Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

 Η Γαλλία συνηθίζει –ήδη από πολύ παλιά- να βγάζει ιδιόρρυθμες ταινίες τρόμου που έχουν πάντα κάτι να σου πουν είτε θεωρούνται καλές είτε όχι. Το «Les Raisins de la Mort» (με αγγλικό τίτλο «The Grapes of Death») εμφανίζεται προς τα τέλη των 70’s για να βάλει το δικό του λιθαράκι στις παρακμιακές ταινίες τρόμου. Ο cult κινηματογραφιστής Jean Rollins (La Morte Vivante) μας προσφέρει μια νοσηρή ταινία με ζόμπι, (από τις πρώτες γαλλικές ταινίες στη συγκεκριμένη θεματολογία) όπου ο παραλογισμός και η σήψη αποτελούν τα βασικά υλικά κατασκευής.


Η τρέλα ξεκινά από την ίδια την υπόθεση. Το εντομοκτόνο που χρησιμοποιήθηκε στα αμπέλια μιας επαρχιακής περιοχής μετέτρεψε τους γύρω χωρικούς σε θανατηφόρα ζόμπι. Το κρασί βλέπετε ήταν ιδιαίτερα αγαπητό εκεί. Ηρωίδα είναι μια νεαρή κοπέλα με το όνομα Elizabeth η οποία ταξιδεύει στην συγκεκριμένη περιοχή για να συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της. Με το καλημέρα –ήδη μέσα στο τραίνο όταν προσέγγισε τον προορισμό της- δέχεται επίθεση από τους «μολυσμένους» χωρικούς και περιπλανιέται στην επικίνδυνη γαλλική ύπαιθρο προσπαθώντας να βγει ζωντανή από τους μεταλλαγμένους διώκτες της.

Οι περιοχές των γυρισμάτων είχαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες με αποτέλεσμα το make-up να παγώνει στα πρόσωπα των ηθοποιών και να μην φαίνεται τόσο ρεαλιστικό.

Η αφελής αυτή υπόθεση θα είχε οδηγήσει το φιλμ σε κατάρρευση αν δεν υπήρχαν το νοσηρό κλίμα και η ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και παρακμής για να αποσπούν την προσοχή μας. Η ειλικρινής σαπίλα του «Les Raisins de la Mort» αναδύεται μαζί με τη μπόχα των δηλητηριασμένων αμπελώνων και τους αποκρουστικούς χωρικούς που σαπίζουν κι αυτοί μέσα σ’ ένα περιβάλλον παράνοιας. Υπάρχει gore, υπάρχει δράμα, υπάρχει ρομάντζο με μακάβριες εξελίξεις που θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία, υπάρχουν πολιτικού και ηθικολογικού περιεχομένου μηνύματα και όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα ψαγμένο, πολυδιάστατο παρακμιακό φιλμ τρόμου που φιλοδοξεί να μην μένει σε τετριμμένα μοτίβα.

Δεν το καταφέρνει πολύ καλά όμως και δυστυχώς παρουσιάζει αδυναμίες σε πολλά σημεία. Τα προσθετικά εφέ των ζόμπι με το σαπισμένο και κιτρινισμένο δέρμα δεν πείθουν σε κάθε περίπτωση, ο ρυθμός είναι βασανιστικά αργός και το φινάλε απογοητευτικό. Αρκετές ερμηνείες είναι ξύλινες αν και δεν θα είχαμε τρελές απαιτήσεις από μια b movie όπως αυτή. Θετική κρίνεται πάντως η ύπαρξη ποικίλων χαρακτήρων που καρφώνονται στη μνήμη. Αυτούς συναντά η πρωταγωνίστρια κατά τη διάρκεια της επικίνδυνης περιπλάνησής της χωρίς να είναι πάντα σαφής η κατάστασή τους (έχουν μολυνθεί ή όχι;), οι προθέσεις τους και οι αντιδράσεις τους.

Δημιουργείται δηλαδή μια κατάσταση απροβλεψιμότητας όπου ο θεατής γίνεται καχύποπτος για τον ρόλο του καθενός κι αυτό δίνει με τη σειρά του κάποιους πόντους στο φιλμ. Η προσοχή μας μαγνητίζεται επίσης από τα όμορφα πλάνα της γαλλικής υπαίθρου και των γραφικών χωριών που έρχονται σε όμορφη αντίθεση με τη βίαιη και άρρωστη εικόνα των ντόπιων. Άλλοι πάλι θα σαγηνευτούν από κάποια γυμνά πλάνα που δίνουν στο φιλμ και την επιθυμητή(;) sexploitation εικόνα – ταιριαστή ίσως με τα παρακμιακά δρώμενα.

Παρά τα οφθαλμοφανή ελαττώματά του, το σάπιο αυτό φιλμάκι μπορεί να κερδίσει συμπάθειες ειδικά από την πλευρά των πιο ανοιχτόμυαλων και των λάτρεων του παρακμιακού τρόμου. Το cult έχει την τιμητική του εδώ παρότι σποραδικά το έργο φλερτάρει και με το trash. Δείτε το και ως μια καλή ευκαιρία να φρεσκάρετε τα γαλλικά σας.


Πηγή: horrormovies.gr

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

 Ο John Barry ήταν ένας από τους μεγάλους δεξιοτέχνες όλων των εποχών της κινηματογραφικής μουσικής. Η καριέρα του διήρκεσε περίπου 50 χρόνια - από το Midnight Cowboy και το  Dances with Wolves και το Out of Africa - συμπεριλαμβανομένων και 11 ταινίες του James Bond στην πορεία. Ο πέντε φορές βραβευμένος με Όσκαρ γεννήθηκε στο Γιορκ στις 3 Νοεμβρίου 1933.

