφόρο των Αστέρων” στο Hollywood, είναι ένας από του ελάχιστους καλλιτέχνες Ισπανικής καταγωγής που τιμούνται με αυτόν των τρόπο.
Ο Θάνος Μικρουτσικος υπήρξε ο κορυφαίος συνθέτης της γενιάς του. Ιδιοφυής μουσικός, χαρισματική προσωπικότητα και σταθερά με την αριστερά, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Με τη μοναδική μουσική του, αλλά και την πολιτική και κοινωνική του παρουσία, ο Θάνος Μικρούτσικος σφράγισε την εποχή μας.

Ένας άνθρωπος  που βάδισε στα χνάρια των μεγάλων και χορεύοντας πάνω στο φτερό του καρχαρία κατάφερε να ορθώσει τα ανάστημά του, ώστε να τους αντικρύσει ισάξια.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60, παίζει για πρώτη φορά σε μπουάτ. Με πυλώνες της αισθητικής του αντίληψης τους Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη, σε ηλικία 20 χρονών, γράφει τα πρωτόλειά του, γύρω στα 150 τραγούδια, τα οποία είναι μέχρι σήμερα ανέκδοτα. Τότε δεν είδαν το φως της δημοσιότητας εξαιτίας της λογοκρισίας. Από τα πέντε του χρόνια ο πατέρας του , του διάβαζε ποιήματα σχεδόν κάθε βράδυ.

Επίσημα εμφανίστηκε το 1975, με το δίσκο «Πολιτικά τραγούδια». Συνέχισε την πορεία του ως στρατευμένος δημιουργός μελοποιώντας Γιάννη Ρίτσο, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Μάνο Ελευθερίου, Μπέρτολτ Μπρεχτ και άλλους. Επίσης έχει κάνει τα εξής άλμπουμ ,Οι δίσκοι του «Καντάτα για τη Μακρόνησο», «Φουέντε Οβεχούνα», «Τροπάρια για Φονιάδες», «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ», .

Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής. Έχει γράψει όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική. Παράλληλα ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του κινείται στο χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού με εκατοντάδες τραγούδια σε στίχους ελλήνων και ξένων ποιητών.

Έχει ηχογραφήσει δεκάδες LP και CD συνεργαζόμενος με τις δισκογραφικές εταιρίες EMI- Classics, Blue Note, Polydor, Sony (CB


Η τελευταία συναυλία του μεγάλου μουσικοσυνθέτη πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου στο Θέατρο Βράχων. Εκείνα τα δύο βράδια του Ιουνίου, ο Θάνος Μικρούτσικος, μαζί με μερικά από τα μεγαλύτερη ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου ερμήνευσαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, στέλνοντας μηνύματα αγάπης.

Στο πλευρό του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη ήταν ακόμη 11 τραγουδιστές: Ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Γιάννης Κότσιρας, ο Χρήστος Θηβαίος, ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, η Ρίτα Αντωνοπούλου, ο Γιώργος Μεράντζας, ο Κώστας Θωμαϊδης και η Μαριάννα Πολυχρονίδη.

Στο 309 δωμάτιο του τρίτου ορόφου του νοσοκομείου Metropolitan γράφτηκε ο επίλογος του Θάνου Μικρούτσικου χθές 28 Δεκεμβρίου 2019 σε ηλικία 72 ετών.

Από μια ηλικία και μετά ο Κάρολος Μαρξ έγινε ο προσωπικός του ήρωας. Δεν πίστεψε ποτέ στον Θεό, αλλά σεβόταν απολύτως όσους πίστευαν και είχαν ανάγκη να πιστέψουν σε αυτόν. Λάτρευε την Ιστορία

Μεγάλη απώλεια. Ο Θάνος Μικρούτσικος θα ζει πάντα στις καρδιές μας, μέσα από το τεράστιο έργο του.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Ενδιαφέρουσες εξελίξεις έρχονται από το πολυαναμενόμενο A Quiet Place: Part II που θα διαδεχτεί τον πολύ καλό προκάτοχό του 2018. Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν το επίσημο teaser trailer και η πρώτη φωτογραφία από τη ροή της ταινίας τα οποία μπορείτε να δείτε στην παρούσα είδηση.
Τη σκηνοθεσία και το σενάριο υπογράφει ο John Krasinski όπως και στο αρχικό φιλμ. Πρωταγωνιστούν οι Emily Blunt, Millicent Simmonds, Noah Jupe, Cillian Murphy και Djimon Hounsou.
Η ταινία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 20 Μαρτίου 2020 στην Αμερική.
a quiet place 2 poster

Πηγές: ihorror.comimdb.com
Ο «παραμυθένιος» τρόμος έχει την τιμητική του σε αυτή την μεταφορά ενός κλασικού παραμυθιού στη μεγάλη οθόνη. Ο λόγος για το Gretel & Hansel το οποίο θα κυκλοφορήσει στους ελληνικούς κινηματογράφους από την Odeon στις 30 Ιανουαρίου 2020.
Περίληψη:
Μια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή εξοχή, ένα νεαρό κορίτσι οδηγεί τον μικρό της αδερφό στο σκοτεινό δάσος ψάχνοντας φαγητό και δουλειά, μόνο για να καταλήξουν άθελά τους στον πυρήνα του κακού. Το κλασικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε μία σκοτεινή ταινία τρόμου, με την πρωταγωνίστρια του ‘’ΙΤ’’ Σοφία Λίλις.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο ανερχόμενος Oz Perkins (I Am the Pretty Thing That Lives in the House) και το σενάριο ο Rob Hyes. Πρωταγωνιστούν οι Sophia Lillis, Alice Krige, Jessica De Gouw, Ian Kenny, Charles Babalola και Samuel Leakey. Η διάρκεια της ταινίας είναι 95 λεπτά.
Το επίσημο trailer αφήνει πολλές υποσχέσεις για αυτή την φιλόδοξη fantasy horror προσπάθεια. Τσεκάρετέ το και πείτε μας τη γνώμη σας.
Πηγές: odeon.grimdb.com
Μπορεί ο Adrian Lyne να ήταν ανενεργός σκηνοθετικά για πολλά χρόνια αλλά δεν έχει πει την τελευταία του λέξη ακόμα. Παρά τα 78 του χρόνια ο σπουδαίος σκηνοθέτης που μας χάρισε το κλασικό φιλμ ψυχολογικού τρόμου των 90s Jacob’s Ladder (1990) αλλά και το πασίγνωστο ψυχολογικό θρίλερ Fatal Attraction του 1987, θα επιστρέψει σκηνοθετικά από το 2020 με ένα νέο φιλμ.
Η νέα του δουλειά φέρει τον τίτλο Deep Water και θα είναι ερωτικό θρίλερ. Αναμένεται να κυκλοφορήσει το Νοέμβριο του 2020. Πρωταγωνιστεί το δίδυμο Ana de Armas και Ben Affleck ενώ στο cast θα συμμετέχουν επίσης οι Lil Rel Howery (Get Out), Tracy Letts (Lady Bird), Rachel Blanchard (Fargo), Dash Mihok (Ray Donovan), Jacob Elordi (The Kissing Booth), Kristen Connolly (House Of Cards) και Jade Fernandez (Little).
Η υπόθεση ακολουθεί ένα ζευγάρι με διαταραγμένη σχέση το οποίο ενσαρκώνουν οι Ana de Armas και Ben Affleck. Η γυναίκα παίρνει την “άδεια” από τον σύζυγό της να έχει εραστές, αλλά αυτός θα θεωρηθεί ο νούμερο ένα ύποπτος όταν οι εραστές της συζύγου του βρίσκονται δολοφονημένοι…
Ακούγεται ενδιαφέρον. Για να δούμε…

Πηγη: HORRORMOVIES.GR
Ευτυχια Παπαγιαννοπούλου:Αντισυμβατικός και επαναστατικός χαρακτήρας από μικρή, γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, είχε μια έντονη και περιπετειώδη ζωή βιώνοντας από πρώτο χέρι τις τραυματικές εμπειρίες του ξεριζωμού από τη Μικρά Ασία .

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν έξυπνη, ατίθαση, ζωηρή προσωπικότητα.Πήρε το δίπλωμα της δασκάλας στα 18 της, έγραφε ποίηση, λάτρευε το διάβασμα, ήταν όμως ατίθαση.

Η εισβολή του τουρκικού στρατού στο Αϊδίνι και οι βαρβαρότητες στις οποίες επιδόθηκαν μαζί με τους Τσέτες έκαναν την οικογένεια της να εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Για τα επόμενα τρία χρόνια η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της και τις δυο κόρες της έζησαν αναγκαστικά στην ασιατική Σπάρτη και στην Αττάλεια. Ήταν μία μορφή αιχμαλωσίας....

Και μετά από δύο βασανιστικά χρόνια πήρε το καράβι για τον Πειραιά. Η Ευτυχία παραδίδει μαθήματα και ταυτόχρονα γράφεται στο Πανεπιστήμιο.

