Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Freddie Mercury - Living On My Own (1993 Remix Remastered)


Η Τηλεοραση την Δεκαετία του 1980


Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΣΤΑ 80S
Τις σειρές της δεκαετίες του ’80 τις θυμόμαστε πιο αχνά – ή καθόλου – σε πρώτη προβολή, αλλά τις μάθαμε και τις αγαπήσαμε με τα χρόνια και τις επαναλήψεις τους. Διαλέξαμε τις πιο αξιομνημόνευτες σειρές της δεκαετίας και σας τις παρουσιάζουμε.

Λωξάντρα (1980)

Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου είναι εξαιρετική πρώτη ύλη για μια τηλεοπτική σειρά, καθώς περιγράφει γλαφυρά το τέλος του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια της Κωνσταντινουπολίτισσας πρωταγωνίστριάς του. Μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με την Μπέτυ Βαλάση στον ομώνυμο ρόλο και στο πλάι της τον Πάνο Χατζηκουτσέλη, τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ και τον Σοφοκλή Πέππα. Ασπρόμαυρη και υποβλητική, η σειρά αποτελείται από 30 επεισόδια, τα οποία έκαναν μεγάλη αίσθηση στο τηλεοπτικό κοινό της εποχής. Η εξαιρετική ερμηνεία της Βαλάση, η οποία απέδωσε μοναδικά τον χαρακτήρα της καπάτσας λαϊκής γυναίκας μας έκανε να ξαναδούμε τη σειρά σε κάθε επανάληψή της. Την θυμούνται με αγάπη οι μαμάδες και οι γιαγιάδες μας, καθώς τους θύμιζε με κάποιο τρόπο τα νιάτα τους ή τις οικογενειακές τους ιστορίες από το παρελθόν.

Ορκιστείτε παρακαλώ (1982)

Ξέρω κάποιους δικηγόρους που την “πάτησαν” κάπως έτσι, δηλαδή έβλεπαν τη συγκεκριμένη σειρά όταν μεγάλωναν και στο υποσυνείδητό τους φώλιασε (ύπουλα) η αγάπη για τις νομικές επιστήμες. Η σειρά, που κράτησε τρεις ολόκληρες τηλεοπτικές σεζόν, αποτελείται από αυτοτελή επεισόδια, τα οποία διαδραματίζονται σε μια αίθουσα δικαστηρίου. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Γιάννης Μιχαλόπουλος και συνήγορος η Ελένη Φιλίνη, ενώ οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές άλλαζαν σε κάθε επεισόδιο. Ο Μιχαλόπουλος ήταν ένας δικαστής με χιούμορ – πράγμα σπάνιο στην πραγματική ζωή – ενώ οι υποθέσεις ήταν όλες αστικού δικαίου κι συχνά αφορούσαν σε διαζύγια και ατυχήματα με αυτοκίνητα. Η δομή της σειράς ήταν αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή και δη για τα ελληνικά δεδομένα και ο κόσμος αντέδρασε θετικά σε αυτό, με αποτέλεσμα να προβληθούν 90 επεισόδια.

Το μινόρε της αυγής (1983)

Η σειρά παρουσιάζει την ιστορία του Αντώνη, ο οποίος αφήνει τη Σύρο για να έρθει στην Αθήνα και να αναζητήσει την τύχη του ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Η ενασχόληση με το ρεμπέτικο τραγούδι και η αναζήτηση του αυθεντικού στην ελληνική μουσική εντάθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς τα “απόνερα” του επαναστατισμού της Μεταπολίτευσης επηρέαζαν άμεσα τα πολιτιστικά προϊόντα της εποχής και δη όσα βρισκόταν στην ανάπτυξή τους. Σε επίπεδο καστ, η σειρά ήταν all star game, καθώς πρωταγωνιστούσαν οι Αντώνης Καφετζόπουλος, Δημήτρης Καταλειφός, Γιάννης Ζαβραδινός, Θέμις Μπαζάκα, Ντίνα Κώνστα, Χρυσούλα Διαβάτη και Φίλιππος Σοφιανός. Η επιτυχία της σειράς ήταν τόσο μεγάλη που συνεχίστηκε για δεύτερη σεζόν, παρότι εκείνη την εποχή ο διευθυντής προγράμματος της ΕΡΤ, Βασίλης Βασιλικός, είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο συνέχισης οποιασδήποτε σειράς πέραν των 13 επεισοδίων.

Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη (1985)

Το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή μεταφέρθηκε στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου, με πρωταγωνιστές πολύ σημαντικούς ηθοποιούς της εποχής, όπως ο Χρήστος Πάρλας, η Νόρα Βαλσάμη και ο Κώστας Αρζόγλου. Ένα από τα πιο επιτυχημένα ελληνικά θρίλερ, διαδραματίζεται λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς ο πόλεμος “κατεβαίνει” την Ευρώπη, Άγγλοι και Γερμανοί κατάσκοποι καταφτάνουν στην Αθήνα για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των χωρών τους. Ο Τζων Αυλακιώτης είναι ένας σημαντικός οικονομικός παράγοντας της χώρας που πέφτει θύμα απόπειρας δολοφονίας. Η σύζυγός του αρχίζει να ψάχνει απαντήσεις, ενώ τα ίδια γεγονότα έχουν αντίκτυπο στη ζωή ενός δημοσιογράφου. Η επιτυχία της σειράς, η οποία προβλήθηκε και στο εξωτερικό, ήταν μεγάλη, καθώς το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό ανέκαθεν αγαπούσε τις ηθογραφίες.

Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του (1985)

Η σειρά πήρε το όνομά της από το ομότιτλο θεατρικό έργο του George Bernard Shaw, το οποίο,  πήρε με τη σειρά του τον τίτλο του από τον γνωστό αισώπειο μύθο. Επρόκειτο αρχικά να γυριστεί επί εποχής ΥΕΝΕΔ, ωστόσο ο σεναριογράφος Κώστας Παπαπέτρου είχε φοβηθεί τον τότε ισχύοντα νόμο περί λογοκρισίας και δεν είχε προχωρήσει. Ο Ανδροκλής Καρπερός είναι χήρος και πολύτεκνος, που προσπαθεί να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά του, παρότι συχνά δεν μπορεί να καταλάβει καθόλου την ψυχοσύνθεσή τους. Τη ζωή του Ανδροκλή θα αναστατώσει η Ιωάννα, που μετακομίζει στο διπλανό του διαμέρισμα. Πρωταγωνιστούσαν οι Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Νένα Μεντή, Κώστας Ευρυπιώτης και Παύλος Χαϊκάλης. Η σειρά ήταν feelgood και θύμιζε κάτι από παλιό ελληνικό κινηματογράφο – πιθανότατα και λόγω των πρωταγωνιστών – κι έτσι συνεχίστηκε για ακόμα μια σεζόν.

Φρουτοπία (1985)

Βασισμένη στη μεγαλύτερη σειρά ελληνικών κόμικ που δημιούργησαν το 1983 ο συγγραφέας Ευγένιος Τριβιζάς και ο σκιτσογράφος Νίκος Μαρουλάκης, η Φρουτοπία μεταφέρθηκε στην τηλεόραση χάρη στον Φαίδωνα και την Ήβη Σοφιανού, που δημιούργησαν τις θρυλικές, πλέον, κούκλες της σειράς. Ο δαιμόνιος δημοσιογράφος Πίκος Απίκος επισκέπτεται τη Φρουτοπία, ένα μέρος όπου ζουν φρούτα και λαχανικά, ώστε να εξιχνιάσει την εξαφάνιση του Μανώλη του μανάβη. Τις φωνές τους δάνεισαν στους χαρακτήρες πολύ γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Δημήτρης Πιατάς, η Άννα Παναγιωτοπούλου, η Ντίνα Κώνστα και ο Δάνης Κατρανίδης. Η παραγωγή ήταν εξαιρετικά ακριβή, καθώς από μια ολόκληρη μέρα γυρίσματος μπορεί να έβγαιναν μόνο λίγα λεπτά καθαρού τηλεοπτικού χρόνου.

Μαντάμ Σουσού (1986)

Η πρώτη σειρά “Μαντάμ Σουσού” είχε γυριστεί το 1972. Το ριμέικ των 80s είναι το πιο γνωστό και βασίζεται, φυσικά, στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Δημήτρη Ψαθά. Η Μαντάμ Σουσού, κάτοικος Κολωνού, τον οποίο παλιά έλεγαν “Μπίθουλα”, κερδίζει το λαχείο και μετακομίζει στο Κολωνάκι. Σνομπ από πάντα και πλέον με την οικονομική δυνατότητα να ζήσει όλα της τα όνειρα, εγκαταλείπει τον καλοκάγαθο σύζυγό της, Παναγιωτάκη, και ξεκινάει μια ερωτική περιπέτεια με έναν προικοθήρα. Η σειρά έμεινε στην ιστορία τόσο για την ερμηνεία της Άννας Παναγιωτοπούλου, όσο και για τις λέξεις που χρησιμοποιούσε διαρκώς η πρωταγωνίστρια, δηλαδή “πτωχός”, “αστακουδάκι”, “Μπίθουλας”, αλλά και μια πληθώρα από “ελληνικούρες”, εκφράσεις στην καθαρεύουσα που είχαν επίτηδες αποδοθεί λανθασμένα από τον Ψαθά στο αρχικό κείμενο, ώστε να αναδεικνύεται η αμορφωσιά της Σουσούς.

