Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Αφιερωμα στο 90’s metal

Τελείωσε λοιπόν το αφιέρωμα στα τιμημένα 80’s, όπως συνηθίζουμε να λέμε και βλέποντας την πολύ μεγάλη ανταπόκριση που είχε, είπαμε να συνεχίσουμε το αφιέρωμα και στην επόμενη δεκαετία, στα 90’s. Εδώ πλέον, έχουμε πληθώρα κυκλοφοριών κάθε χρόνο κι εκεί που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν 60-70 δίσκοι που έβγαιναν το χρόνο, πλέον ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάζεται. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, κάποιοι θα μένουν έξω, ώστε να μένουν γύρω στους 130-150 ανά έτος. Κλασικά, η σειρά θα είναι αλφαβητική και για λόγους ευκολίας όλων μας, θα χωρίζεται κάθε έτος σε 3 ή 4 μέρη. Όπως και να έχει όμως, το εγχείρημα είναι πολύ τολμηρό και μία τέτοιου είδους καταγραφή, όπως και της περασμένης δεκαετίας, απαιτεί πολύ κόπο και οργάνωση. Ελπίζουμε να αποδειχθεί τόσο πετυχημένο αλλά κι ευκολοδιάβαστο. Ξεκινάμε λοιπόν, με το πρώτο μέρος του αφιερώματος στο 1990, με την χαρακτηριστική κασέτα που είχαμε κάποτε στο έντυπο, να έχει αντικατασταθεί από λίστα Spotify.
AC/DC – “The razors edge” (ATCO)
Μόλις 2 χρόνια μετά το “Blow up your video” και στον κόσμο των AC/DC λες και είχαν έρθει τα πάνω, κάτω. Μέσα σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, η μπάντα είχε ανακτήσει το εμπορικό της εκτόπισμα, με ένα επιτυχημένο άλμπουμ, μια μεγάλη περιοδεία, αλλά παράλληλα αντιμετώπιζε διάφορες δυσκολίες εντός. Από την μια ο Malcolm ήταν αντιμέτωπος με τον αλκοολισμό, ο Simon Wright θα μεταπηδούσε στους DIO, ενώ ο Brian Johnson θα είχε περιπέτειες με τον γάμο του, που τον οδήγησαν σε διαζύγιο. Πώς μετά από τόσες δυσκολίες, να είσαι συγκεντρωμένος; Εκεί έρχεται η ιδιοφυία των αδερφών Young, αλλά και η καθοδήγηση των Mike Fraser και Bruce Fairbairn. Μια συνταγή συνεργασίας που έμελλε να συνεχιστεί, ιδιαίτερα με τον πρώτο, αφού εξακολουθεί να μιξάρει τα άλμπουμ τους μέχρι και σήμερα! Το “The razors edge” είχε ήχο που έκοβε σαν ξυράφι, γυαλισμένος, πριμάτος και άκρως εμπορικός. Ως άλμπουμ έφτασε πολύ ψηλά, αγγίζοντας την κορυφή σε ΗΠΑ και Βρετανία, ενώ απέδειξε ότι οι AC/DC είναι διατεθειμένοι να μας παιδεύουν και στην επερχόμενη δεκαετία.. Μετά από πολλά χρόνια επανήλθαν απανωτές τραγουδάρες μέσα στον ίδιο δίσκο, αφού μετά το “Back in black” μόνο 1 ή 2 συνθέσεις ξεχώριζαν στο κάθε άλμπουμ. Μια γκάμα από ύμνους όπως το αξεπέραστο “Thunderstruck”, το επιθετικό “Fire your guns”,  το “Moneytalks” που έγινε το πρώτο τοπ-30 χιτάκι τους, το ομώνυμο “The razors edge” που σου κολλάει, αλλά και το “Mistress for Christmas” που θυμίζει τους πονηρούς στίχους του παρελθόντος και που σε έκανε να χαμηλώνεις την ένταση, για να μην ακούσουν οι γύρω σου. Η καλύτερή τους δουλειά από το 1981, κάτι που για πολλά χρόνια θα αναπολούσαμε.