 Στη μετέπειτα πορεία της ζωής της σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός και ποιήτρια, αλλά τελικά την κέρδισε η στιχουργική η οποία μετά τη χαρτοπαιξία αποτελούσε το μεγάλο της πάθος. Η θεατρίνα δούλεψε με διαλείμματα σε περιπλανώμενα μπουλούκια από το 1926 έως το 1942, περιοδεύοντας στην ελληνική περιφέρεια και φτάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να συνεργαστεί και με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στην προσωπική της ζωή, ο γάμος της με τον πρώτο σύζυγό της διαλύεται αυτή την εποχή κυρίως λόγω της κοινωνικής κατακραυγής για το επάγγελμά της.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο –και μάλιστα ως πρωταγωνίστρια- σε τουρνέ, με «μπουλούκια» στην ελληνική επαρχία, στα τέλη του ’24. Όπως έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Γυναίκα», το 1970 «… έχω παίξει τα πάντα. Μπορεί να έπαιξα και «Άμλετ», την Οφηλία, στα κουτσοχώρια.. Έπαιξα όμως.

Τη Μαρίκα Κοτοπούλη –που την πήρε από τα μπουλούκια και την έβγαλε στο σανίδι, στα μεγάλα αθηναϊκά θέατρα– την κατέκτησε αμέσως. Η Κοτοπούλη τη θαύμαζε για τη μόρφωση, το θάρρος, το ελεύθερο πνεύμα της και γελούσε πολύ με το χιούμορ της. Επιπλέον, κατά ένα περίεργο τρόπο –επειδή ήταν και προληπτική– τη θεωρούσε γουρλού.

Από ποιήτρια, στιχουργός αριστουργημάτων που μοίραζε σε χαρτάκια στον Τσιτσάνη, στον Χιώτη, στον Καλδάρα, στον Χατζιδάκι χωρίς την παραμικρή έγνοια για πνευματικά δικαιώματα και φήμη. Από ερωτευμένη σύζυγος ενός αξιολάτρευτου μπάτσου, άρρωστη τζογαδόρισσα σε υπόγεια και σαλόνια.

Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (Χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.

Ονομάστηκε «γριά» του ελληνικού πενταγράμμου. Η γραφή της ήταν δυνατή και ιδιαίτερη. Έγραφε ακόμη και πάνω σε χαρτί περιτυλίγματος από τον μπακάλη ή από τον χασάπη. Όταν είχε έμπνευση αξιοποιούσε ό,τι είχε διαθέσιμο. Έγραφε τραγούδια πίσω από λογαριασμούς νερού και σε πακέτα τσιγάρων....

Ορισμένοι με τους οποίους συνεργάστηκε ηταν οι:

Τσιτσάνη
Καλδάρα
Χατζιδάκι
Χιώτη
Ξαρχάκο.
Ορισμένοι ερμηνευτές τραγουδιών ηταν οι:

Καζαντζίδης
Καίτη Γκρέι
Μπιθικώτσης
Μαίρη Λίντα
Αγγελόπουλος
Μοσχολιού

Σχεδόν ότι έγραφε γινόταν επιτυχία.

Το 1960 πέθανε η πρωτότοκη κόρη της, Μαρία. Για να αντέξει τον χαμό έγραψε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και το έριξε στα χαρτιά.

Πόσο θα χαιρόταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που η ταινία της τζόγαρε στις αίθουσες και, έστω μετρημένα, κέρδισε το στοίχημα.
Η ταινία του Αγγελου Φραντζή, «Ευτυχία», βγήκε στα σινεμά την Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, σε 53 αίθουσες στην Αθήνα, 109 πανελλαδικά και, μέσα στο πρώτο της 4ήμερο προβολών, έκανε συνολικά 51.471 εισιτήρια, κι αναμένεται ν' απογειωθεί τις δυο ερχόμενες εβδομάδες.

Κάπνιζε, ερωτεύτηκε με πάθος, χαρτόπαιζε με θράσος σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια. Μία δασκάλα που έγινε ηθοποιός στα μπουλούκια και στο θέατρο, μία ποιήτρια που έγινε η μεγαλύτερη Ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού.


Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Αν είσαι λάτρης των soundtracks τρόμου και δεν έχεις μάθει ακόμα τους  Goblin, αναμφισβήτητα κάνεις κάτι πολύ λάθος.

Θα ήταν απόλυτα σίγουρο  να πούμε ότι η μπάντα είναι οι ηγέτες του ιταλικού τρόμου  και μάλιστα έχουν επηρεάσει και πολλούς καλλιτέχνες που συνέθεσαν soundtracks για το είδος τρόμου όπως π.χ O John Carpenter. Πιθανότατα δεν πίστευαν ποτέ ότι τα αποτελέσματά τους θα χρησίμευαν ως φύλλο αφής για την metal, electro και πειραματική μουσική, αλλά με κάθε χρόνο που περνά, ανεξήγητα, το αστέρι τους φαίνεται να γίνεται πιο φωτεινό και φωτεινότερο.

Οι Goblin εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '70 Μεταξύ 1972 και 1973, οι Claudio Simonetti (keyboard) και ο Massimo Morante (κιθάρες), με τη βοήθεια του Fabio Pignatelli (μπάσο κιθάρας) και του Walter Martino (τύμπανα), κατέγραψαν μερικά demo με το όνομα Oliver.

Σε ένα ταξίδι στο Λονδίνο, ενώ αναζητούσε επαφές, η μπάντα έπεσε στον Eddie Offord (τότε παραγωγός ). Μετά από μια επαφή που είχε με το συγκρότημα, ο παραγωγός μεγιστάνας εξέφρασε ενδιαφέρον και τους ζήτησε να μετακομίσουν στην Αγγλία. Μέχρι τότε, ο Fabio Pignatelli είχε γίνει σταθερό μέλος και η μπάντα βρήκε έναν κανονικό ντράμερ, Carlo Bordini, μετά απο την αποχώρηση του Walter Martino και έναν τραγουδιστή άγγλο ,τον Clive Haynes. Μετά από πολλούς μήνες πρόβας, μετά από πολλές εμφανίσεις και διάφορες προσπάθειες για διαπραγματεύσεις , αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιταλία, λόγω έλλειψης κεφαλαίων.

Στις αρχές του 1975, η μπάντα ξεκίνησε συνεργασία με τον Giorgio Gaslini για το έργο Profondo rosso.
Κατά τύχη, μετά από τρεις ή τέσσερις ημέρες ηχογράφησης, Ο Gaslini εγκατέλειψε την ταινία μετά από μια σύγκρουση με τον Dario Argento, οπότε ο Argento αποφάσισε να δοκιμάσει την  μπάντα , δίνοντάς τους μία νύχτα για να γράψουν ένα soundtrack και μία μέρα για να το  ηχογραφήσουν. Για να ξεχωρίσουν αυτή τη νέα κυκλοφορία από το πρώτο τους LP που έμελλε να κυκλοφορήσει στην αγορά, η μπάντα άλλαξε  το όνομά της σε  Goblin. Η επιτυχία τους ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες: περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα  πωλήθηκαν,  και κατατάσσονται πρώτοι τόσο στα singles όσο και στις κατηγορίες LP.


Το γεγονός ότι Οι Goblin είναι ένα ιταλικό προοδευτικό ροκ συγκρότημα τους κάνει ήδη κάπως μοναδικούς, αλλά επίσης επιδίωξαν μια ενδιαφέρουσα ανορθόδοξη καριέρα, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής τους για ταινίες τρόμου, πολλές με τον σκηνοθέτη Dario Argento. Σε διεθνές επίπεδο, είναι πιθανότατα πιο γνωστοί για την δουλειά τους στο «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» (Dawn of the Dead), όπως και τα έργα τους στο Profondo Rosso και το Suspiria είναι γενικά πιο αναγνωρισμένα .

Η τρίτη ταινία της τριλογίας της αλλοτρίωσης (οι άλλες δύο ήταν «Η περιπέτεια» και «Η νύχτα»), θεωρείται η καλύτερη ταινία του Antonioni με την οποία ο σκηνοθέτης φτάνει στο απόγειο του προσωπικού του ύφους.

Πρόκειται για την πιο ώριμη ταινία του σκηνοθέτη, με σκηνές ανθολογίας όπως εκείνη του χρηματιστηρίου, που έχουν σημαδέψει την πορεία του μοντέρνου σινεμά.

ΣΥΝΟΨΗ
Η Vittoria είναι μια νεαρή μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων και συναντά μετά το χωρισμό της τον χρηματιστή της μητέρας της Piero. Η ερωτική σχέση που αναπτύσσεται είναι ήδη καταδικασμένη εξαιτίας της υλιστικής φύσης του Piero.

H πλοκή είναι ελλειπτική και μάλλον προσχηματική, όπως ακριβώς και τα διαλογικά κομμάτια ( όπου σκοπίμως στις σημαντικότερες ερωτήσεις δε δίδονται απαντήσεις ). Ο Antonioni μέσω του μοντάζ, της ασπρόμαυρης φωτογραφίας και της τεχνικής – κάδρο εντός ενός ευρύτερου κάδρου – δημιουργεί μία συνεχή αντίθεση, με τη μορφή πολλών διαφορετικών διπόλων ( άκρα σιωπή – οχλαγωγία, φωτισμός – σκοτάδι, ελπίδα – απογοήτευση ζωή - θάνατος ).

Ταινία γυρισμένη πάνω στις ασήμαντες χειρονομίες, στα ανέκφραστα πρόσωπα, στις γεμάτες σιωπές, στους νεκρούς χρόνους και στους άδειους χώρους μιας «αδιάφορης» και «αποστασιοποιημένης» πόλης: στοιχεία που αναδεικνύουν το ψυχικό κενό, την εσωτερική απάθεια, την υπαρξιακή αδράνεια και, εν τέλει, την έκλειψη των ίδιων των συναισθημάτων της κεντρικής ηρωϊδας.