Το κάμπινγκ (1989)

Καλοκαίρι, κάπου στην Πελοπόννησο. Ο Τάκης ξεκινάει μια επιχείρηση κάμπινγκ, όπου προσλαμβάνει τον ξάδερφό του ως δάσκαλο ιππασίας. Η ζωή κυλάει αργά και ευχάριστα για τους εργαζόμενους και τους παραθεριστές, καθώς οι ζωές τους μπλέκονται με τρόπο ανάλαφρο. Η σκηνοθεσία ήταν του Αντρέα Θωμόπουλου, ενώ πρωταγωνιστούσαν ο Τάκης Μόσχος και ο Νίκος Καλογερόπουλος, σε διπλό ρόλο. Η σειρά ήταν αστεία και ρεαλιστική, ενώ απέπνεε μια οικειότητα για τον μέσο τηλεθεατή, ο οποίος είχε κουραστεί από την για χρόνια στυλιζαρισμένη και επί της ουσίας θεατρική παρουσίαση χαρακτήρων στις σειρές της εποχής. Αποτελείται από 13 επεισόδια, τα οποία βλέπονται και σήμερα ευχάριστα.

Οι Τρεις Χάριτες (1989)

Η σειρά που σηματοδότησε – μαζί με τους Αυθαίρετους, την ίδια τηλεοπτική σεζόν και στο ίδιο κανάλι – το πέρασμα στη νέα τηλεοπτική εποχή των 90s ήταν  δημιούργημα του Θανάση Παπαθανασίου και του Μιχάλη Ρέππα. Τρεις αδερφές επιστρέφουν σε μεγάλη ηλικία στο πατρικό τους σπίτι, καθώς κάθε μία προσπαθεί να βρει την προσωπική της ευτυχία. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, η Μίνα Αδαμάκη και η Νένα Μεντή πλαισιωνόταν από τον Μιχάλη Ρέππα, την Άννα Κυριακού, την Ελένη Καστάνη και την Άννα Κουρή. Η σειρά άργησε να βρει τα πατήματά της, αλλά στην πορεία εισήγαγε το χαρακτηριστικό χιούμορ των δημιουργών της, το οποίο μας έκανε ευχάριστη παρέα στα παιδικά μας χρόνια, χωρίς όμως να καταλαβαίνουμε πλήρως τι εννοούσαν οι ποιητές.

Το Ραδιοφωνικό Τοπίο την Δεκαετία του 1980

Η συναρπαστική ιστορία της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας των ’80ς στην Ελλάδα

 

Δεκαετία 1980

 1981 19/10/81: «Το Ράδιο του Δρόμου» βγαίνει στον αέρα ανήμερα στις εκλογές. Μεταδίδει συζητήσεις με άτομα της Άκρας Αριστεράς, βγαίνει στο δρόμο και μιλά με τους νικητές που πανηγυρίζουν. Μια ώρα κάθε Κυριακή, σαν τη θεία λειτουργία, μεταδίδει τις ηχογραφημένες εκπομπές του από εναλλασσόμενα σημεία, με έναν πομπό 40 Watt και με τους τσιλιαδόρους πάντα σε ετοιμότητα. Ο Γιάννης Χρυσοβέργης και ο Γιώργος Τσιάνης είναι η ψυχή του σταθμού. Τους ενισχύουν η Μαρία Πρεσβέλου, η Μαργαρίτα Τζανουδάκη και οι τεχνικοί Νάσος Κοσμάς και Γιάννης Χρυσόγελος.

20/05/81: Ο «Τυφλοπόντικας των fm» αφήνει τα υπόγεια και διασχίζει τους αιθέρες. Εκπομπές λόγου με σάτιρα. Πολιτικο-κοινωνικά σχόλια, ειδήσεις από της Ελλάδα και το εξωτερικό. Δραματοποιημένες λογοτεχνικές εκπομπές, μουσική της ανεξάρτητης Rock σκηνής, της λατινικής μουσικής αλλά και ρεμπέτικα και λαϊκά είναι τα μουσικά είδη που ακούν οι ακροατές του «Τυφλοπόντικα των FM».

1982 15/01/82: «Το Ράδιο του Δρόμου» επισκέπτεται ο Ντάνος Κρυστάλλης (πράκτωρ της ΚΥΠ που παρίστανε τον αριστεριστή) δηλώνει fan και τους υπόσχεται τεχνική βοήθεια.

Την Κυριακή στην τακτική εκπομπή τους δύο περιπολικά τους κάνουν μπλόκο. Οι τσιλιαδόροι τους μυρίζονται έγκαιρα και φυγαδεύουν τον πομπό. Οι τεχνικές βελτιώσεις δεν θα γίνουν, το «Ράδιο του Δρόμου» δεν θα ξαναβγεί στον αέρα. Ο Κρυστάλλης ήξερε καλά τη δουλειά του…

01/04/82: Αντι-φεστιβάλ (του περιοδικού Αντί) και ένας ραδιοσταθμός γεννήθηκε με συγκεκριμένη διάρκεια ζωής. Την ευθύνη του σταθμού αναλαμβάνουν οι συντελεστές του «Ράδιο του Δρόμου».

1983 15/12/83: «Ράδιο-Αντίλαλος» στους 108,8 του περιοδικού Αντί. Ο σταθμός που δεν έχει σκοπό να αναμεταδίδει διαφημιστικά μηνύματα. Στον αέρα συνέχεια οι απόψεις του Μανώλη Αναγνωστάκη, της Δήμητρας Γαλάνη, του Ηλία Ηλιού, του Π. Κανελλόπουλου, του Λ. Κηλαηδόνη, του Δημήτρη Τσάτσου, του Διονύση Σαββόπουλου.

16/12/83: «Ράδιο-Αντίλαλος» δεύτερη μέρα στον αέρα. Ο Μπόστ γράφει και διαβάζει χιουμοριστικές ειδήσεις και ο Διονύσης παίζει ζωντανά στο πιάνο. Απ’ έξω δύο ραδιογωνιόμετρα για να εντοπίσουν το σταθμό – λες και δεν ήξεραν που ήταν – και πολύ «ασφάλεια». Απειλούν πως θα σπάσουν την πόρτα. Στο άνοιγμά της βρίσκουν τον Κώστα Ζουράρι στο πιάνο και το Διονύση Σαββόπουλο να τραγουδά. Μαζί τους ο Χρήστος Παπουτσάκης (διευθυντής του περιοδικού), οι συνεργάτες του περιοδικού και μερικοί φίλοι που συμμετέχουν στο «πάρτι» .

Ο πομπός έχει ήδη κάνει φτερά. Από τα «εγκληματικά» όργανα εκπομπής υπάρχουν κάποιες κασέτες, κάποια σκόρπια κείμενα και κανα-δυο μικρόφωνα. Υπό τη συνοδεία του πιάνου συνεχίζουν το ψάξιμο τα όργανα της τάξης. Οι καλεσμένοι του Χρήστου Παπουτσάκη δεν αποφασίζουν να διαλύσουν το πάρτι κι όταν τους το επιβάλουν ο Διονύσης ρωτά: «θα πάμε με την κλούβα ή με τα πόδια στο τμήμα;». «Με την κλούβα».

17/12/83: Ο Δημήτρης Μαρούδας (κυβερνητικός εκπρόσωπος, φωτο κάτω δεξιά) δηλώνει για το «Ράδιο-Αντίλαλος»: «Απέναντι στο νόμο δεν υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτών» .

19/12/83: Το Κ.Κ.Ε και το ΚΟΔΗΣΟ καταγγέλλουν με ανακοινώσεις τους το κλείσιμο του «Αντίλαλου».

20/12/83: «Οι παράνομοι ραδιοσταθμοί θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων», δηλώνει ο υφυπουργός συγκοινωνιών Σήφης Βαλυράκης.

28/12/83: Στην ΑΣΟΕΕ (Οικονομικό Πανεπιστήμιο) οργανώνεται «εναλλακτικό επταήμερο». Ανάμεσα στις εναλλακτικές προτάσεις και μια πρόταση για εναλλακτικό ραδιόφωνο. Στις εκδηλώσεις προσφέρονται φρούτα υπό το φως των κεριών και για 20 λεπτά όλη αυτή η ατμόσφαιρα αναπαράγεται στον αέρα μέσω ενός πομπού.

1984 14/02/84: Επωφελούμενο από το πανεπιστημιακό άσυλο, το «Ράδιο Πείραμα» βγαίνει στον αέρα από το Πάντειο με ευθύνη της φοιτητικής παράταξης «Δημοκρατικός Αγώνας»του Κ.Κ.Ε (Εσωτερικού).

Ακούγονται συνεντεύξεις φοιτητών, αναφορές στο ιστορικό των ραδιοερασιτεχνών στη Γαλλία, διαβάζονται απαγορευμένα κείμενα και παίζονται τραγούδια των Πουλικάκου, Γλέζου, Κωχ, Σαββόπυλου, Πελόμα Μποκιού, απαγορευμένα από τη λογοκρισία. Την ίδια μέρα ραδιοπειρατής καταδικάζεται σε 20 μέρες φυλάκιση. Έκανε εκπομπή για τα όμορφα μάτια μιας κοπέλας. Στην απολογία του θα πει: «Ερωτεύθηκα μια 17χρονη η οποία με εγκατέλειψε για χάρη ενός άλλου που είχε «παράνομο» ραδιοσταθμό. Προμηθεύτηκα κι εγώ ένα σταθμό για να της αφιερώνω τραγούδια».