ALICE IN CHAINS – “Facelift” (Columbia)
Στην αυγή της δεκαετίας, μια από τις μπάντες που άλλαξε καθοριστικά τον ήχο της rock μουσικής, οι ALICE IN CHAINS κυκλοφορούν το πρώτο τους album, με τίτλο “Facelift”. Αν και πλέον η ιστορία έχει αποτιμήσει ως μνημεία όλους τους δίσκους που τραγούδησε ο Layne Staley, έχει ιδιαίτερο νόημα να αντιληφθούμε ότι το ντεμπούτο του σχήματος είναι μια περίπτωση που σπανίζει. Με ολότελα δικό τους ήχο και προσωπικό στυλ στο “Facelift”, οι AIC επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο που μπορεί να ροκάρει μια γενιά που παρτάρει για δύο δεκαετίες τώρα. Ο πόνος και η αυτοκαταστροφή αγκαζάρουν τις blues επιρροές του Jerry Cantrell στα “Sea of Sorrow”, “It Ain’t Like That”, ενώ ο Staley καταθέτει την ίδια του την ζωή σε κομμάτια όπως “Bleed The Freak”, “Love, Hate, Love” , “Man in the Box”. Καμία μέτρια στιγμή, δίσκος-όλεθρος για το metal (είπαν κάποιοι που ζουν στα χαρακώματα των ειδών), κάπου εδώ καλωσορίσαμε το grunge στην ζωή μας.
ANACRUSIS – “Reason” (Active)
Ήταν ηλίου φαεινότερο πως η είσοδος των 90’s θα προσέδιδε έναν αέρα ανανέωσης στο “κουρασμένο” heavy metal. Η δυναμική του thrash είχε αρχίσει να υποχωρεί, το death metal άνοιγε τα φτερά του, οι νέες προσμίξεις με αταίριαστα και εχθρικά για πολλούς με τη νοοτροπία του heavy metal είδη, δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνιση τους… Οι ANACRUSIS είχαν φροντίσει από τα mid 80’s να δημιουργήσουν ένα σχετικό impact στους κύκλους του Αμερικανικού underground, αρχικά με demos κι εν συνεχεία μα το πρώτο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ “Suffering hour”. Οι επιταγές της εποχής ήθελαν το thrash να κερδίζει την μερίδα του λέοντος στη νεαρότερη μερίδα των μουσικών και κάπως έτσι το δισκογραφικό ταξίδι του mainman κιθαρίστα/τραγουδιστή Kenn Nardi ξεκινά με μπόλικα κλισέ, τραχύ ήχο αλλά και ένα τσουβάλι φιλοδοξίες και όνειρα.
Με το “Reason” άρχιζαν να τους μπαίνουν “δαιμόνια”… Ηχητικής φύσεως, βεβαίως βεβαίως. Θα μπορούσαν να οδεύσουν προς το death metal, ικανοποιώντας το πιο die hard ακροατήριο τους, εκείνοι όμως επέλεξαν να εμπλουτίσουν τον μουσικό τους καμβά με απότομα/απρόβλεπτα κοψίματα, αντισυμβατικούς ρυθμούς και τεχνικής φύσεως αλλαγές που ο μέσος μεταλλάς δυσκολεύονταν αισθητά να τα κάνει κτήμα του. Το παρατηρούσες από το εξώφυλλο, μπορούσες να το διαπιστώσεις διαβάζοντας ορισμένους τίτλους κομματιών όπως “Misshapen intent ”, “Child inside”, “Quick to doubt”, ή ακόμα ακόμα εμβαθύνοντας στο στιχουργικό τους  υπόβαθρο. Η όλη ατμόσφαιρα “μύριζε” obscurίλα… Μπάσο με ενεργητικότατη συμμετοχή, ερεβώδη/βιτριολικά φωνητικά και κιθαριστικά εμβαπτισμένα στην κολυμπήθρα του απρόβλεπτου, του μη αναμενόμενου. Εκτός κουτιού εν ολίγοις από έναν Nardi που διέθετε πυγμή και όραμα, προκειμένου να οδηγήσει τους ANACRUSIS στην ποθούμενη γη της επαγγελίας.