Η Βιτόρια, περισσότερο από τις άλλες ηρωίδες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ζει σε μια κατάσταση διαρκούς κρίσης και υπαρξιακής αδράνειας, που έχουν προκαλέσει η αποξένωση και η αδυναμία επικοινωνίας. Οι σχέσεις της Βιτόρια είναι συμπτωματικές, άτονες, χωρίς συγκινήσεις, ενώ η ίδια ζει τη ζωή της σαν θεατής που βλέπει τα πάντα να γίνονται αντικείμενα μπροστά στα μάτια της.

Το φινάλε της ταινίας είναι και η ιδιόμορφη κατάληξη του τι έχει προηγηθεί.Στα τελευταία σιωπηλά, απρόσωπα πλάνα το αίσθημα προσμονής γίνεται αφόρητο, σχεδόν τρομακτικό, σαν το ίδιο το ανθρώπινο είδος να έχει αυθυποβληθεί σε μία ολική έκλειψη και να απειλείται με αφανισμό..




Δεν δημιουργούνται πλέον τέτοιες ταινίες. Και για να μην γίνομαι υπερβολικός: δημιουργούνται, αλλά ίσως από 2-3 σκηνοθέτες μόνο, αραιά και που. H ταινία απέσπασε Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στις Κάνες.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Τη δεκαετία του ’80 ήταν ένα από τα μεγάλα αστέρια της μουσικής σκηνής, καθώς μεσουρανούσε στα τσαρτ με επιτυχίες όπως το «You keep me hangin’ on» και το «You came».Ο λόγος για την Kim Wilde.

Η «αγριόγατα» των 80’s συνέδεσε το όνομά της με πολλά hits στην κορυφή των charts: («Chequered Love», «Water on Glass», «Cambodia», «View from a bridge», «You Keep me Hangin' On», «You Came»), εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων, βραβεύσεις (μεταξύ άλλων και Best female Brtitsh act στα Brit awards), προσκλήσεις σε παγκόσμια περιοδεία από ονόματα, όπως ο Michael Jackson και ο David Bowie, αλλά και ένα ρεκόρ, που επισφράγισε την απήχηση της καριέρας της, ως η βρετανίδα καλλιτέχνης με τις περισσότερες επιτυχίες στα charts για όλη τη δεκαετία του ’80 (most-charted British solo female act of the 1980s).

Back to the future…Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, στα «τρελά» 80s, υπήρξε μια εντυπωσιακή ξανθιά αοιδός από τη Βρετανία που στόλιζε με τις αφίσες της τα εφηβικά δωμάτια.

Η ενασχόληση της με το τραγούδι ήρθε απολύτως φυσικά καθώς καταγόταν από μια μουσική οικογένεια. Ο πατέρας της, Μάρτυ, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ ν’ ρολ στη Βρετανία, πριν από τον Έλβις. Η μητέρα της ήταν μάνατζερ, ενώ ο αδερφός της Ρίκυ έγραφε τραγούδια και τη βοήθησε πολύ στην παραγωγή των δικών της κομματιών. Το οικογενειακό της περιβάλλον βοήθησε αρκετά στο ξεκίνημα της καριέρας και συνέβαλε στην μεγάλη επιτυχία που έκανε....

Η Wilde κυκλοφόρησε το ντεμπούτο single της " Kids in America " τον Ιανουάριο του 1981.Το ντεμπούτο της άλμπουμ με τον ομώνυμο τίτλο Kim Wilde επανέλαβε την επιτυχία του single, δημιουργώντας δύο ακόμα επιτυχίες το " Checkered Love "  και το μοναδικό " Water on Glass " .

Το επόμενο άλμπουμ της Wilde ήταν το Select του 1982 , με επικεφαλής το μοναδικό hit «Cambodia», και το " View from a Bridge.

Αποφάσισε να βγάλει τη διασκευή του «Υοu keep me hanging on»...Η διασκευή έγινε μεγάλη επιτυχία και ο Λάμοντ Ντόξιερ, που είχε γράψει το τραγούδι, της έστειλε συγχαρητήρια για τη νέα εκτέλεση.

 Το 1988, κυκλοφόρησε το άλμπουμ  με της μεγαλύτερες πωλήσεις μέχρι σήμερα,  Close. Δημιούργησε τέσσερις σημαντικές ευρωπαϊκές επιτυχίες: "Hey Mr. Heartache", " You Came ", " Never Trust a Stranger " και " Four Letter Word "  .

Η Wilde ξεκίνησε μια τεράστια περιοδεία συναυλιών "Greatest Hits" στην Ευρώπη το 1994 και επίσης πραγματοποίησε περιοδεία στην Αυστραλία και την Ιαπωνία για πρώτη φορά σε έξι χρόνια.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Καλή η διασκέδαση σήμερα αλλά -μεταξύ μας, τώρα- αν δεν έχεις χορέψει κάτω από την πολύχρωμη ντισκομπάλα φορώντας άσπρη κάλτσα και σκαρπίνι δεν έχεις ζήσει τίποτα. Για την ακρίβεια δεν είναι ανάγκη να έχεις χορέψει. Ας το έχεις δει μόνο. Αρκεί.

Αξεπέραστη δεκαετία των ‘80s. Αν είσαι από αυτούς που πέρασαν την νιότη τους αυτήν την δεκαετία ξέρεις ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Πολλά και έντονα χρώματα, γκλίτερ και λαμέ παντού, κορδέλες, κολάν χρυσό, φουσκωτά μαλλιά. Ναι, τώρα τα βρίσκεις κιτς αλλά για θυμήσου πώς ήταν τότε. Θυμήσου το κέφι, την ξεγνοιασιά, τον ασταμάτητο χορό στους funky ρυθμούς. Ασύγκριτες αναμνήσεις ε; Θες να πας πίσω;

Mια απ αυτές της ντίσκο ήταν  και η Θρυλική η Jacky-O στη Μιχαλακοπούλου πίσω από το Hilton.Η οποία βέβαιως και ποιός -α δεν την έχει δεί σε κάποια ταινία της δεκαετίας του 80 όπως π.χ το «Βασικά, καλησπέρα σας» με τον αξέχαστο Στάθη Ψάλτη όπως επίσης  φαίνεται ξεκάθαρα σαν στέκι στα Τσακάλια, 1981.

Το πάρτι ξεκινούσε πάντα λίγο πριν τα μεσάνυχτα.  Τα φώτα έσβηναν για να ξανανάψουν με τη συνοδεία καπνού . Την έναρξη κήρυτταν δια μικροφώνου Ο dj’ της εποχής και οι πίστες έπαιρναν φωτιά.

Βέβαια, υπήρχε και πρόγραμμα με μπλουζ για να… συσφίγγονται οι σχέσεις και να γεννιούνται νέα φλερτ, αλλά διαρκούσε λιγότερο από μια ώρα.

Μάλιστα, εκτός από τον χορό μέχρι τελικής πτώσης με το ανάλογο outfit,  γινόντουσαν διαγωνισμοί με πατίνια, υπό τους ήχους πάντα της ιταλοντίσκο, του Michael Jakcson, των Bee Gees, της Donna Summer, της Gloria Gaynor, της Bonnie Tayler, της Sandra, των Wham, και - φυσικά - της Madonna!


Ήταν και μερικά άλλα ονόματα που μπορεί να μην έκαναν παγκόσμια καριέρα, αλλά εδώ στην Ελλάδα, ωστόσο, στις ντισκοτέκ έπρεπε να παίξουν απαραίτητα κάποιες από τις μεγάλες τους επιτυχίες. Μιλάμε για ονόματα όπως Big Alice, Mandy, Costas και Scraptown. Τι; Δεν σας λένε τίποτα όλα τα παραπάνω, ονόματα; Ελάτε τώρα. Δεν έχετε τραγουδήσει ποτέ τραγούδια του Big Alice, δηλαδή του Κώστα Μπίγαλη; Ούτε το Costas όπως συστηνόταν και υπέγραφε τους δίσκους του ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος ή της Mandy που δεν είναι άλλη από τη Μαντώ;

Ο κόσμος έβγαινε και διασκέδαζε στις disco, ανεξαρτήτως ηλικίας ή οικονομικής κατάστασης, και η μουσική ήταν για όλα τα γούστα. Μπορεί να είχαν λίγα λεφτά, αλλά τα ξόδευαν για να διασκεδάσουν".

Είναι η εποχή που η άσπρη κάλτσα φωσφορίζει κάτω από το παντελόνι και ο DJ μιξάρει το «κολεγιάλα».... Είναι η εποχή του Στάθη, του Σταμάτη, της Σοφίας και του Πάνου.... Μια εποχή που όλοι χαμογελούσαν και χόρευαν....
Ο Στρατηγός, η καλύτερη ταινία του Μπάστερ Κίτον, για πολλούς μία από τις δέκα καλύτερες στην ιστορία του σινεμά, έχει ως θέμα της ένα ιστορικά καταγεγραμμένο περιστατικό που έλαβε χώρα το 1862 κατά τη διάρκεια του Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου, όταν μια ομάδα Βόρειων στρατιωτών κατέλαβε ένα τρένο, το «Στρατηγό», προκειμένου να πραγματοποιήσει δολιοφθορά σε γραμμή ανεφοδιασμού των Νοτίων. Στα χέρια του Κίτον(πρωταγωνιστή, σκηνοθέτη, σεναριογράφου και μοντέρ της ταινίας), αυτό το επεισόδιο μεταμορφώνεται σε μια συναρπαστική καταδίωξη, που αποφεύγει να παρουσιάσει τους Νότιους ως «κακούς»

Πλοκή:Ο Τζόνι Γκρέι, μηχανικός τρένων στον αμερικανικό Νότο, αναγκάζεται να καταδιώξει σε εχθρικό έδαφος έναν κατάσκοπο των Γιάνκηδων, όταν ο τελευταίος κλέβει το τρένο στο οποίο επιβαίνει και η αγαπημένη του πρώτου Άναμπελ.

«Ο Στρατηγός» γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1926 στο Κότατζ Γκρόουβ του Όρεγκον (Cottage Grove Oregon).  Σύμφωνα με τον  Τζόν Μπένγκτσον (John Bengtson), ερευνητή του βωβού Κινηματογράφου, το καλοκαίρι αυτό ήταν υπέροχο για τον Κίτον. Ο ερχομός μιας μεγάλης χολιγουντιανής παραγωγής  αποτέλεσε μεγάλο γεγονός για τη μικρή πόλη. Ο κόσμος μαζεύονταν και παρακολουθούσε τα γυρίσματα αλλά και  τους χορούς και τα τραγούδια των ηθοποιών.

Τι είναι αυτό που έχει τοποθετήσει τον «Στρατηγό» (The General) του Buster Keaton σε μια από τις πιο κορυφαίες θέσεις της κινηματογραφικής μυθολογίας; Τι είναι αυτό που έκανε το κοινό να αγαπήσει μια ταινία με τρένα, αμερικανικό εμφύλιο και το αγέλαστο πρόσωπο ενός από τους πιο επιδραστικούς κωμικούς;

Tο κωμικό στοιχείο, αρχικά εμφανίζεται δειλά, αλλά στην πορεία κορυφώνεται σε σημείο παροξυσμικής ιλαρότητας. Ενας απο τους μεγαλύτερους κωμικούς στην ιστορία του κινηματογράφου, ο «αγέλαστος» και «θλιμμένος» Μπάστερ Κίτον, φθάνει με αυτήν την ταινία στο απόγειο της δόξας του.

Η πιο δύσκολη σκηνή της ταινίας ήταν η κατάρρευση της γέφυρας με την φλεγόμενη ατμομηχανή. Η συγκεκριμένη ήταν επίσης και η πιο δαπανηρή στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου. Ο Κίτον είχε αγοράσει μια μηχανή ειδικά για να καταστραφεί, ενώ χρησιμοποίησε κούκλες αντί για ηθοποιούς, καθώς ήταν ριψοκίνδυνο.

O «Στρατηγός» υπήρξε μια από τις πιο ακριβές παραγωγές στην εποχή του, ακριβώς στο σημείο όπου το βωβό σινεμά θα έδινε τη θέση του στον ομιλούντα κινηματογράφο, σβήνοντας από το χάρτη τα τελευταία απομεινάρια αθώοτητας των απαρχών μιας τέχνης που χωρίς τον Μπάστερ Κίτον θα ήταν σίγουρα φτωχότερη.

Κλασικό, αρχετυπικό και σφόδρα επιδραστικό φιλμ του βωβού, ατύχησε στην εποχή του εμπορικά και καλλιτεχνικά, αλλά δικαιώθηκε από την Ιστορία, αφού πλέον, κατατάσσεται σε όλες τις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Ο αγέλαστος γελωτοποιός, ο Μπάστερ Κήτον.Σύμβολο του βωβού κινηματογράφου και πολυτάλαντος άνθρωπος, ο αμερικανός κωμικός και σκηνοθέτης θα άφηνε μια αξιοσημείωτη κωμική καριέρα σε όλη τη δεκαετία του '20.

«Ένας κωμικός κάνει αστεία πράγματα. Ένας καλός κωμικός κάνει τα πράγματα αστεία». Την πρώιμη εποχή του κινηματογράφου, ένας ταλαντούχος ηθοποιός χάριζε απλόχερα γέλιο στο κοινό. Μπορούσε να μετατρέψει τα προβλήματα και τα παθήματα των ανθρώπων σε αστείες καταστάσεις....

Μπορεί ο Τσάρλι Τσάπλιν να έκλεψε μια για πάντα τις καρδιές των θεατών απευθυνόμενος και στοχεύοντας κατευθείαν στην ψυχή τους, ωστόσο η αληθινή κινηματογραφική ιδιοφυία του βωβού κινηματογράφου -και όχι μόνο- υπήρξε αναμφισβήτητα, έστω και αν χρειάστηκαν δυσανάλογα πολλά χρόνια για να αναγνωριστεί, ο μέγιστος, μεγαλωμένος στο τσίρκο και τα μιούζικ-χολ, «βαφτισμένος» από τον μάγο Χουντίνι και με πάθος για τις κάθε λογής μηχανές Μπάστερ Κίτον.

Ο Κίτον γεννήθηκε σε μια "βαριετέ" οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Joseph Hallie Keaton , γέννημα-θρέμμα της επαρχίας Vigo County στην Ιντιάνα. Ο Τζο Κίτον είχε ένα περιπλανώμενο θίασο μαζί με το Χάρρυ Χουντίνι, το Mohawk Indian Medicine Company, που ενώ δινόταν μια παράσταση, πίσω από τη σκηνή πωλούνταν φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. Ο Μπάστερ Κίτον γεννήθηκε στην Πικούα του Κάνσας, τη μικρή πόλη όπου έτυχε να βρίσκεται η μητέρα του, Myra Edith Cutler, την ώρα του τοκετού. Σε ηλικία τριών ετών ο Κίτον μπήκε στο χώρο του θεάματος, παίζοντας με τους γονείς του στους "Τρεις Κίτον" (The Three Keatons). Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1899 στη πόλη Wilmington της πολιτείας Delaware.

 Ο ίδιος ο Κίτον  το έχει αναφέρει σε αναρίθμητες συνεντεύξεις- το παρατσούκλι «Μπάστερ» του το κόλλησε ο Χουντίνι, όταν ο μικρός Κίτον έπεσε από σκάλα σε ηλικία 6 μηνών και δεν τραυματίστηκε, κάνοντας τον ταχυδακτυλουργό να αναφωνήσει χαριτολογώντας: «What a buster!» (στην αργκό της εποχής, το «buster» χρησιμοποιούταν για να υποδηλώσει πτώση που οδηγεί σε σοβαρό τραυματισμό).

Ένα απ’ τα νούμερα που είχαν μεγαλύτερη επιτυχία ήταν “Ο άνθρωπος σφουγγαρίστρα”. Ο πατέρας Κήτον έσερνε τον δίχρονο σ’ όλη τη σκηνή κι ύστερα τον πετούσε όσο πιο μακριά μπορούσε.

“Με πέταγαν πάνω στο ντεκόρ, στο πίσω μέρος της σκηνής”, λέει ο Κήτον. “Και κάποτε, στο Νιου Χέιβεν, επειδή κορόιδευαν τον πατέρα μου κάτι φοιτητές, με πέταξε στην ορχήστρα.”

Όσο έκανε όλα αυτά τα ακροβατικά ο μικρός έπρεπε: Πρώτα να επιβιώσει απ’ τις πτώσεις και -σαν να μην έφτανε αυτό, να μην εκφράζει κανένα συναίσθημα με το πρόσωπο του (γιατί η απάθεια προκαλούσε τα γέλια).

“Μεγαλώνοντας σχημάτισα την ακλόνητη πεποίθηση ότι ήμουν από εκείνους του κωμικούς που δεν μπορούν να αστειευτούν με τους θεατές τους. Οι θεατές έπρεπε να γελούν με εμένα.”


 Έκανε μια σειρά από κωμωδίες μικρού μήκους, όπως το «Μια Εβδομάδα» (One Week, 1920), «Το Στοιχειωμένο Σπίτι» (The Haunted House, 1921), «Το Θέατρο» (The Playhouse, «Η Βάρκα» (The Boat, 1921), «Το Χλωμό Πρόσωπο» (The Paleface, 1922), «Μπάτσοι» (Cops, 1922) και «The Electric House» (1922). Βασιζόμενος στην επιτυχία αυτών των ταινιών μικρού μήκους, ο Κίτον μεταπήδησε στις ταινίες μεγάλου μήκους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο Κίτον έχει φτάσει στο απόγειο της καριέρας του. Είναι τόσο διάσημος που συγκρίνεται με τον επίσης θρυλικό κωμικό Τσάρλι Τσάπλιν.

Από τον «Θαλασσοπόρο» (1924) και το «Go West» (1925) και από τον αριστουργηματικό «Στρατηγό» (1926) ως το «Ατμόπλοιο του Μισσισιπή» (1928) και τον «Κινηματογραφιστή» (1928), ο πολυμήχανος Μπάστερ είτε πρόκειται για επίμονο μηχανοδηγό, σκληροτράχηλο καουμπόι, δαιμόνιο αστυνομικό, ατρόμητο θαλασσοπόρο, ή φέρελπι κινηματογραφιστή είναι σχεδόν πάντα το ντροπαλό, ονειροπαρμένο αγόρι που για να βρεθεί (;) στο τέλος με την αγαπημένη του πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με πολύπλοκες κατασκευές, απειλητικά φυσικά φαινόμενα και καταστροφές: τρένα, πλοία, σπίτια, τυφώνες, αμμοθύελλες, γέφυρες, απότομοι καταρράκτες συνιστούν παγίδες, προκλήσεις μα και ιδανικούς παρτενέρ σε αναπάντεχα χορογραφημένες οπτικές συμφωνίες.