16/02/84: Τυφλός ραδιοπειρατής καταδικάζεται σε 25 μέρες φυλάκιση από το Β’ Τριμελές Εφετείο. Ο Γιάννης Οικονομίδης είπε στο δικαστήριο: «Δεν έκανα διαφημίσεις και δεν εμπόδιζα τις επικοινωνίες, έδινα διέξοδο στην επιθυμία μου να γνωρίζω πολλούς φίλους. Παρέες δεν έχω, δεν βλέπω και δεν απολαμβάνω τίποτα. Με το σταθμό έβλεπα τον κόσμο».

17/02/84: Τρίτη μέρα για το «Ράδιο Πείραμα» του Δημοκρατικού Αγώνα που λειτουργεί στην Πάντειο και στον αέρα βγαίνει μια συζήτηση γύρω από την ελεύθερη ραδιοφωνία με τη συμμετοχή του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου, του συνθέτη Λουκιανού Κηλαηδόνη και εκπροσώπου του Αντί και της Αυγής.

Αργά το βράδυ υποχρεώθηκε σε σιγή μετά την παρέμβαση του Θεόδωρου Καραγιαννίδη, μέλους του Κ.Σ της ΕΦΕΕ και ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ., ο οποίος συνοδευόμενος από κάμποσους καμπόσους, κατάφερε να τον διαλύσει. Οι φοιτητές μαζί με τον Κηλαηδόνη τραγουδούν «είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόι».

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020


Αν είσαι παιδί των 80s ή 90s τότε σίγουρα η παιδική σου ηλικία τα έσπαγε! Μιλάμε για την εποχή της Αναγέννησης των Cartoon, που μετέτρεπε την τηλεόραση του σπιτιού σου σε φάμπρικα κατασκευής κινηματογραφικών μυαλών.
Αν είσαι και εσύ ένας από αυτούς που κράζουν τα σημερινά animation, αν πιστεύεις πως η δική σου παιδική (τηλεοπτική) ηλικία ήταν η καλύτερη ever, τότε είσαι στο σωστό μέρος.
Στη παρούσα σειρά άρθρων θα προσπαθήσω να παρουσιάσω όλες εκείνες τις σειρές κινούμενων σχεδίων (όχι δεν είναι ούτε «παιδικά» ούτε «μικι-μαου») με κριτήριο την εισαγωγική τους σκηνή, opening scene, intro ή τίτλους αρχής (όπως θέλεις πες το). Μουσική, theme, ατάκες, σκηνές δράσης, παρουσίαση χαρακτήρων και συντελεστών μέσα σε ένα μπλέντερ, με αποτέλεσμα ένα λεπτό απόλυτης εξάρτησης και παιδικού «κολλήματος».
Σημείωση: Η λίστα δεν έχει κάποια σειρά προτεραιότητας (συνηθίζω να λέω ότι στο κλαμπ των κορυφαίων, δε χωρά κορυφαίος) παρά μόνο την τιμητική παρουσία των σειρών σε αυτήν.

Teenage Mutant Ninja Turtles (1987–1996)
tmnt
Είδος Theme: Rock n Roll
Ατάκα: Heroes in a half shell, Turtle power!
Ελληνικό Όνομα Σειράς: Χελωνονιντζάκια
Leonardo, Michelangelo, Raphael, Donatello και Splinter, με άφθονη πίτσα και πολύ ξύλο στους υπονόμους του Manhattan. H μεταλλαγμένη τετράδα χελωνών, με δάσκαλο τον επίσης μεταλλαγμένο αρουραίο (που τους μαθαίνει την ιαπωνική πολεμική τέχνη ninjutsu) ως άλλοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης (από τα ονόματά τους ντε) καταπολεμούν το κακό μένοντας κρυμμένοι στο καβούκι τους (χελώνες ντε) γιατί η κακή κοινωνία δεν μπορεί να τους αποδεχθεί για αυτό που είναι.
Ίσως σε μία λίστα με τα καλύτερα animation όλων των εποχών να το έβαζα στο top 5 για πλάκα. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με λίστα των καλύτερων opening scenes… Είστε σοβαροί; Σε οποιαδήποτε λίστα για οτιδήποτε έχει σχέση με animation στα 80s και 90s αυτό είναι μέσα 100%. Μουσικάρα εικονογραφημένη με ιπτάμενες ανθρωπόμορφες χελώνες σε νίντζα κινήσεις και ανελέητη λεκτική πρόκληση στον υποχθόνιο Shredder και τα τσιράκια του.
Η σειρά για την ιστορία βασίζεται σε κόμικ το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1984 από την Mirage Studios και στην Ελλάδα, την πρώτη φορά που παίχτηκε, οι τίτλοι αρχής έπαιζαν στην αυθεντική τους έκδοση (στα Αγγλικά). Α και να μη ξεχάσω, ένα μεγάλο μποουυυυ στο Nickelodeon για την τωρινή έκδοση – έκτρωμα της σειράς.

The Real Ghostbusters (1986–1991)
ghost
Είδος Theme: Disco / Funk
Ατάκα: I ain’t afraid of no ghost, Who ya gonna call?
Ελληνικό Όνομα Σειράς: Ghostbusters
Η σειρά ακολουθεί της περιπέτειες ενός κουαρτέτου επαγγελματιών κυνηγών φαντασμάτων και της κοκκινομάλλας γραμματέως τους με όνομα Janine και κοκάλινα γυαλιά που θα ζήλευε κάθε γκομενάκι που σέβεται τον εαυτό του (thumbs up στην παραγωγή)
Εδώ έχουμε την εξής πρωτοτυπία, είναι από τις λίγες φορές που μια σειρά κινουμένων σχεδίων διαδέχθηκε μια μεγάλη live action επιτυχία ταινίας του Hollywood και όχι το αντίθετο. Το 1984 λοιπόν η Columbia και η Coca-Cola (ναι καλά διαβάσατε) κυκλοφόρησαν τη ταινία με πρωταγωνιστή τον Bill Murray, κερδίζοντας επάξια μια θέση στις πιο αγαπημένες cult κωμωδίες. Αυτό που κέρδισε όμως περισσότερο τις παιδικές καρδιές μας, ήταν το theme song το οποίο και κρατήθηκε ως opening scene στην «αυθεντική» σειρά κινουμένων σχεδίων (γι’ αυτό και το «The real» στον τίτλο). Για την ιστορία, η σειρά Ghostbusters – σκέτο (έπαιξε κι αυτή νομίζω στην ελληνική τηλεόραση) ουδεμία σχέση έχει με την ταινία. Είναι βασισμένη σε ένα show του 1975, το οποίο και
έκλεψε ενέπνευσε την Columbia.
Δυστυχώς η σειρά έπαιξε για λίγο καιρό στην ελληνική tv (σε δευτεροκλασάτα κανάλια κυρίως) και έμεινε για πάντα στα παιδικά μας μυαλά ως κάτι το μυθικά κουλ (ευτυχώς το MEGA έβαζε τη ταινία κάθε Κυριακή μεσημέρι 😛 ).

Darkwing Duck (1991-1992)
dakwing-duck
Είδος Theme: Funk / Pop (Τζακσονιά)
Ατάκα: Let’s get dangerous – Ας γίνουμε επικύνδινοι
Ελληνικό Όνομα Σειράς: Darkwing Duck
Ο Drake Mallard είναι ο εκδικητής που με τη βοήθεια της κόρης του, του έτσι της και του πιλότου-σοφέρ του (φτωχαδάκι ο δικός σου) κυνηγούν τους κακούς της πόλης St. Canard. Δηλαδή ο Batman σε μορφή παπιού, μαζί με τη παρέα του προφυλάσσουν τη Gotham City σε μία light έκδοση στον παπιό-κοσμο.
Ο μαγικός κόσμος της Disney μας προτείνει τον δικό του super-hero σε μία σειρά που μπαλατζάρει από την κωμωδία στη περιπέτεια. Το animation αποτελεί spin-off του διάσημου Ducktales (θα υπάρχει κι’ αυτό στη λίστα) και πρωτοεμφανίστηκε στο Disney Club (με το Λυκούργο και τη Καρολίνα φυσικά) χωρίς μεγάλη επιτυχία. To μόνο που μου χει μείνει από τη σειρά είναι το τραγούδι των τίτλων (με εξόφθαλμη παρωδία στον κόσμο του σκοτεινού ιππότη) κάτι που δικαιολογεί την παρουσία της σε τούτη τη λίστα.