Προοδευτικό metal με thrash αποκλίσεις, στριφνό, πολύπλοκο ως σύλληψη αλλά εμπνευσμένο και καλοεκτελεσμένο, με την ανάλογη μουντή παραγωγή και τουλάχιστον πέντε συνθέσεις (“Stop me”, “Not forgotten”, “Silent crime”, “Afraid to feel”, “Quick to doubt”) να κερδίζουν στο νήμα τις υπόλοιπες. Η νέα εποχή των Αμερικανών εγκαινιάστηκε με το “Reason” και θα εξελιχθεί/κορυφωθεί στα επόμενα “Manic impressions” και “Screams and whispers”. Όσοι βλέπετε μαζεμένα τους κάτωθι “σεσημασμένους” ψυχάκηδες (VOIVOD, MEKONG DELTA, DEPRESSIVE AGE, CORONER, πρώιμοι SIEGES EVEN, CONFESSOR) καλώς ορίσατε στον μαγικό κόσμο των ANACRUSIS…
ANNIHILATOR – “Never, neverland” (Roadrunner)
Το “Alice in hell” ήταν μία τεράστια επιτυχία για τους Annihilator και όταν ένα συγκρότημα γίνεται γνωστό με την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, οι απαιτήσεις για την επόμενη είναι τεράστιες. O Jeff Waters έπρεπε πρώτα όμως να λύσει ένα πρόβλημα πριν ξεκινήσει τις διαδικασίες του διάδοχου άλμπουμ του “Alice in hell”. Η αποχώρηση του Randy Rampage, ο οποίος έφυγε για να επιστρέψει στην παλιά του εργασία στο λιμάνι του Vancouver, άφησε κενή την θέση του τραγουδιστή. Ο Waters βρήκε τον αντικαταστάτη του Rampage στο πρόσωπο του Coburn Pharr, γνωστό για το πέρασμα του από τους OMEN. Με μία φρέσκια φωνή στο οπλοστάσιό του, o Waters επιστράτευσε το βαρύ οπλοστάσιο του από riffs, ανελέητα solos, μεγάλα refrain, ανεξάντλητο και άγριο shredding και την ιδέα ενός prequel για την αληθινή ιστορία της μικρής Alice. Το αποτέλεσμα ήταν στην αρχή της τότε νέας δεκαετίας να βγει το διαμάντι του speed thrash, “Never, neverland”. Από που να το πιάσουμε και που να το αφήσουμε! Να μιλήσουμε για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά riff όλων των εποχών που ακούμε στο τραγούδι “Fun palace” ή για την αλκοολική ταχύτητα που είναι εμποτισμένη στο “Road to ruin”; Θέλετε μήπως να αναφερθούμε στο solo του “Stone wall”, στην τρέλα του “Phantasmagoria” ή στον συναισθηματισμό του “Never, neverland”; Το “Never, neverland” είναι απλά ένα αριστούργημα. Και για να καταλάβουμε ποια είναι η διαφορά του με το επίσης εξαιρετικό “Alice in hell”, αρκεί να το δούμε με την εξής οπτική γωνία.. To “Alice in hell” έκανε τους ANNIHILATOR γνωστούς σε όλο τον κόσμο. To “Never, neverland” τους έκανε τεράστιους.
ANTHRAX – “Persistence of time” (Megaforce)
Όταν κυκλοφόρησε αυτό το άλμπουμ, νούμερο 1 στις ΗΠΑ ήταν ο M.C. HAMMER, που άντεξε για 10 εβδομάδες εκεί, μην επιτρέποντας στους POISON να τον εκθρονίσουν. Η τάση της ροκ μουσικής άλλαζε και το ίδιο ίσχυε για το thrash. Οι ANTHRAX και ο ιθύνων νους, Scott Ian, ανέκαθεν αφουγκραζόταν και αφομοίωναν στην μουσική τους, τις μόδες οπότε δεν ήταν έκπληξη η πιο σκληρή προσέγγιση που έδειξαν στο “Persistence of time”. Αυτό που εξέπληξε εν έτη 1990, ήταν η αποβολή του χιουμοριστικού ύφους που είχαν ενστερνιστεί παλαιότερα και οι πιο βαθυστόχαστοι, πολιτικοκοινωνικοί στίχοι τους. Με την εμπορική επιτυχία που είχαν γνωρίσει, ήρθαν και διάφορες απογοητεύσεις, που άλλαξαν και την διάθεσή τους. Ακόμα χειρότερα έκανε τα πράγματα, η καταστροφή της φωτιάς που ξέσπασε στο στούντιο που ηχογραφούσαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον εξοπλισμό τους. Το άλμπουμ, μουσικά και στιχουργικά ήταν πολύ πιο σκοτεινό και τραχύ, κάτι που δεν συμβάδιζε με τα φωνητικά του Belladona. Αυτό είχε επιφέρει τρομερές εντάσεις στο εσωτερικό των ANTHRAX, οπότε η αντικατάσταση του τραγουδιστή τους, ήταν θέμα χρόνου. Ευτυχώς όμως, το “Persistence…” εξακολουθεί να είναι μια ακόμα μουσική επιβεβαίωση της ποιότητας των Αμερικάνων thrashers, όπως και καθένα από τα προηγούμενα 4 άλμπουμ τους. Η μπάντα εκσυγχρονίστηκε στυλιστικά, στιχουργικά και μουσικά, με επαγγελματικές, συνειδητές κινήσεις και κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να μεγαλώσουν στην αρχή της νέας δεκαετίας. Με το ένα πόδι στις ταχύτητες του παρελθόντος (“Time”, “Gridlock”) αλλά και στις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες τους (“In my world”) οι ANTHRAX διαφοροποιούνται περισσότερο στο κιθαριστικό μέρος, με χαμηλά κουρδίσματα και πιο γεμάτο ήχο και παρουσιάζουν τα πρώτα ψήγματα αυτού που θα ακολουθήσει μελλοντικά (“H8 red”). Δεν νομίζω να μην βρίσκεται στην δισκοθήκη οποιουδήποτε αγαπά το συγκρότημα, αφού είναι δισκάρα, αλλά και ιστορικά είναι το πρώτο τους βήμα στον ήχο που κουβαλάνε μέχρι σήμερα. Τραγούδια όπως η διασκευή του “Got the time”, το φοβερό “Keep it in the family” ανάγονται σε κλασικές τους στιγμές, ενώ το “Belly of the beast” είναι από τις καλύτερές τους συνθέσεις. Κλείνοντας να αναφέρουμε πως εδώ εμφανίζεται και ο Paul Crook, ως τεχνικός κιθάρας του Dan Spitz, που αργότερα αντικατέστησε τον τελευταίο.
ATOM SEED – “Get in line” (London)
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μια καινούργια δεκαετία πρόκειται να ανατείλει και ο σκληρός ήχος πέρα ότι έχει αρχίσει να γίνεται πολύπλευρος -θυμίζω ότι η σκηνή του εναλλακτικού ήχου είναι προ των πυλών, βλέπουμε ότι τα ηνία πλέον τη metal μουσικής τα κρατά η Αμερική, ξεκάθαρα.
Η Βρετανία, μια χώρα που για δεκαετίες  υπήρξε μια τεράστια κοιτίδα  του metal, στα τέλη των 80’s δείχνει φτωχή όχι μόνο να ανταγωνισθεί την Αμερική και την πληθώρα  των φρέσκων  συγκροτημάτων της  αλλά και να παρουσιάσει κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον.
Οι ATOM SEED κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους σε μια  εποχή που η εμφάνιση των FAITH NO MORE είχε καταφέρει ήδη να προκαλέσει αίσθηση και το funk metal είχε ήδη αρχίσει να προβάλλεται από τον τύπο.
Ακούγοντας το “Get in line” μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει ότι η μεγάλη επιρροή της μπάντας δεν είναι άλλη από τους FNM (ήταν και στην ίδια δισκογραφική εταιρία μεταξύ άλλων)  και οι εξαιρετικές κριτικές από τον Βρετανικό τύπο είχε να κάνει εν μέρει για την μουσική της μπάντας αλλά περισσότερο νομίζω για να μπορέσει να καθιερωθεί κάποιο σχήμα από το νησί.
Ακούγοντας τον δίσκο μετά από  τόσα χρόνια είναι αλήθεια ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν  πολύ καλό album του είδους που υπηρετούσαν  και συνθέσεις σαν τα “Get in line”, “What you say”, “Shake that thing” και ”What?” έχουν την ικανότητα να ακούγονται και φρέσκες αλλά και συνάμα ενδιαφέρουσες.
Το “Get in line”ήταν εν τέλει ένας ενδιαφέρον  δίσκος που αντιπροσωπεύει επάξια την εποχή του και το βραχύβιο funk metal κίνημα. Για την ιστορία  οι ΑΤOM SEED εξαφανίσθηκαν τόσο γρήγορα όσο και εμφανίσθηκαν.

Πηγη-rockhard.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...