Ο Κίτον πέθανε την 1 Φεβρουαρίου 1966 από καρκίνο του πνεύμονα στο Woodland Hills της Καλιφόρνια σε ηλικία 70 ετών. Από το 1917 ως το θάνατό του, το 1966, ο Μπάστερ Κίτον έπαιξε σε περισσότερες από 120 ταινίες μικρού ή μεγάλου μήκους, βωβές ή ομιλούσες.


Μεγαλώνοντας ενώ αναγνωρίζω τη μεγαλοφυΐα του Τσάπλιν, πάντα ο αγαπημένος μου κινηματογραφιστής και ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου θα είναι ο αγέλαστος γελωτοποιός, ο Μπάστερ Κήτον.

Οπότε νομίζω ότι είναι καιρός να τιμήσω μέσα απ αυτό το άρθρο έναν απ τους καλύτερους ηθοποιούς που έβγαλε ο βουβός κινηματογράφος.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Μια ταινία που υμνεί τη φιλία, την αυτοθυσία για αυτούς που αγαπάς και την πάλη ενάντια στο Άδικο.ένας πραγματικός θρύλος του Φαρ Ουέστ, μια κλασική ταινία του Αμερικάνικου σινεμά.

Ο Σέιν είναι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, που εμφανίζεται από το πουθενά και προσπαθεί να ενταχθεί στη ζωή της αγροτικής οικογένειας. Αλλά η διαμάχη των ανθρώπων της κοιλάδας με τους κτηνοτρόφους θα έχει άσχημη κατάληξη, οπότε θα αναγκαστεί να επέμβει.

 Το μυστηριώδες και ατμοσφαιρικό γουέστερν του Τζορτζ Στίβενς, "Σέιν", εμπλουτίζεται και από τις δυνατές ερμηνείες ενός εξαίσιου καστ. Με τους  Alan Ladd,  Jack Palance, Van Heflin, Brandon de Wilde,  Jean Arthur,  Ben Johnson,  Elisa Cook Jr. Μια αριστουργηματική απεικόνιση  της  Άγριας Δύσης, γεμάτη ένταση, ρομαντισμό και ψυχολογική φόρτιση.

Η ταινία τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας (Loyal Griggs).

5 υποψηφιότητες για Όσκαρ (1954):

Καλύτερης Ταινίας (George Stevens)
Β’ Ανδρικού Ρόλου (Brandon De Wilde)
Β’ Ανδρικού Ρόλου (Jack Palance)
Σκηνοθεσίας (George Stevens)
Σεναρίου (A.B. Guthrie Jr.)
Ο Γιαννης Καλατζής μεσουράνησε στο ελληνικό τραγούδι για σχετικά μικρό διάστημα, που ταυτίζεται σχεδόν με τα χρόνια της δικτατορίας, από το 1968 ως το 1974 ας πούμε. Μετά τη μεταπολίτευση συνέχισε για μερικά χρόνια με μικρότερη απήχηση αλλά σταμάτησε νωρίς, περί το 1980, τη δισκογραφία και δεν επανεμφανίστηκε αργότερα, όπως έκαναν άλλοι νεοκυματικοί και λαϊκοί της σειράς του.

Γλυκός, ευγενικός, ήρεμος, για χρόνια πολλά ο αγαπημένος τραγουδιστής της παρέας.  Η φωνή της διπλανής πόρτας, τότε που τα παράθυρα και οι πόρτες στις γειτονιές ήταν μισάνοιχτες… Μας κρατούσε συντροφιά και μας ταξίδευε με τη φωνή του.

Ο Γιάννης Καλατζής γεννήθηκε τον Απρίλη του 1943 στη Θεσσαλονίκη, όπου μαζί με δυο φίλους του, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έφτιαξαν το Τρίο Μορένο. Με την προτροπή του Τώνη Μαρούδα, το 1965 κατεβαίνουν στην Αθήνα.

Λίγο μετά το Τρίο διαλύεται  το 1967.  Καριέρα λαϊκού τραγουδιστή έκανε όταν κατέβηκε στην Αθήνα, όπου πρώτα συνεργάστηκε με τον Γιώργο Μητσάκη, που τόσο απλόχερα ανάδειχνε νέους. Το πρώτο τραγούδι που τον έκανε γνωστό ήταν το 1967 το «Πού’σαι καημένε Περικλή«, ακριβώς του Μητσάκη.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του, που τον καθιερωσε, ήταν το 1968 τα Χρυσά κλειδιά, των Δερβενιώτη-Βίρβου.Μέσα στο 1968 έρχεται και η συνεργασία του με τον Μάνο Λοΐζο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, και η συμμετοχή του στον δίσκο Σταθμός, με τραγούδια όπως το Δελφίνι δελφινάκι ή το Παλιό ρολόι.

 Η δημοτικότητά του άρχισε να αυξάνεται και είχε μια παραγωγική συνεργασία με μερικούς από τους πιο διάσημους Έλληνες συνθέτες της περιόδου, όπως οι Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Κατσαρός, Μίμης Πλέσσας και Γιάννης Σπανός καθώς και τραγουδιστές, όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος.

Από το 1976 ως το 1981 τραγουδά συνθέσεις του Νίκου Καρβέλα και του Τόλη Βοσκόπουλου ενώ το 1985 συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία αφιέρωμα για το Μάνο Λοΐζο στο Ολυμπιακό Στάδιο.

Ο επιπόλαιος» του ελληνικού τραγουδιού, το «Δελφίνι, δελφινάκι» του λαϊκού πενταγράμμου, «Το λεβεντόπαιδο» που μας ταξίδεψε στο «Παραμυθάκι» του και στην «Τζαμάικα» μαζί με τον «Σταμούλη τον λοχία», ο Γιάννης Καλατζής, δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Ο δημοφιλής ερμηνευτής, ο οποίος μεγαλούργησε τις δεκαετίες του '60 και του '70 τραγουδώντας μεγάλες επιτυχίες, άφησε την τελευταία του πνοή  σε ηλικία 74 ετών.

Boney M. - Mary's Boy Child (Officical Video) 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Ένας πολύ αγαπημένος τραγουδιστής που “έντυσε” με τα τραγούδια του αξέχαστες ταινίες, ο Γιάννης Πουλόπουλος.Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος είχε μεγάλη πίστη στην φωνή του. Και φυσικά κατάφερε να αγγίξει την κορυφή με τα τραγουδια του!

 Έτσι λοιπόν, πήγαινε στην εταιρεία COLUMBIA που γίνονταν εκείνη την περίοδο ακροάσεις και ζητούσε να τον ακούσουν αλλά κανείς δεν του έκλεινε ραντεβού.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος όμως, παρά τις απορρίψεις που δεχόταν, επέμενε και γι’ αυτό συνέχιζε να ζητά ακρόαση σχεδόν καθημερινά.
Έτσι, κάποια μέρα, κανείς δεν ξέρει τους λόγους, αποφάσισαν να του δώσουν μια ακρόαση. Την επιτροπή ακροάσεων τότε στην εταιρεία αποτελούσαν μερικοί από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες της εποχής όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου κ.ά.


Ο Γιάννης Πουλόπουλος, 19 ετών τότε, διάλεξε δύο αρκετά τα τραγούδια: «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Παράπονο» και μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή». Και τον πήρε «υπό την προστασία του».

ο δίσκος «Ο δρόμος» του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο, που κυκλοφόρησε το 1969, έχει κάνει τις περισσότερες πωλήσεις από όλους τους ελληνικούς δίσκους μακράς διαρκείας, ξεπερνώντας το 1 εκατομμύριο ήδη από την εποχή του βινυλίου.

Ο Γιάννης Πουλόπουλος υπήρξε ο πιο κινηματογραφικός τραγουδιστής, ίσως γιατί οφείλει τη διαχρονική αναγνωρισιμότητα του στον ελληνικό κινηματογράφο.Παρότι οι συμμετοχές του σε ταινίες δε ξεπερνούν τις είκοσι εν τούτοις αγαπήθηκε ένθερμα κι έγινε ο τραγουδιστής είδωλο την πενταετία 1965 – 1970.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Γιάννη Πουλόπουλου είναι το έντονο προσωπικό ύφος που περνάει μέσα απ' όλα τα τραγούδια του. Η καθαρή φωνή του σε συνδυασμό με την ποιότητα των τραγουδιών του, τον βοήθησαν να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.


Το 1963 ανέβηκε στο θέατρο «Κοτοπούλη-Rex» η θεατρική παράσταση «Η γειτονιά των αγγέλων» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.  Η παράσταση έκανε μεγάλη επιτυχία, αλλά ακόμα μεγαλύτερη έκανε ο δίσκος που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά.

Τα τραγούδια της παράστασης (και φυσικά του δίσκου), όλα σε στίχους του Καμπανέλη, ήταν ένα κι ένα: «και δόξα τω θεώ», «από το παράθυρό σου», «το ψωμί είναι στο τραπέζι», «στρώσε το στρώμα σου για δυο». Στον δίσκο, αυτά τα τραγούδια τα ερμήνευσε ο Γιάννης Πουλόπουλος στην πρώτη δισκογραφική του δουλειά, ενώ στην παράσταση τα ερμήνευαν ο Κούρκουλος και ο Βαγγέλης Σειληνός, που έκανε και την χορογραφία.