Pinky and the Brain (1995-1998)
Pinky-And-The-Brain
Είδος Theme: Ναζιστικό Εμβατήριο
Ατάκα: Brain, Brain, Brain, Brain, Brain, Brain, Brain, Brain, Brain
Ελληνικό Όνομα Σειράς: Pinky and the Brain
Όταν ο μεγάλος Steven Spielberg αποφασίζει να δημιουργήσει ένα animation, τότε αυτό είναι καταδικασμένο να πετύχει. Ή μήπως όχι; Η Warner Bros. το 1995 αποφάσισε να συνεργαστεί με τον διάσημο παραγωγό σε μία σειρά κινουμένων σχεδίων περισσότερο για… μεγάλα παιδιά. Το intro που σατιρίζει την εικόνα των villains υπό τους ήχους του echo «Brain, Brain, Brain, Brain», έχει μείνει χαραγμένο για πάντα στις εφηβικές μας ψυχές.
Ο Pinky και ο Brain είναι δύο ποντίκια που έχουν γενετικά βελτιωθεί σε κάποιο αμερικάνικο εργαστήριο. Ο Brain είναι εγωκεντρικός και δολοπλόκος (το Μυαλό) με τον Pinky να αποτελεί το alter ego του (καλοκάγαθος και γκαφατζής). Στόχος του πρώτου να χρησιμοποιήσει, ως άλλος μοντέρνος καπιταλιστής – δικτάτορας, τον δεύτερο για τα καταχθόνια σχέδιά του (να κατακτήσει τον κόσμο), τα οποία συνήθως αποτυγχάνουν λόγω κωμικών συγκυριών.
Η σειρά ως επί το πλείστον σατίριζε διάσημες ταινίες και βιβλία ενώ παίχτηκε στην Ελλάδα από το STAR, βραδινές ώρες με υπότιτλους.

G.I. Joe (1983-1986)
gi-joe-psa-o
Είδος Theme: Ούτε αυτοί ξέρουν
Ατάκα: He’ll fight for freedom where ever there’s trouble.
Ελληνικό Όνομα Σειράς: Τζιατζο
Οι Αμερικανοί (ή Αμερικάνοι, όπως προτιμάτε) είναι οι καλοί και πολεμούν τους κακούς αυτού του πλανήτη για να διαφυλάξουν την ειρήνη (κάνοντας πόλεμο). Οι Αμερικανοί είναι κομάντα με μούσκουλα, ωραία μουστάκια και μπορούν να σκοτώσουν τον οποιονδήποτε (άσχημο) κακό μόνο με τη χρήση των χεριών τους. Και μετά απορείτε γιατί είμαστε αμερικανοθρεμένοι…
Η όλη συνωμοσιολογία έχει ακόμα πιο βαθιά τις ρίζες της για την ύπαρξη αυτού του animation. Πίσω από το franchise είναι η Hasbro (εταιρία παιχνιδιών) και η Marvel που έκαναν τη σειρά με σκοπό να προωθήσουν ($$$) τις φιγούρες των ηρώων (δε πιστεύω κάποιος από εσάς να μην είχε έστω μία).
Η σειρά είχε miniseries, τηλεταινίες και ολόκληρες σεζόν. Ένα όμως έμεινε ίδιο, το Intro της. Βγαλμένο από τα τις καλύτερες run-n-gun περιπέτειες του Hollywood δεν ήθελε και πολύ
να καυλ να ψήσει ένα παιδί. Δημοφιλές δώρο πάσχα (με λαμπάδα) για κάθε νονό που ήθελε το βαφτιστήρι του να σμιλέψει τον ανδρισμό του.
 Πηγη-filmakias.gr

Η playlist με τις μεγαλυτερες Italo Disco επιτυχιες των 80s & 90s!



Φτιάξαμε για εσάς, μία playlist με τις μεγαλύτερες Italo Disco επιτυχίες των 80s & 90s. Οι λάτρεις του είδους θα απολαύσουν μεγάλες επιτυχίες από τους: Modern Talking, ABBA, Duran Duran, Talk Talk, Asia, Chicago, Roxette και πολλούς άλλους.
Πατήστε το play και σηκωθείτε να χορέψετε!