Είναι όμως η εποχή του "ΝΕΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ". Ο Γιάννης Πουλόπουλος το ακολουθεί. Γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια, όπως το "Θα 'θελα να 'χα" που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα. Μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του Ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ "Οι Θαλασσιές οι Χάντρες" (1966). Ακολούθησαν βέβαια οι «Μια Κυρία Στα Μπουζούκια» (1967), «Γοργόνες και μάγκες» (1968), « Η Παριζιάνα» (1969), και άλλες, όπως «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1969), «Ο ψεύτης» , «Η ωραία του κουρέα»...

Ο Γιάννης Πουλόπουλος θα μπορούσε από σήμερα να γίνει η επεξήγηση, ο ορισμός αυτών των δύο λέξεων στο πάντρεμα τους. Η όλη του πορεία αποπνέει μια αίσθηση ότι και φωνάρα υπήρξε και ειλικρινής ήταν/είναι. Ο Πουλόπουλος της φέρθηκε με σπουδαιότητα για όλη την διάρκεια που τραγουδούσε. Και κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ήταν ο καιρός να την ηρεμήσει και να ηρεμήσει κι αυτός.




Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Μέχρι τη δεκαετία του '80. οι ροκ συναυλίες ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στην Ελλάδα (αν εξαιρέσουμε την επεισοδιακή εμφάνιση των Rolling Stones το 1967 στη Λεωφόρο).Το Μωρό της δεκαετίας του '60 και ο Έφηβος της δεκαετίας του '70, εισέρχεται Αντρας πια στην δεκαετία του '80... Με την είσοδο της νέας δεκαετίας, τα κοινωνικο-πολιτικά πράγματα έδειχναν να αλλάζουν. Το ίδιο και οι μουσικές αντιλήψεις.Βλέπουμε λοιπόν ότι ήδη είχαν γίνει σημαντικές συναυλίες εκείνη την εποχή, όμως το πραγματικό ορόσημο υπήρξε το Rock in Athens, το πρώτο μεγάλο διεθνές φεστιβάλ ροκ και ποπ μουσικής στην Ελλάδα, που φιλοξενήθηκε το διήμερο 26 και 27 Ιουλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο.Κορυφαία συγκροτήματα όπως οι Clash, οι Stranglers, οι Cure, οι Depeche Mode αλλά και η Νίνα Χάγκεν, οι Culture Club, οι Talk Talk και οι Telephone έπαιξαν μπροστά σε κοινό δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.«Εμφανίστηκαν συνολικά οκτώ συγκροτήματα. Την πρώτη ημέρα στη σκηνή ανέβηκαν οι Telephone και ακολούθησαν οι Stranglers, οι Depeche Mode και τελευταίοι οι Culture Club. Τη δεύτερη ημέρα εμφανίστηκαν πρώτοι οι Talk Talk  και ύστερα οι Cure, η Νίνα Χάγκεν με την μπάντα της και οι Clash – αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη συναυλία τους».Ένα πρωτοποριακό για τη χώρα και την εποχή, υψηλών προδιαγραφών δρώμενο υπό την αιγίδα Μελίνας Μερκούρη, Ζακ Λανγκ, Γιώργου Παπανδρέου και «αύρα» ελληνογαλλική που επιχείρησε, κάπως άγαρμπα, είναι η αλήθεια, να συνδυάσει mainstream ποπ, πανκ ροκ και new wave αφενός, underground και εμπορική, κρατικά και κοινοτικά επιχορηγούμενη, κουλτούρα αφετέρου.
Το Rock In Athens '85 πέρασε στην εγχώρια μουσική ιστορία, δημιουργώντας έναν μύθο που ακόμα καλά κρατεί, τόσο ανάμεσα σε όσους έζησαν τότε το συναυλιακό διήμερο στο Καλλιμάρμαρο (στήθηκε στο πλαίσιο της Αθήνας - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης), όσο και στους νεότερους, που έμαθαν αργότερα για την εμφάνιση των Clash και τη ...φούστα του Martin Gore των Depeche Mode, αλλά και για τις αντιδράσεις του συντηρητικού Τύπου.«Το μουσικό φεστιβάλ Rock in Athensήταν το δεύτερο μεγαλύτερο που διοργανώθηκε εκείνη τη χρονιά στην Ευρώπη, με πρώτο το θρυλικό Live Aid στο Γουέμπλεϊ».

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

 Ακολουθώντας τη μεγάλη παράδοση των road-movies, ο ικανότατος Ρίντλεϊ Σκοτ κάνει τη διαφορά με δυο ήρωες γυναίκες που παρατάνε τους άχρηστους άντρες τους και φεύγουν μ` ένα T-Bird του 1956. Δεν πρόκειται τόσο για φεμινιστικό ύμνο, αλλά για αναζήτηση τη   Οταν η ταινία βγήκε, υπήρχαν έντονες αντιδράσεις ότι η ταινία ήταν κατά των ανδρών. Ολοι συζητούσαν πόσο βίαιη ήταν η ταινία - και να φανταστείτε ότι μόλις είχε βγει το «Φονικό Οπλο». Ολοι στον Τύπο πίστευαν ότι η ταινία άλλαζε τα πάντα. Πως ξαφνικά θα γίνονταν ταινίες με φιλενάδες και γυναίκες ηρωίδες δράσης. Οτι η ταινία ξαναέγραφε την ιστορία του Χόλιγουντ.

Η Θέλμα, καταπιεσμένη νοικοκυρά, και η Λουίζ, επαγγελματίας σερβιτόρα, αποφασίζουν να προσφέρουν στον εαυτό τους ένα γουικέντ απόδρασης, που όμως μετατρέπεται σ' εφιάλτη.


Το φεμινιστικό αυτό road movie του Ρίντλεϊ Σκοτ (που βλέπεται εξίσου απολαυστικά και από το ανδρικό κοινό), αν και βασικά κινείται σε mainstream μονοπάτια, δεν καταφεύγει σε εύκολους συναισθηματισμούς και εκβιαστική συγκίνηση. Πετυχαίνει στο να σε ταυτίσει με τις πρωταγωνίστριες και μιλάει για αξίες, όπως αυτήν της αληθινής φιλίας που έχει γοητέψει πλήθος θεατών.


Η ταινία έγινε αμέσως μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, καταφέρνοντας να είναι μία από τις μεγαλύτερες σε εισπράξεις ταινίες του 1991 και έλαβε 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ κερδίζοντας εκείνο του Πρωτότυπου Σεναρίου. Και οι δύο πρωταγωνίστριες ήταν υποψήφιες στην κατηγορία Α' Γυναικείου Ρόλου αλλά έχασαν από την Τζόντι Φόστερ για το ρόλο της στην ταινία Η Σιωπή των Αμνών (The Silence of the Lambs, 1991).Με αφετηρία το βραβευμένο με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα σενάριο της Κάλι Κούρι, ο Ρίντλεϊ Σκοτ εγκαταλείπει τους φωτισμένους με νέον δρόμους του Τόκιο («Μαύρη Βροχή», 1989) και ταξιδεύει στην αμερικανική επαρχία, για να αφηγηθεί την ιστορία δύο συνηθισμένων γυναικών που μπλέκουν σε ασυνήθιστες καταστάσεις:

Όταν στο πρότζεκτ πήρε μέρος ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ως παραγωγός αρχικά, οι Μισέλ Φάιφερ και Τζόντι Φόστερ είχαν δεσμευτεί στους ρόλους .Οι Φάιφερ και Φόστερ όμως προχώρησαν σε άλλα πρότζεκτ. Οι ρόλοι τελικά κατέληξαν στις Τζίνα Ντέιβις, η οποία αρχικά έδωσε μάχη για να πάρει το ρόλο της Λουίζ και στη Σούζαν Σαράντον.

Νίκος Ξυλούρης: Ο αρχάγγελος της Κρήτης. Μου το ζήτησε ένας φίλος και μέλος του blog μας και εννοείται δεν γίνεται να μην γίνει αφιέρωμα στον μεγάλο μουσικό που μας άφησε δυστυχώς νωρίς.

Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου.Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγεια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. 



«H λεβέντικη και άδολη καρδιά της Κρήτης», όπως είπαν γι’ αυτόν οι συμπατριώτες του κι όσοι τον έζησαν. Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής.Ο Νίκος Ξυλούρης διέθετε ένα σπάνιο μουσικό ένστικτο που του επέτρεπε να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε ερμηνευτική απαίτηση. Εκτός από τα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του, τραγούδησε εξίσου μοναδικά Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Είχε ειπωθεί πως η φωνή του, γνήσια Ελληνική, αντανακλούσε σε μουσική παράδοση 500 χρόνων.  Η ερμηνεία του έκφραζε με απλότητα όλο το μεγαλείο, την περηφάνια και το ρομαντισμό της ελληνικής ψυχής.


Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. 
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά» ,παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών.


Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ΄ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον “Ερωτόκριτο”. Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητικά καλύτερα γι΄ αυτόν. Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή “Ανυφαντού”, ένα τραγούδι που “σπάει τα ταμεία” μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο “Κονάκι” και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα.

«Η Ανυφαντού», «Καυγάδες με το γιασεμί», «Η Τζαναμπέτισσα», «Μηνάς μου πως θα μ’ αρνηθείς», «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις» και άλλα συρτά και κρητικές μαντινάδες, δικά του τραγούδια, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις/ όσο κι αν αστοχήσει/ μα αν αστοχήσει μια και δυο/ πάλι αντρειωμένος θα ‘ναι»…

Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ "Λήδρα" και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα.

Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο "Αθήναιον".[1] Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.

Για τον Νίκο Ξυλούρη, είναι ευρέως γνωστό ότι η απεριόριστη αγάπη που έτρεφε για τον τόπο του φαινόταν σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Μάλιστα έπαιρνε μέρος και σε αρκετές εκδηλώσεις του Συνδέσμου Φίλων ΟΦΗ Αθηνών Νίκος Ξυλούρης, του οποίου ήταν και ιδρυτικό μέλος το 1980. 

Λίγες μέρες πριν προσβληθεί από τον καρκίνο, ο Ξυλούρης ηχογράφησε σε μουσική του νέου τότε συνθέτη Λουκά Θάνου, το έργο «Σάλπισμα», σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη, Κώστα Βάρναλη. Ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα 44 του χρόνια, στις  8 του Φλεβάρη 1980.





Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Στην πετυχημένη πολυετή  καριέρα του ως συνθέτης, στο Χόλυγουντ, ο Alan Silvestri έχει φτιάξει μια πρωτοποριακή καριέρα με τα συναρπαστικά και μελωδικά του αποτελέσματα, κερδίζοντας χειροκρότημα και κινηματογραφικά ακροατήρια του Χόλιγουντ σε όλο τον  κόσμο.


Είναι γνωστός για τις συχνές συνεργασίες του με τον Robert Zemeckis, συνθέτοντας  μεγάλες επιτυχημένες ταινίες του Zemeckis όπως η τριλογία Back to the Future, Who Framed Roger Rabbit, Cast Away και Forrest Gump. O Silvestri συνέθεσε επίσης τις ταινίες Captain America: The First Avenger, The Avengers, Avengers: Infinity War and Avengers: End.Αλλες  ταινίες του είναι σαφώς το  Predator και το  sequel Predator 2, The Abyss, The Quick and the Dead, Mac and Me, Mouse Hunt, Stuart Little, The Mummy Returns, Lilo & Stitch, Night at the Museum και τα seguel του, και το Ready Player One.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Teaneck του Νιου Τζέρσεϋ, ο Silvestri ονειρεύτηκε πρώτα να γίνει κιθαρίστας τζαζ. Αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Μουσικής Berklee στη Βοστώνη, ξεκίνησε το ταξίδι του  στο χώρο της μουσικής ως ντράμερ σε ένα συγκρότημα με το όνομα The Herb.Προσγειωμένος στο Χόλιγουντ στην ηλικία των 22 ετών, βρέθηκε να συνθέτει επιτυχώς μουσική για το "The Doberman Gang" του 1972 που καθιέρωσε τη θέση του στον κόσμο της σύνθεσης ταινιών.

Το Silvestri έχει λάβει δύο υποψηφιότητες για το βραβείο Όσκαρ, ένα για το Best Original Score του Forrest Gump (1994) και ένα για το Καλύτερο Αρχικό τραγούδι για το "Believe" στο Soundtrack του Polar Express.


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Ταινία που έχει αποκτήσει πολλούς φίλους με το πέρασμα των χρόνων, το «An American Werewolf in London». Σημαντική εμπορική επιτυχία το 1981 και με πολύ καλά εφέ για την εποχή της, θωρήθηκε μια ιδιαίτερα πετυχημένη ταινία στο είδος της κωμωδίας τρομου.

From the director of Animal House... a different kind of animal. Ο Αμερικανός λυκάνθρωπος στο Λονδίνο είναι η ταινία που είχε στο μυαλό του ο John Landis για πάνω από δέκα χρόνια. Και ο John Landis κατάφερε και πήρε το ΟΚ από τους παραγωγούς το 1981 (μαζί με τα λεφτά του μπάτζετ) μετά τις επιτυχίες φυσικά του Τρελού θηριοτροφείου και των Blues Brothers. Μια ταινία που πολλοί χαρακτηρίζουν αρκετά κωμική για ταινία τρόμου και ταυτόχρονα αρκετά τρομακτική για κωμωδία. Μια μίξη που έφερε αποτέλεσμα και φυσικά μεγάλη επιτυχία.

 Τηνίδια χρονιά κυκλοφόρησαν και οι ταινίεςΤ ΤοΟυρλιαχτό και Wolfen με την ίδια θεματολογία και φάνηκε ότι ο μύθος του λυκανθρωπισμού θα έπαιρνε τα πάνω του. Κάτι που δεν συνέβη όμως μετά την αποτυχημένη Silver Bullet και τη μετριότατη κωμική Teen Wolf.

 Στην ταινία ξεχώρισαν τα, βραβευμένα με όσκαρ, εφέ μεταμόρφωσης του Ρικ Μπέικερ, τα οποία άλλαξαν το makeup στις ταινίες τρόμου την δεκαετία του 1980.


Το «An American Werewolf In London» συνδυάζει τρόμο, gore, λυκανθρωπία και κωμωδία με αριστοτεχνικό και απόλυτα ισορροπημένο τρόπο κερδίζοντας από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια του θεατή.

Ο Λάντις κάνει κάτι ολότελα διαφορετικό και σχεδόν μεγαλοφυές: ρίχνει (φαινομενικά) το κύ­ριο βάρος στον γνωστό, πεζό, ορθολογικά οργα­νωμένο κόσμο της καθημερινότητας, επιμένει σε όλες τις λεπτομέρειες του (χωρίς να τον γελοιο­ποιεί και να τον χλευάζει, όπως κάνουν συχνά οι ταινίες τρόμου) και ενδιαφέρεται έντονα για τις σχέσεις των ανθρώπων του , ο δεσμός που ανα­πτύσσεται ανάμεσα στον ήρωα και τη νοσοκόμα δίνεται με έξοχο τρόπο.



Και βέβαια να τονίσω οτι η καλύτερη σκηνή μεταμόρφωσης σε λυκάνθρωπο επί της μεγάλης οθόνης, είναι στη συγκεκριμένη ταινία . Ναι, έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, αλλά η βραβευμένη με Όσκαρ δουλειά του Ρικ Μπέικερ στο μακιγιάζ παραμένει αξεπέραστη.


Είναι μια τόσο εμβληματική σκηνή που ο σκηνοθέτης φρόντισε να την επαναλάβει, σχεδόν με τα ίδια εφέ, στο βιντεοκλίπ του «Thriller» του Μάικλ Τζάκσον.

Για τους πιο παρατηρητικούς υπάρχει μια cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη στη σεκάνς με το χάος που προκαλεί η έξοδος του λυκάνθρωπου από το cinema στους δρόμους τους Λονδίνου. Ο Landis είναι ο μουσάτος τύπος που πέφτει σε μια βιτρίνα ύστερα από χτύπημα αυτοκινήτου.


Την ταινία ακολούθησε μια συνέχεια με τίτλο Ένας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Παρίσι το 1997.

Πάντως, είναι ο ορισμός του cult. Kαι, για την κατηγορία του, είναι αναμφίβολα classic και γεμάτο νεωτερισμούς-ό,τι ακριβώς ήταν και το Evil Dead της ίδια χρονιάς αλλά με μεγαλύτερο Budget.

Αν
ψάχνετε για εγχειρίδιο «τι να κάνετε αν σας δαγκώσει λυκάνθρωπος» σε συσκευασία horror-κωμωδίας δείτε το An American Werewolf in London και σταματήσετε να ουρλιάζετε άσκοπα σε κάθε πανσέληνο.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Ο πιο σπουδαίος «δημιουργός τεράτων». Δεν το κάνουν πια όπως παλιά. Η φράση αυτή θα μπορούσε να δείχνει μια απίστευτη νοσταλγία, αλλά στην περίπτωση του Ρικ Μπέικερ είναι απλά η αλήθεια.


Ο Ρικ Μπέικερ ξεκίνησε να φτιάχνει τεχνητά ανθρώπινα στην κουζίνα του σπιτιού του, πριν καταλήξει να εργαστεί ως βοηθός στο τμήμα ειδικών εφέ του «Εξορκιστή» του 1973, αργότερα στον πρώτο «Πόλεμο των Αστρων» και τελικά να κερδίσει το πρώτο του Οσκαρ για το «Αn American Werwolf in London» το 1981.

Δημιούργησε επίσης τον λυκάνθρωπο του Michael Jackson που μεταμορφώνεται στο μουσικό βίντεο του Thriller.Στη συνέχεια, ο Baker έχει προταθεί για Oscar   για το καλύτερο μακιγιάζ  δέκα φορές, κερδίζοντας επτά φορές, και τα δύο ρεκόρ στον τομέα του.

Ο Baker έπαιξε και σαν ηθοποιός ρόλους στον κινηματογράφο. Η πρώτη του ήταν  στο remake του King Kong το 1976 στο οποίο ήταν ο άνθρωπος πίσω απ' το κοστούμι του γιγαντιαίου γορίλα. Στο remake του 2005, είχε ένα μικρό ρολο ως πιλότος και πυροσβέστης (με τον σκηνοθέτη Πίτερ Τζάκσον) που κατέλυσε το Κονγκ. Έχει επίσης πραγματοποιήσει εμφανίσεις καμέο στην ταινία του John Landis Into the Night ,Οι άνδρες με τα μαύρα  1,2 και 3 και στο βίντεοκλιπ μουσικής του Michael Jackson Thriller ως ένα από τα Επίσης έπαιξε και έναν μικρό ρόλο στο The Wolfman του 2010, ριμέικ της κλασικής ταινίας του 1941 με τον lon Chaney jr.