Αφιερωμα στο 90’s metal

Τελείωσε λοιπόν το αφιέρωμα στα τιμημένα 80’s, όπως συνηθίζουμε να λέμε και βλέποντας την πολύ μεγάλη ανταπόκριση που είχε, είπαμε να συνεχίσουμε το αφιέρωμα και στην επόμενη δεκαετία, στα 90’s. Εδώ πλέον, έχουμε πληθώρα κυκλοφοριών κάθε χρόνο κι εκεί που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν 60-70 δίσκοι που έβγαιναν το χρόνο, πλέον ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάζεται. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, κάποιοι θα μένουν έξω, ώστε να μένουν γύρω στους 130-150 ανά έτος. Κλασικά, η σειρά θα είναι αλφαβητική και για λόγους ευκολίας όλων μας, θα χωρίζεται κάθε έτος σε 3 ή 4 μέρη. Όπως και να έχει όμως, το εγχείρημα είναι πολύ τολμηρό και μία τέτοιου είδους καταγραφή, όπως και της περασμένης δεκαετίας, απαιτεί πολύ κόπο και οργάνωση. Ελπίζουμε να αποδειχθεί τόσο πετυχημένο αλλά κι ευκολοδιάβαστο. Ξεκινάμε λοιπόν, με το πρώτο μέρος του αφιερώματος στο 1990, με την χαρακτηριστική κασέτα που είχαμε κάποτε στο έντυπο, να έχει αντικατασταθεί από λίστα Spotify.
AC/DC – “The razors edge” (ATCO)
Μόλις 2 χρόνια μετά το “Blow up your video” και στον κόσμο των AC/DC λες και είχαν έρθει τα πάνω, κάτω. Μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, η μπάντα είχε ανακτήσει το εμπορικό της εκτόπισμα, με ένα επιτυχημένο άλμπουμ, μια μεγάλη περιοδεία, αλλά παράλληλα αντιμετώπιζε διάφορες δυσκολίες εντός. Από την μια ο Malcolm ήταν αντιμέτωπος με τον αλκοολισμό, ο Simon Wright θα μεταπηδούσε στους DIO, ενώ ο Brian Johnson θα είχε περιπέτειες με τον γάμο του, που τον οδήγησαν σε διαζύγιο. Πώς μετά από τόσες δυσκολίες, να είσαι συγκεντρωμένος; Εκεί έρχεται η ιδιοφυία των αδερφών Young, αλλά και η καθοδήγηση των Mike Fraser και Bruce Fairbairn. Μια συνταγή συνεργασίας που έμελλε να συνεχιστεί, ιδιαίτερα με τον πρώτο, αφού εξακολουθεί να μιξάρει τα άλμπουμ τους μέχρι και σήμερα! Το “The razors edge” είχε ήχο που έκοβε σαν ξυράφι, γυαλισμένος, πριμάτος και άκρως εμπορικός. Ως άλμπουμ έφτασε πολύ ψηλά, αγγίζοντας την κορυφή σε ΗΠΑ και Βρετανία, ενώ απέδειξε ότι οι AC/DC είναι διατεθειμένοι να μας παιδεύουν και στην επερχόμενη δεκαετία.. Μετά από πολλά χρόνια επανήλθαν απανωτές τραγουδάρες μέσα στον ίδιο δίσκο, αφού μετά το “Back in black” μόνο 1 ή 2 συνθέσεις ξεχώριζαν στο κάθε άλμπουμ. Μια γκάμα από ύμνους όπως το αξεπέραστο “Thunderstruck”, το επιθετικό “Fire your guns”,  το “Moneytalks” που έγινε το πρώτο τοπ-30 χιτάκι τους, το ομώνυμο “The razors edge” που σου κολλάει, αλλά και το “Mistress for Christmas” που θυμίζει τους πονηρούς στίχους του παρελθόντος και που σε έκανε να χαμηλώνεις την ένταση, για να μην ακούσουν οι γύρω σου. Η καλύτερή τους δουλειά από το 1981, κάτι που για πολλά χρόνια θα αναπολούσαμε.
ALICE IN CHAINS – “Facelift” (Columbia)
Στην αυγή της δεκαετίας, μια από τις μπάντες που άλλαξε καθοριστικά τον ήχο της rock μουσικής, οι ALICE IN CHAINS κυκλοφορούν το πρώτο τους album, με τίτλο “Facelift”. Αν και πλέον η ιστορία έχει αποτιμήσει ως μνημεία όλους τους δίσκους που τραγούδησε ο Layne Staley, έχει ιδιαίτερο νόημα να αντιληφθούμε ότι το ντεμπούτο του σχήματος είναι μια περίπτωση που σπανίζει. Με ολότελα δικό τους ήχο και προσωπικό στυλ στο “Facelift”, οι AIC επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που μπορεί να ροκάρει μια γενιά που παρτάρει για δύο δεκαετίες τώρα. Ο πόνος και η αυτοκαταστροφή αγκαζάρουν τις blues επιρροές του Jerry Cantrell στα “Sea of Sorrow”, “It Ain’t Like That”, ενώ ο Staley καταθέτει την ίδια του την ζωή σε κομμάτια όπως “Bleed The Freak”, “Love, Hate, Love” , “Man in the Box”. Καμία μέτρια στιγμή, δίσκος-όλεθρος για το metal (είπαν κάποιοι που ζουν στα χαρακώματα των ειδών), κάπου εδώ καλωσορίσαμε το grunge στην ζωή μας.
ANACRUSIS – “Reason” (Active)
Ήταν ηλίου φαεινότερο πως η είσοδος των 90’s θα προσέδιδε έναν αέρα ανανέωσης στο “κουρασμένο” heavy metal. Η δυναμική του thrash είχε αρχίσει να υποχωρεί, το death metal άνοιγε τα φτερά του, οι νέες προσμίξεις με αταίριαστα και εχθρικά για πολλούς με τη νοοτροπία του heavy metal είδη, δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνιση τους… Οι ANACRUSIS είχαν φροντίσει από τα mid 80’s να δημιουργήσουν ένα σχετικό impact στους κύκλους του Αμερικανικού underground, αρχικά με demos κι εν συνεχεία μα το πρώτο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ “Suffering hour”. Οι επιταγές της εποχής ήθελαν το thrash να κερδίζει την μερίδα του λέοντος στη νεαρότερη μερίδα των μουσικών και κάπως έτσι το δισκογραφικό ταξίδι του mainman κιθαρίστα/τραγουδιστή Kenn Nardi ξεκινά με μπόλικα κλισέ, τραχύ ήχο αλλά και ένα τσουβάλι φιλοδοξίες και όνειρα.
Με το “Reason” άρχιζαν να τους μπαίνουν “δαιμόνια”… Ηχητικής φύσεως, βεβαίως βεβαίως. Θα μπορούσαν να οδεύσουν προς το death metal, ικανοποιώντας το πιο die hard ακροατήριο τους, εκείνοι όμως επέλεξαν να εμπλουτίσουν τον μουσικό τους καμβά με απότομα/απρόβλεπτα κοψίματα, αντισυμβατικούς ρυθμούς και τεχνικής φύσεως αλλαγές που ο μέσος μεταλλάς δυσκολεύονταν αισθητά να τα κάνει κτήμα του. Το παρατηρούσες από το εξώφυλλο, μπορούσες να το διαπιστώσεις διαβάζοντας ορισμένους τίτλους κομματιών όπως “Misshapen intent ”, “Child inside”, “Quick to doubt”, ή ακόμα ακόμα εμβαθύνοντας στο στιχουργικό τους  υπόβαθρο. Η όλη ατμόσφαιρα “μύριζε” obscurίλα… Μπάσο με ενεργητικότατη συμμετοχή, ερεβώδη/βιτριολικά φωνητικά και κιθαριστικά εμβαπτισμένα στην κολυμπήθρα του απρόβλεπτου, του μη αναμενόμενου. Εκτός κουτιού εν ολίγοις από έναν Nardi που διέθετε πυγμή και όραμα, προκειμένου να οδηγήσει τους ANACRUSIS στην ποθούμενη γη της επαγγελίας.
Προοδευτικό metal με thrash αποκλίσεις, στριφνό, πολύπλοκο ως σύλληψη αλλά εμπνευσμένο και καλοεκτελεσμένο, με την ανάλογη μουντή παραγωγή και τουλάχιστον πέντε συνθέσεις (“Stop me”, “Not forgotten”, “Silent crime”, “Afraid to feel”, “Quick to doubt”) να κερδίζουν στο νήμα τις υπόλοιπες. Η νέα εποχή των Αμερικανών εγκαινιάστηκε με το “Reason” και θα εξελιχθεί/κορυφωθεί στα επόμενα “Manic impressions” και “Screams and whispers”. Όσοι βλέπετε μαζεμένα τους κάτωθι “σεσημασμένους” ψυχάκηδες (VOIVOD, MEKONG DELTA, DEPRESSIVE AGE, CORONER, πρώιμοι SIEGES EVEN, CONFESSOR) καλώς ορίσατε στον μαγικό κόσμο των ANACRUSIS…
ANNIHILATOR – “Never, neverland” (Roadrunner)
Το “Alice in hell” ήταν μία τεράστια επιτυχία για τους Annihilator και όταν ένα συγκρότημα γίνεται γνωστό με την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, οι απαιτήσεις για την επόμενη είναι τεράστιες. O Jeff Waters έπρεπε πρώτα όμως να λύσει ένα πρόβλημα πριν ξεκινήσει τις διαδικασίες του διάδοχου άλμπουμ του “Alice in hell”. Η αποχώρηση του Randy Rampage, ο οποίος έφυγε για να επιστρέψει στην παλιά του εργασία στο λιμάνι του Vancouver, άφησε κενή την θέση του τραγουδιστή. Ο Waters βρήκε τον αντικαταστάτη του Rampage στο πρόσωπο του Coburn Pharr, γνωστό για το πέρασμα του από τους OMEN. Με μία φρέσκια φωνή στο οπλοστάσιό του, o Waters επιστράτευσε το βαρύ οπλοστάσιο του από riffs, ανελέητα solos, μεγάλα refrain, ανεξάντλητο και άγριο shredding και την ιδέα ενός prequel για την αληθινή ιστορία της μικρής Alice. Το αποτέλεσμα ήταν στην αρχή της τότε νέας δεκαετίας να βγει το διαμάντι του speed thrash, “Never, neverland”. Από που να το πιάσουμε και που να το αφήσουμε! Να μιλήσουμε για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά riff όλων των εποχών που ακούμε στο τραγούδι “Fun palace” ή για την αλκοολική ταχύτητα που είναι εμποτισμένη στο “Road to ruin”; Θέλετε μήπως να αναφερθούμε στο solo του “Stone wall”, στην τρέλα του “Phantasmagoria” ή στον συναισθηματισμό του “Never, neverland”; Το “Never, neverland” είναι απλά ένα αριστούργημα. Και για να καταλάβουμε ποια είναι η διαφορά του με το επίσης εξαιρετικό “Alice in hell”, αρκεί να το δούμε με την εξής οπτική γωνία.. To “Alice in hell” έκανε τους ANNIHILATOR γνωστούς σε όλο τον κόσμο. To “Never, neverland” τους έκανε τεράστιους.
ANTHRAX – “Persistence of time” (Megaforce)
Όταν κυκλοφόρησε αυτό το άλμπουμ, νούμερο 1 στις ΗΠΑ ήταν ο M.C. HAMMER, που άντεξε για 10 εβδομάδες εκεί, μην επιτρέποντας στους POISON να τον εκθρονίσουν. Η τάση της ροκ μουσικής άλλαζε και το ίδιο ίσχυε για το thrash. Οι ANTHRAX και ο ιθύνων νους, Scott Ian, ανέκαθεν αφουγκραζόταν και αφομοίωναν στην μουσική τους, τις μόδες οπότε δεν ήταν έκπληξη η πιο σκληρή προσέγγιση που έδειξαν στο “Persistence of time”. Αυτό που εξέπληξε εν έτη 1990, ήταν η αποβολή του χιουμοριστικού ύφους που είχαν ενστερνιστεί παλαιότερα και οι πιο βαθυστόχαστοι, πολιτικοκοινωνικοί στίχοι τους. Με την εμπορική επιτυχία που είχαν γνωρίσει, ήρθαν και διάφορες απογοητεύσεις, που άλλαξαν και την διάθεσή τους. Ακόμα χειρότερα έκανε τα πράγματα, η καταστροφή της φωτιάς που ξέσπασε στο στούντιο που ηχογραφούσαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον εξοπλισμό τους. Το άλμπουμ, μουσικά και στιχουργικά ήταν πολύ πιο σκοτεινό και τραχύ, κάτι που δεν συμβάδιζε με τα φωνητικά του Belladona. Αυτό είχε επιφέρει τρομερές εντάσεις στο εσωτερικό των ANTHRAX, οπότε η αντικατάσταση του τραγουδιστή τους, ήταν θέμα χρόνου. Ευτυχώς όμως, το “Persistence…” εξακολουθεί να είναι μια ακόμα μουσική επιβεβαίωση της ποιότητας των Αμερικάνων thrashers, όπως και καθένα από τα προηγούμενα 4 άλμπουμ τους. Η μπάντα εκσυγχρονίστηκε στυλιστικά, στιχουργικά και μουσικά, με επαγγελματικές, συνειδητές κινήσεις και κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να μεγαλώσουν στην αρχή της νέας δεκαετίας. Με το ένα πόδι στις ταχύτητες του παρελθόντος (“Time”, “Gridlock”) αλλά και στις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες τους (“In my world”) οι ANTHRAX διαφοροποιούνται περισσότερο στο κιθαριστικό μέρος, με χαμηλά κουρδίσματα και πιο γεμάτο ήχο και παρουσιάζουν τα πρώτα ψήγματα αυτού που θα ακολουθήσει μελλοντικά (“H8 red”). Δεν νομίζω να μην βρίσκεται στην δισκοθήκη οποιουδήποτε αγαπά το συγκρότημα, αφού είναι δισκάρα, αλλά και ιστορικά είναι το πρώτο τους βήμα στον ήχο που κουβαλάνε μέχρι σήμερα. Τραγούδια όπως η διασκευή του “Got the time”, το φοβερό “Keep it in the family” ανάγονται σε κλασικές τους στιγμές, ενώ το “Belly of the beast” είναι από τις καλύτερές τους συνθέσεις. Κλείνοντας να αναφέρουμε πως εδώ εμφανίζεται και ο Paul Crook, ως τεχνικός κιθάρας του Dan Spitz, που αργότερα αντικατέστησε τον τελευταίο.
ATOM SEED – “Get in line” (London)
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μια καινούργια δεκαετία πρόκειται να ανατείλει και ο σκληρός ήχος πέρα ότι έχει αρχίσει να γίνεται πολύπλευρος -θυμίζω ότι η σκηνή του εναλλακτικού ήχου είναι προ των πυλών, βλέπουμε ότι τα ηνία πλέον τη metal μουσικής τα κρατά η Αμερική, ξεκάθαρα.
Η Βρετανία, μια χώρα που για δεκαετίες  υπήρξε μια τεράστια κοιτίδα  του metal, στα τέλη των 80’s δείχνει φτωχή όχι μόνο να ανταγωνισθεί την Αμερική και την πληθώρα  των φρέσκων  συγκροτημάτων της  αλλά και να παρουσιάσει κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον.
Οι ATOM SEED κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους σε μια  εποχή που η εμφάνιση των FAITH NO MORE είχε καταφέρει ήδη να προκαλέσει αίσθηση και το funk metal είχε ήδη αρχίσει να προβάλλεται από τον τύπο.
Ακούγοντας το “Get in line” μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει ότι η μεγάλη επιρροή της μπάντας δεν είναι άλλη από τους FNM (ήταν και στην ίδια δισκογραφική εταιρία μεταξύ άλλων)  και οι εξαιρετικές κριτικές από τον Βρετανικό τύπο είχε να κάνει εν μέρει για την μουσική της μπάντας αλλά περισσότερο νομίζω για να μπορέσει να καθιερωθεί κάποιο σχήμα από το νησί.
Ακούγοντας τον δίσκο μετά από  τόσα χρόνια είναι αλήθεια ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν  πολύ καλό album του είδους που υπηρετούσαν  και συνθέσεις σαν τα “Get in line”, “What you say”, “Shake that thing” και ”What?” έχουν την ικανότητα να ακούγονται και φρέσκες αλλά και συνάμα ενδιαφέρουσες.
Το “Get in line”ήταν εν τέλει ένας ενδιαφέρον  δίσκος που αντιπροσωπεύει επάξια την εποχή του και το βραχύβιο funk metal κίνημα. Για την ιστορία  οι ΑΤOM SEED εξαφανίσθηκαν τόσο γρήγορα όσο και εμφανίσθηκαν.

Πηγη-rockhard.gr

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Ένα μέρος της συναυλίας του Mike Oldfield στον Λυκαβηττό τον Ιούλιο του 1981 (audio)


Ντάλα καλοκαίρι του 1981 και συγκεκριμένα στις 16 & 17 Ιουλίου, ο Mike Oldfield έδωσε δύο εξαιρετικές συναυλίες στο θέατρο του Λυκαβηττού. Η ηχογράφηση που παρουσιάζουμε είναι από την κονσόλα και κυκλοφορεί σε bootleg cd με τίτλο Athens Ruins. Δυστυχώς μόνο ένα μέρος της συναυλίας έχει διασωθεί. Κάποιοιες πηγές υποστηρίζουν οτι ειναι από τη συναυλία της Πέμπτης 16/7/81 και αλλές οτι είναι από αυτή της επόμενης μέρας. Μικρή σημασία έχει ...
Setlist:
0:00:08 Incantations Pt 3 & 4
0:11:05 Conflict
0:16:36 Ommadawn Pt 1
0:40:05 Tubular Bells Pt 1 (Cut)
Line Up:
Mike Oldfield - Electric Guitar, Bass guitar, Acoustic Guitar,
Maggie Reilly - Vocals Morris Pert - Drums, Percussion, Vibraphone, Glockenspiel
Mike Frye - Drums, Percussion, Vibraphone, Glockenspiel
Rick Fenn - Bass guitar, acoustic guitar, electric guitar
Tim Cross – Keyboards, Synthesizer 
Πηγη-merlinsmusicbox.gr

The Last Drive Files: H συναυλία των Last Drive με τον Peter Zaremba στο Ρόδον, 1 Απριλίου 1988 (audio)


Πρωταπριλιά του 1988 και οι Last Drive που μόλις είχαν κυκλοφορήσει το album Heatwave, ανέβηκαν στη σκηνή του Ρόδον για να το παρουσιάσουν. Κάποια στιγμή στη σκηνή βρέθηκε μαζί τους και ο Peter Zaremba (Fleshtones) που είχε κάνει την παραγωγή του Heatwave. Ακούστε τι σημαίνει κολασμένο Rock 'n' Roll και δείτε ένα φωτογραφικό αφιέρωμα σε εκείνη τη βραδιά.
Setlist
The Last Drive
0:00:00 Gone, Gone, Gone
0:02:52 I Love Cindy
0:05:32 Poison
0:08:21 The Shade of Fever
0:11:50 The Bad Roads
0:15:58 Baby, It's Real
0:18:39 Valley of Death
0:21:56 Blue City Shores
0:25:27 Joe Esposito's Gun
0:28:52 Heatwave
0:31:34 Pa pa ooh mau mau
0:33:05 Surfin' Bird
The Last Drive featuring Peter Zaremba0:34:40 Way Down South
0:38:52 California Sun
0:40:53 Ain't That Lovin' You, Baby
0:42:48 Cara Lin
0:46:03 Have Love, Will Travel
0:49:13 Screaming Skull
0:52:43 Tobacco Road
0:56:30 Ring of Fire

Rolling Under #14
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο των Drive εκτός από το απόκομμα του Rolling Under #14 που προέρχεται από το αρχείο του φίλου και συνεργάτη μας Θανάση Ζελιαναίου και τις δύο όψεις της κάρτας που δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του Merlin's Music Box 


Πηγη-merlinsmusicbox.gr

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

“Conscience. That stuff can drive you nuts”

Λέει ο Terry Malloy(Marlon Brando)  που καταθέτει  εναντίον  του συνδικάτου του στο  “On The Waterfront”. Η ατάκα αυτή που λέει ο Brando είναι και το κεντρικό νόημα της ταινίας όπως και το κεντρικό νόημα της ιστορίας πίσω απ’ την ταινία. Την ταινία αυτή ο Kazan την σκηνοθέτησε το 1954 αφού είχε συμφωνήσει να καταθέσει στο House Un-American Activities Committee, έτσι έδωσε τα ονόματα  πρώην συναδέλφων  του μέλη του τότε κομμουνιστικού κόμματος και ο αριστερός κόσμος τον έβαλε στο μάτι. Το On the Waterfront , μεταξύ άλλων, ήταν για τον Kazan ένας τρόπος να δικαιολογήσει τον εαυτό του για την απόφαση του να καταθέσει. Σε κάποια στιγμή στην ταινία το αφεντικό του συνδικάτου Johnny Friendly ( Lee J. Cob ) φωνάζει στον Terry “You ratted on us Terry”. Σ’ αυτό το σημείο ο χαρακτήρας του Brando απαντά “I’m standing over here now. I was rattin’ on myself all these years. I didn’t’t even know it”. Εδώ αντανακλάται η πεποίθηση του Kazan ότι ο κομμουνισμός ήταν ένα κακό που έπρεπε να σταματήσει. Ειδικότερα άμα πάρει κανείς υπόψη την αυτοβιογραφία του Kazan όπου ανοίγεται σχετικά με το γεγονός ότι η ταινία κέρδισε 8 Όσκαρ. “I was tasting vegeance that night and enjoying it. On the Waterfront was my own story, every day I worked on that film, I was telling the world where I stood and my critics to go and **** themselves”.


Η ιδέα για την δημιουργία της ταινίας προέκυψε τον Απρίλιο του 1948, αφότου ο σεναριογράφος Μπαντ Σούλμπεργκ διάβασε μια σειρά άρθρων που είχαν δημοσιευτεί από την εφημερίδα The New York Sun και έριχναν φως στη διαφθορά και στα κρούσματα οργανωμένου εγκλήματος που μάστιζαν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Ο συγγραφέας των εικοσιτεσσάρων αυτών άρθρων ήταν ο δημοσιογράφος Μάλκολμ Τζόνσον και η δημοσίευσή τους του εξασφάλισαν το Βραβείο Πούλιτζερ, εκείνη τη χρονιά. Ο Σούλμπεργκ σκέφτηκε ότι το θέμα, που πραγματεύονταν τα άρθρα, θα ήταν ιδανικό για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Ο Αντονι Ντι Βιντσέντζο, ο οποίος κατέδωσε στις αρχές τη σπείρα των κακοποιών του λιμανιού, ήταν το άτομο που ενέπνευσε τον Σούλμπεργκ να δημιουργήσει τον ρόλο του Τέρι Μαλόι, που αργότερα ερμηνεύτηκε από τον Μάρλον Μπράντο.


ο Μάρλον Μπράντο τιμήθηκε με το πρώτο του Όσκαρ πρω
ταγωνιστικού ρόλου. Πρέπει να ξεκινήσει κανείς εδώ από τον Μπράντο, για τον οποίο φυσικά και έχουν γραφτεί διθύραμβοι γενικά, και ειδικά για το φιλμ, και μπροστά στον οποίο κι εμείς θα υποκλιθούμε βαθιά, διόλου πρωτοτυπώντας. Ο Μπράντο σηκώνει κυριολεκτικά στην πλάτη του «Το Λιμάνι της Αγωνίας». Όχι μόνο οι ατάκες του είναι εμβληματικές, αλλά και η σωματικότητα, η ματιά, το περπάτημά του, είναι οι μάρτυρες μια ψυχοσύνθεσης απύθμενα εμπλεκόμενης σε ατέρμονα διλήμματα και βαθιά προσωπικά αδιέξοδα και πόνους. Η κλιμάκωση των συναισθημάτων του είναι μαθηματικά ακριβής, χωρίς υπόλοιπα και περισσεύματα. Συμπαρασύρει έτσι όλη την ιστορία και τεκμηριώνει τα γενόμενα. Ενώ η πρώτη επιλογή για τον ρόλο ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, τελικά Τέρι Μαλόι έγινε ο Μπράντο, ο οποίος ήταν ήδη star, αλλά εδώ πλέον η φήμη του και ως ηθοποιού απογειώθηκε. Είναι καταπληκτικός. Πέρα από εκείνον, η ταινία τιμήθηκε με ακόμη επτά βραβεία Όσκαρ, ενώ είχε μάλλον περιορισμένο budget και τα γυρίσματα διήρκεσαν μόνο για 36 μέρες.