Ο Ρικ Μπέικερ κατάφερε να κάνει το τέρας της τηλεοπτικής Πεντάμορφης και το Τέρας να μοιάζει ταυτόχρονα τρομακτικό και συμπαθητικό. Ρικ Μπέικερ κατάφερε να κάνει το τέρας της τηλεοπτικής Πεντάμορφης και το Τέρας να μοιάζει ταυτόχρονα τρομακτικό και συμπαθητικό.


Σε μια συνέντευξη του είχε δηλώσει:
«
Νομίζω ότι είναι καλή ώρα (για να αποσυρθώ). Είμαι 64 ετών και στη βιομηχανία επικρατεί μια τρέλα τώρα. Εμένα μου αρέσει τα πράγματα να γίνονται σωστά και αυτοί θέλουν να γίνονται φτηνά και γρήγορα» δήλωσε ο Μπέικερ. «Δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω, επομένως αποφάσισα ότι έχει έρθει η ώρα να φύγω» είπε.


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Το καλοκαίρι του 1987, οι Def Leppard, κυκλοφόρησαν το 4ο τους δίσκο «Hysteria» . Ένα άλμπουμ που άφησε εποχή και που ήταν 1ο στα charts κάθε χώρας. 

Το άλμπουμ ''Hysteria'' αποτελεί πάντως την πιο επιτυχημένη κυκλοφορία του συγκροτήματος από την αρχή της δισκογραφικής τους πορείας μέχρι σήμερα. Οι πωλήσεις του είχαν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ηχογράφησή του είχε διαρκέσει τρία χρόνια περίπου, ύστερα από διάφορες καθυστερήσεις.

Εγινε Νο1 στο Billboard 200 (Ηνωμένες Πολιτείες) και στο UK Albums Chart (Ηνωμένο Βασίλειο). Μέχρι το 2009 έγινε 12 φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, και έχει πουλήσει πάνω από 20 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως! Μεγάλες επιτυχίες από εκεί; Το Love Bites (Νο1 στις ΗΠΑ), το Pour Some Sugar on Me (Νο2), το Hysteria(Νο10), το Armageddon It(Νο3), το Animal(Νο19) και το Rocket(Νο12).




Ο ντράμερ του συγκροτήματος ,Rick Allen μετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα με το αμάξι του, στις 31 Δεκεμβρίου του 1984, έχασε το αριστερό του χέρι. Ωστόσο αυτό όχι μόνο δεν τον ώθησε εκτός της μπάντας, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη υποστήριξαν τον Rick στην απόφαση του να συνεχίσει.

Έτσι το Hysteria είναι το πρώτο άλμπουμ του μονόχειρα πλέον Rick Allen ο οποίος   σκέφτηκε τον τίτλο Hysteria για το άλμπουμ συσχετίζοντάς το με τις εμπειρίες του από το αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε και με την κάλυψη των μέσων ενημέρωσης που ακολούθησε.

Για περίπου 20 χρόνια η μουσική των Def Leppard προκαλούσε... υστερία στην υφήλιο με εκατομμύρια πωλήσεις, βραβεία και γεμάτα στάδια!








Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Άμα τα βάλεις κάτω, οι περισσότεροι σπουδαίοι Αμερικανοί δημιουργοί ξεκίνησαν την καριέρα τους με μια αγνή, ταπεινή ταινία είδους. Ως εξέχον μέλος αυτής της εκλεκτής συνομοταξίας, ο Ίστγουντ δεν αποτελεί εξαίρεση.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1971 κυκλοφόρησε το φιλμ του Clint Eastwood "Η νύχτα της εκδικήσεως" ... Με τους Clint Eastwood, Jessica Walter, Donna Mills.


Πρόκειται για ερωτικό θρίλερ που εμφανώς ενέπνευσε τη μεταγενέστερη «Ολέθρια Σχέση», χωρίς όμως να ασπάζεται τον συντηρητισμό της τελευταίας.

Η υπόθεση είναι η εξής: Ένας δημοφιλής ραδιοφωνικός παραγωγός έχει μια εφήμερη σχέση με μια φανατική θαυμάστριά του, όταν όμως επιστρέφει στη μόνιμη σχέση του αυτή θα φτάσει στον εκβιασμό, ακόμη και στο έγκλημα για να τον εκδικηθεί.

Τα γυρίσματα γίναν  στο Monterey της Καλιφόρνιας το Σεπτέμβριο του 1970 και παρόλο που ήταν το ντεμπούτο του Eastwood ως σκηνοθέτης. O
σκηνοθέτης  Don Siegel βρισκόταν εκεί για να βοηθήσει και έπαιξε ενεργό ρόλο στην ταινία ως μπάρμαν. Συχνοί συνεργάτες του Siegel, όπως ο κινηματογραφιστής Bruce Surtees, ο συντάκτης Carl Pingitore, και ο συνθέτης Dee Barton, αποτελούσαν μέρος της κινηματογραφικής ομάδας .

Η ταινία ήταν μια  οικονομική επιτυχία, με την Jessica Walter να κερδίζει τον έπαινο για τον πρώτο σημαντικό ρόλο της ταινίας.
Από τις εμβληματικές ταινίες της δεκαετίας του ’70, το χρονικό μιας ανώδυνης εκδρομής που μετατρέπεται σε κόλαση και η κατάδυση του «πολιτισμένου» κόσμου στη σκοτεινή του πλευρά.Η συγκεκριμένη ταινία έχει ό, τι πρέπει να έχει ένα θρίλερ αγωνίας και πρωτόγνωρων σκηνών, για την εποχή, που σοκάρουν, που θέλει να σέβεται τον εαυτό του.


To Όταν ξέσπασε η βία (μια εύηχη, περιεκτική, αλλά εν τέλει safe μετάφραση, σε σχέση με το περιπαικτικά και προβοκατόρικα διφορούμενο Deliverance του original τίτλου, που μεταφράζεται ως «απολύτρωση») αποτελεί τρόπον τινά διαλεκτικό ξαδερφάκι του Straw Dogs, του Σαμ Πέκινπα, το οποίο γυρίστηκε την ακριβώς προηγούμενη χρονιά (1972 και 1971, αντίστοιχα). Μόνο που σε σύγκριση με τον Διόσκουρό του, δεν αντιμετωπίστηκε -όταν βγήκε στις αίθουσες- με την ίδια αυστηρότητα και γλύτωσε τη στηλίτευση, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να προσελκύσει παρόμοιες κατηγορίες: τόσο για την ανόθευτη και προκλητική βία που απεικονίζει όσο για έναν εστέτ διαχωρισμό των ηρώων του ανάμεσα σε πολιτισμένους αστούς και βάρβαρους ορεσίβιους.


Στην ταινία, τέσσερις μεσοαστοί από την Ατλάντα, δύο με πείρα σε εξορμήσεις και δύο άπειροι, αναζητούν λίγη ελευθερία και μια βόλτα σε ένα χαμένο παράδεισο. Γυρισμένο σε καταπληκτικές τοποθεσίες το θρίλερ χαρακτηρίζεται από πρωτοποριακές σκηνές, αγωνία και εντυπωσιακές ερμηνείες. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από την πρώτη νουβέλα του αμερικανού ποιητή και διηγηματογράφου James Dickey, "Deliverance" (1970).

H ταινία ήταν το 1972 Υποψήφια για τρία Όσκαρ, στις Κατηγορίες: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Μοντάζ, χωρίς όμως να καταφέρει τελικά να βραβευτεί. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας είναι ο θρυλικός, Βίλμος Ζίγκμοντ. Το φιλμ «Όταν Ξέσπασε η Βία» συγκαταλέγεται στις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών.

Ταινίες που πλησιάζουν την προβληματική του Όταν ξέσπασε η βία είναι:Οι κεφαλοκυνηγοί του Γουώλτερ Χίλ, Αγκίρε, ,Φιτζγκαράλντο του Βέρνερ Χέρτζογκ,Χωρίς οίκτο του Ρίτσαρντ Πήρς,Στην καρδιά του χειμώνα της Ντέμπρα Γκράνικ.Πάση θυσία του Τζών Μακένζυ, Φάργκο των αδελφών Κοέν, Ένα απλό σχέδιο του Σάμ Ραϊμί.

Ο John Boorman (Point Blank, Ο Ραφτης του Παναμα, Ο Στρατηγος) σκηνοθετεί με αλλεπάλληλες εκρήξεις αλλά και εσωτερική ένταση μια ταινία που βασίζεται κατά κύριο λόγο στο δαιμόνιο στόρι της, που παρά τις αφέλειές του μα και το εκβιαστικό και αναποτελεσματικό του τελείωμα κατορθώνει να στήσει έναν κλειστοφοβικό μικρόκοσμο, μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωες. 

Το Deliverance βγήκε στην Αμερική (ήταν μια παραγωγή της Warner Bros) τον Ιούλιο του '72, ενώ τη σεζόν 1972-73 προβλήθηκε και στην Ελλάδα, με μεγάλη εμπορική επιτυχία.

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...