Με πρωτόγνωρο για την εποχή και τα δεδομένα του χολιγουντιανού σινεμά της εποχής ρεαλισμό, ο Καζάν μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το μικρόκοσμο του λιμανιού του Χομπόκεν σκιαγραφώντας κάθε του λεπτομέρεια με μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, ενώ χρησιμοποίησε την υποκριτική Μέθοδο του Λι Στράσμπεργκ προκειμένου να αποσπάσει εξαιρετικές νατουραλιστικές ερμηνείες από σύσσωμο το καστ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τόσο η πρωτοεμφανιζόμενη Εβα Μαρί Σεντ, όσο και οι Ροντ Στάιγκερ, Τζέι Λι Κομπ και Ροντ Στάιγκερ ήταν υποψήφιοι για Οσκαρ στους δεύτερους ρόλους, αν και τελικά μόνο η πρώτη κατάφερε να κερδισει το χρυσό αγαλματίδιο. Κι αν το «Λεωφορείον ο Πόθος» ήταν η αποκάλυψη ενός ηφαιστειώδους υποκριτικού ταλέντου με το όνομα Μάρλον Μπράντο, το «Λιμάνι της Αγωνίας» ήταν η θριαμβευτική επιβεβαίωσή του, με μια ερμηνεία που έκτοτε αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλες τις γενιές που ακολούθησαν και χωρίς την οποία ενδεχομένως να μην υπήρχε το επερχόμενο κύμα των αντι-ηρώων που ακολούθησε (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, Αλ Πατσίνο. Ντάστιν Χόφμαν και Τζακ Νίκολσον).



Πηγη-flix-Wikipedia-K.O.P.I kinimatografiki omada panepistimioy ioanninon-Freecinema.gr

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

ESQUIRES - kathe mera pou pernaei.wmv

The Juniors - Special 65 yanka



Γουίλιαμ Χόλντεν:Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 ήταν ο πιο επιτυχημένος ηθοποιός στο Box-Office, καθώς βρισκόταν στη λίστα με τους δέκα εμπορικότερους σταρ για πέντε συνεχόμενα χρόνια (1954-1958) κάτι που επανέλαβε και το 1961.


Ήταν ωραίος ο ηθοποιός ο Γουίλιαμ Χόλντεν, είχε το αναπόφευκτο μερίδιό του σε βάσανα, μεγαλύτερο των οποίων ο χρόνιος αλκοολισμός του που άφησε πολύ νωρίς σημάδια πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Στην «Άγρια Συμμορία», η στεγνή, γεμάτη κούραση φυσιογνωμία δεν είναι πάνω από 50 ετών και το μεγαλύτερο κομμάτι δεν οφείλεται σε make up.

Οφείλει πολλά στην Μπάρμπαρα Στάνγουϊκ για την καριέρα του και στο πρόσωπο της ίδιας, σε μια από τις συγκινητικότερες στιγμές των όσκαρ, κατά την διάρκεια της παραλαβής του δικού της τιμητικού βραβείου το 1982, θα δεις την θλίψη για τον πριν λίγους μήνες χαμό του καλού της φίλου. Ο οποίος χαμός είναι από μόνος του αξιοσημείωτα (τραγικά) ανεκδοτολογικός καθώς ο Χόλντεν, σύμφωνα με την αυτοψία, μάλλον πιωμένος, γλίστρησε μέσα στο σπίτι του, χτύπησε το κεφάλι του και βρέθηκε τέσσερεις μέρες αργότερα.

Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος, το 1939, ήταν εκείνος ενός βιολιστή που ήθελε να γίνει πυγμάχος, στην ταινία του Ρούμπεν Μαμούλιαν Golden Boy. Οι παραγωγοί της ταινίας ήταν αρχικά δυσαρεστημένοι με την ερμηνεία του Χόλντεν και ήθελαν να τον απολύσουν, αλλά η παρέμβαση της συμπρωταγωνίστριάς του Μπάρμπαρα Στάνγουικ απεδείχθη σωτήρια. Η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και ο Χόλντεν έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους. Τριάντα εννιά χρόνια αργότερα, όταν η Στάνγουικ και ο Χόλντεν κλήθηκαν να παρουσιάσουν ένα βραβείο στην 50η τελετή των όσκαρ, ο Χόλντεν σταμάτησε την παρουσίαση των υποψηφίων για να ευχαριστήσει δημοσίως τη Στάνγουικ για το γεγονός ότι του έσωσε την καριέρα.[14] Την επιτυχία του Golden Boy ακολούθησε η συμμετοχή του στη μεταφορά του θεατρικού του Θόρντον Γουάιλντερ, Η μικρή μας πόλη (Our Town, 1940). Την επιτυχία ακολούθησε η ξαφνική πτώση, όταν η εταιρία Columbia αγόρασε μέρος του συμβολαίου του και αναγκάστηκε να λαμβάνει μέρος σε ταινίες αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας τόσο της Columbia, όσο και της Paramount.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπίλι Γουάιλντερ, είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες για τα γυρίσματα της ταινίας Η Λεωφόρος της Δύσης (Sunset Boulevard) και είχε γράψει το ρόλο του ζιγκολό Τζο Γκίλις για το Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ο Κλιφτ που είχε συμφωνήσει να αναλάβει το ρόλο τον απέρριψε την τελευταία στιγμή, δίνοντας την ευκαιρία στο Χόλντεν να πάρει τη θέση του. Η ταινία αυτή, που πλέον χαρακτηρίζεται ως μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, το οποίο έχασε από το Χοσέ Φερρέρ για την ταινία Συρανό ντε Μπερζεράκ (Cyrano de Bergerac, 1950). Η επιτυχία της ταινίας του εξασφάλισε τη συμμετοχή σε μια σειρά αξέχαστων ταινιών, στις οποίες υποδυόταν τον κυνικό και περιθωριακό ήρωα. Ακολούθησε η ταινία Γεννημένη Χθες (Born Yesterday, 1950), πλάι στο πλευρό της Τζούντι Χόλιντεϊ. Το 1953 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ Ο καταδότης του θαλάμου 17 (Stalag 17), όπου υποδυόταν έναν αιχμάλωτο του πολέμου. Η ταινία αυτή τον βοήθησε να κερδίσει το όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, κατατροπώνοντας τους Μπαρτ Λάνκαστερ και Μοντγκόμερι Κλιφτ υποψήφιοι αμφότεροι για την ταινία Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here To Eternity, 1953). Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στην αμφιλεγόμενη ταινία του Ότο Πρέμινγκερ Το Γαλάζιο Φεγγάρι (The Moon Is Blue, 1953). Το 1954 τον βρήκε να πρωταγωνιστεί σε τέσσερις ταινίες, με πρώτη τη συνεργασία του, για 3η φορά με τον Μπίλι Γουάιλντερ στην ταινία Γλυκιά μου Σαμπρίνα (Sabrina, 1954). Συμπρωταγωνιστές του στην ταινία αυτή ήταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και η Όντρεϊ Χέπμπορν. Πρωταγωνίστησε σε δυο ταινίες πλάι στη Γκρέις Κέλι με κυριότερη τη Χωριατοπούλα (Country Girl, 1954), στο ρόλο ενός θεατρικού σκηνοθέτη, καθώς και στο Οι γέφυρες του Τόκο-Ρι (The Bridges at Toko-Ri, 1954). Ξανασυνεργάστηκε επίσης με τη φίλη του Μπάρμπαρα Στάνγουικ στην ταινία Ο πύργος των φιλόδοξων (Executive Suite, 1954). To 1955 πρωταγωνίστησε στη μεταφορά του θεατρικού έργου του Γουίλιαμ Ινγκ Πικ-νικ (Picnic) καθώς και στο μελόδραμα Έκσταση και πάθος (Love Is a Many-Splendored Thing). Στα γυρίσματα της ταινίας Έκστασις και πάθος συγκρούστηκε με την συμπρωταγωνίστριά του Τζένιφερ Τζόουνς. Ακολούθησε η συμμετοχή του στο επικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι το 1957 και η συμμετοχή του στην ταινία του Κάρολ Ριντ Το κλειδί (The Key, 1958) στο πλευρό της Σοφία Λόρεν.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60' το άστρο του άρχισε να δύει, καθώς αναγκάστηκε από τις κινηματογραφικές εταιρίες να αναλάβει ρόλους σε αδιάφορες ταινίες, όπως το Καυτό Παρίσι (Paris When It Sizzles, 1964), πλάι στην Όντρεϊ Χέπμπορν.

Ας δούμε μερικές ταινίες που σχηματίζουν το δικό του όνομα, το γραμμένο με μεγάλα γράμματα για περισσότερα από είκοσι ένδοξα χρόνια της κινηματογραφικής ράμπας.


Πηγη-cinemagazine.gr-Wikipedia




«Η Λεωφόρος της Δύσεως» (Sunset Boulevard, 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ
Ως τότε ο Χόλντεν δούλευε εξοντωτικά με ρυθμό 3-4 ταινιών τον χρόνο, είχε υπηρετήσει στον πόλεμο και χρονολογούσε το πρωταγωνιστικό του ντεμπούτο στο σημαδιακό «Golden Boy» του ’39 του Μαμούλιαν που υποδυόταν έναν πυγμάχο. Εκεί είχε γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με την Στάνγουϊκ. Έπρεπε να περιμένει έντεκα χρόνια να βρει τον Γουάιλντερ στον δρόμο του. Με τον ρόλο του Τζο Γκίλις, στο εκθαμβωτικό αυτό έργο, ο ρόλος αποκτούσε το κύρος της ελαφρύτητας που βαίνει προς την αυτοεξολόθρευσή της, το βάρος της εξάσκησης επιρροής πάνω σ’ έναν άνθρωπο της οποίας επιρροής το αποτέλεσμα δεν μπορείς να ελέγξεις. Ο Χόλντεν ήταν εντυπωσιακός, άντεχε στο ίδιο κάδρο με την αβανταρισμένη και εκτυφλωτική Σβάνσον, δάνειζε κι ένα στεγνό  voice over από εκείνα τα μέγιστα της εποχής. Από εδώ εκτοξεύεται στη φήμη και κερδίζει και την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα.
«Ο Καταδότης του Θαλάμου 17» (Stalag 17, 1953) του Μπίλι Γουάιλντερ
Το ’50 έπαιζε επίσης ανάμεσα στην Τζούντι Χόλιντεϊ και τον Μπρόντερικ Κρόφορντ στο κλασικό «Born Yesterday» του Κιούκορ, βοηθά την Χόλιντεϊ να πάρει και το Όσκαρ (κόντρα στην Μπέτι Ντέιβις και την…Γκλόρια Σβάνσον – δεν στέκουν αυτά τα πράγματα), ο μηχανισμός δούλευε ρολόι και τρία χρόνια μετά θα ερχόταν το άψογο αντιπολεμικό κόσμημα του Γουάιλντερ ξανά. Ξανά υποψήφιος, ξανά τέλειος στις κωμικές και δραματικές ισορροπίες του Γουάλιντερ, ιστορικό σινεμά, το βλέπεις και καταλαβαίνεις πόσο κάποια πράγματα δεν συνέβησαν διόλου κατά τύχη.
«Το Γαλάζιο Φεγγάρι» (The Moon is Blue, 1953) του Όττο Πρέμινγκερ
Την ίδια χρονιά, με σκηνοθέτη τον μεγάλο Πρέμινγκερ – που ήταν και συμπρωταγωνιστής του στο Stalag! – ο Χόλντεν βρίσκει την καρυκευμένη ρομαντική κομεντί. Όχι και τόσο ρομαντική στην πραγματικότητα, η μεγάλη θεατρική επιτυχία που είχε ανεβάσει νωρίτερα ο Πρέμινγκερ, άνοιξε τον δρόμο στην κατάργηση των πολλών λογοκρίσεων του γηράσκοντος Κώδικα του ’34, χρησιμοποιώντας λέξεις και μοτίβα «απαγορευμένα» ως τότε. Σέξι με τα μέτρα της εποχής έργο, έστειλε Νίβεν και Μακναμάρα (στο ντεμπούτο της) ως τις υποψηφιότητες και συνέχισε τον χορό των επιτυχιών για τον ευέλικτο Χόλντεν.
«Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (Sabrina, 1954) του Μπίλι Γουάιλντερ
Αναμενόμενα ο Μπίλι θα ένωνε την οσκαρούχα Όντρεϊ Χέμπορν της περασμένης χρονιάς για τις «Διακοπές στη Ρώμη» με τον ζεν πρεμιέ που ακτινοβολούσε τις συμπρωταγωνίστριές του, έχει και Μπόγκαρτ το μείγμα, άντε να αντέξεις τόση αστρολογική ευεξία. Ο Χόλντεν είναι δεν είναι 36, ο Μπόγκαρτ είναι σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, δεν φαίνεται, το ποτό αρχίζει δηλαδή να φαίνεται, αλλά το έργο είναι μούρλια και το καταλαβαίνεις ακόμα περισσότερο βλέποντας το ριμέικ του Πόλακ στα ‘90ς.



«Love is a Many-Splendored Thing» (1955) του Χένρι Κινγκ
Φημίζεται για ρομαντικά του δράματα το ’50, αυτό μπορεί σήμερα να έχει εξαχνωθεί καθώς είναι και «παλιά ταινία» για τις στρατιές των αμάχων σινεφίλ, όμως τότε, από το τραγούδι και μόνο, μια Αμερική (και ο προς δυσμάς κόσμος) ψιθύριζε και αγόραζε χαρτομάντηλα. Έχει προβλήματα το έργο, έχει και την Τζένιφερ Τζόουνς που είχε παροιμιώδη γκρίνια στα γυρίσματα, αλλά είναι ξανά ο Χόλντεν που το κρατάει, την βγάζει επιθυμητή και δανείζει αειθαλή έγχρωμη λάμψη στις σινεφίλ εικόνες μας. Ελληνικός υποσχόμενος τίτλος: «Έκστασις και Πάθος». Αρκούν.
«Picnic» (1956) του Τζόσουα Λόγκαν
Πόθοι στις εξοχές και αγέραστες μνήμες των γονιών μας, σ’ ένα δράμα ανώτερου επιπέδου με καυτό ζευγάρι Κιμ Νόβακ- Χόλντεν εμπροσθοφυλακή, είναι όμως φερέγγυα ταινία, στην φλέβα των κλασικότροπων του Ρίτσαρντ Μπρουκς, που στην συνταγή της εσωκλείει την φαινομενική σοφία δύστυχων σημερινών επιγόνων του είδους.
«Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι» (1957) του Ντέιβιντ Λιν
Εδώ τα λόγια περιττεύουν – και περισσεύουν αλλά θα είμαι λιτός – ο εξωστρεφής ρεαλιστής Χόλντεν απέναντι στον αρτηριοσκληρυμένο Εγγλέζο του Γκίνες, άλλος ρόλος, άλλη όψη πια, ένας στιβαρός πρωταγωνιστής στην ακμή του παιχνιδιού του να εκπέμπει ισόποσα κυνισμό και ανθρωπιά χωρίς να κουνάει βλέφαρο.
«Ο Μεγάλος Κατάσκοπος» (The Counterfeit Traitor, 1962)
Είναι προφανές πως εκείνη την εποχή οι μαρκίζες έγραφαν «Χόλντεν» κι έκοβαν εισιτήρια, θα μπορούσαν να έχουν αναφερθεί και άλλα ακόμα (το «Key» του Κάρολ Ριντ με τη Σοφία Λόρεν, το «Horse Soldiers» του Φορντ με τον Τζον Γουέιν, το αντικομμουνιστικό «Ο Σατανάς δεν Κοιμάται Ποτέ» του μεγάλου ΜακΚάρεϊ στην τελευταία του ταινία) αλλά θα μείνουμε στο ‘62 κι αυτό το ωραίο θρίλερ κατασκοπίας στο οποίο ο Χόλντεν υποδύεται έναν πετρελαιά στην διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου που καλείται να γίνει κατάσκοπος για τους Συμμάχους και από το ηθικό δίλημμα βγαίνει καλύτερος άνθρωπος.
«Άγρια Συμμορία» (The Wild Bunch, 1969) του Σαμ Πέκινπα
Το ‘60 οι ταινίες δεν είναι στο ύψος του ‘50 (όχι ότι δεν βλέπονται λυσσωδώς άμα θες), είναι όμως ο επίλογος που θα τα διορθώσει όλα. Η «Άγρια Συμμορία», ο γερασμένος καουμπόι, ο από την εποχή συνταξιοδοτημένος ήρωας που δεν χρειάζεται κανείς. Ένα μνημείο παραιτημένης εξόδου «with a bang», ένας αποχαιρετισμός στην εποχή μιας αμφίβολης δόξας, η κινηματογράφηση του αίματος σαν την συμβολική άγρια, τελική αφαίμαξη των σημασιών, των προσώπων, των ελπίδων. Πεσιμιστικό έπος, αν μπορεί κάτι τέτοιο να υπάρξει, και ο Χόλντεν, οριστικά διαφορετικός, ήταν εκεί να το υπογράψει.
«Breezy» (1973) του Κλιντ Ίστγουντ
Εκτός κανόνα και πανηγυρικά άγνωστο, το τρίτο σκηνοθετικό έργο του Ίστγουντ έχει τον Χόλντεν μεσήλικο να ερωτεύεται νεαρή των λουλουδιών και της χαμένης αμερικανικής αθωότητας. Ωραιότατο έργο είναι, με τον Ίστγουντ να προλέγει τις «Γέφυρες του Μάντισον» και να το αγαπά ιδιαίτερα προσωπικά κι έναν Χόλντεν να σιγοντάρει την σκηνοθετική ευγένεια στο, αδιανόητης σήμερα τόλμης, θέμα.
Ήταν σημαίνων και καταρτισμένος ηθοποιός ο Γουίλιαμ Χόλντεν και η φιλμογραφία του περιείχε στιγμές που οφείλεις να ενσωματώσεις στην κινηματογραφική σου εκπαίδευση εάν κι εφ΄όσον δηλαδή το πριν την χρονολογία γέννησής σου το μετράς για υπαρκτή κινηματογραφικά εποχή. 

















 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...