Οι ταινίες και η μουσική ήταν στο αίμα του John Barry. Πέρασε τα πρώτα του χρόνια δουλεύοντας σε κινηματογράφους στη βόρεια Αγγλία, που ανήκαν στον πατέρα του. Η μητέρα του Barry ήταν μια ταλαντούχα πιανίστρια που είχε εγκαταλείψει το όνειρό της να γίνει καλλιτέχνης . Ο νεαρός John ήθελε να μπει στην οικογενειακή επιχείρηση και να γίνει μηχανικός προβολής, αλλά ο συνδυασμός ταινίας και μουσικής του έκανε βαθιά εντύπωση.

Αφού τελείωσε το στρατό, ο Barry έκανε μαθήματα σύνθεσης τζαζ και συνέχισε να εργάζεται ως ενορχηστρωτής για τις ορχήστρες Jack Parnell και Ted Heath. Σχημάτισε το συγκρότημα The John Barry Seven το 1957. Είχαν έναν αριθμό επιτυχημένων δίσκων.

Ο Barry εργάστηκε στην EMI από το 1959 έως το 1962 .Η πρώτη του ταινία ήταν το Beat Girl το 1960. Ο Barry συνέθεσε επίσης τη μουσική για την ταινία ,  Never Let Go, ενορχήστρωσε τη μουσική για το Mix Me a Person και τη σύνθεση, τη διασκευή και τη διεύθυνση της μουσικής για το The Amorous Prawn.

Η επιτυχία του  Barry τράβηξε την προσοχή των παραγωγών των ταινιών του James Bond. Συνέθεσε και ερμήνευσε τις παρτιτούρες για έντεκα ταινίες Bond.  Το άλμπουμ soundtrack για τον Goldfinger έριξε το A Hard Day's Night των Beatles από την κορυφή των αμερικανικών charts το 1964 και χάρισε στον συνθέτη τον πρώτο του χρυσό δίσκο. Η τελευταία του μουσική για τον Bond ήταν το The Living Daylights του 1987, στο οποίο ο Barry εμφανίστηκε ως μαέστρος.

Έγινε ένας από τους πιο διάσημους συνθέτες ταινιών, κερδίζοντας πέντε Όσκαρ και τέσσερα Grammy, μεταξύ άλλων, για το The Lion in Winter, το Midnight Cowboy, το Born Free και το Somewhere in Time.

Έλαβε το BAFTA Academy Fellowship Award το 2005.Το 2005, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε τη μουσική του Barry για το Out of Africa  στο Νο. 15 στη λίστα με τα καλύτερα score ταινιών.


 Ο Δρ. Νο είχε τεράστια εμπορική επιτυχία και αποδείχθηκε μεγάλη επιρροή στο είδος των ταινιών δράσης. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν το γρήγορο μοντάζ του Peter Hunt( Αργότερα σκηνοθέτη του 1969 Ταινίας Τζέιμς Μποντ, "On Her Majesty's Secret Service")και το κυνικό χιούμορ της ταινίας, που έπαιξε με ίσιο πρόσωπο ο Connery.


 Τα έξυπνα σχέδια παραγωγής του Ken Adam έθεσαν το καλούπι για τις επόμενες ταινίες του Bond: σκηνικά σε εξωτικές τοποθεσίες. Η ανάδυση της Andress από το σερφ με λευκό μπικίνι παραμένει μια εμβληματική εικόνα της οθόνης. Αν και ήταν η πρώτη ταινία Bond, ο Δρ. Νο βασίστηκε στο έκτο βιβλίο της σειράς του Fleming. Ο Ian Fleming έγραψε για πρώτη φορά το Dr. No ως τηλεοπτικό περίγραμμα για τον παραγωγό ταινιών Henry Morgenthau για να προωθήσει την τουριστική βιομηχανία της Τζαμάικας.

Ο Αμερικανός παραγωγός Albert  Broccoli και ο Καναδός ομόλογός του Harry Saltzman ένωσαν τις δυνάμεις τους, μάλλον άβολα, για να ζωντανέψουν τη δημιουργία του Ian Fleming με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Τα περισσότερα στούντιο βρήκαν το υλικό πολύ βρετανικό και πολύ σεξουαλικό, αλλά ο επικεφαλής των United Artists, Arthur Krim , τους πρόσφερε ένα μικρό προϋπολογισμό 1 εκατομμυρίου δολαρίων (10 εκατομμύρια δολάρια σήμερα) για να κάνουν τη μικρή τους ταινία περιπέτειας.

Ο Krim ήθελε τον Cary Grant να παίξει τον Bond, αλλά ο Grant δεν ήθελε να έχει καμία σχέση το συγκεκριμένο franchise. Αντίθετα, πήγαν με έναν σχετικά μη δοκιμασμένο Σκωτσέζο ηθοποιό, τον Sean Connery τον οποίο η σύζυγος του Broccoli , η Dana, ένιωσε ότι αποπνέει σεξουαλική απήχηση . 

Την σκηνοθεσία ανέλαβε ο  Terence Young, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Connery στο Action of the Tiger του 1957.

Η ταινία, που γυρίστηκε στην Τζαμάικα και στα στούντιο Pinewood του Λονδίνου, κατέληξε να φαίνεται πολύ πιο ακριβή από ό,τι ήταν. Ως Honey Rider, το πρώτο κορίτσι του Bond, η Ursula Andress εξασφάλισε τη θέση της στην κινηματογραφική ιστορία τη στιγμή που βγήκε από το Σέρφινγκ στην Καραϊβική με τολμηρό μπικίνι. Και ως κακοποιός του τίτλου, ο Joseph Wiseman, ένας Εβραίος γεννημένος στο Μόντρεαλ που υποδύεται έναν ημι-Κινέζο χαρακτήρα - ένα κάστινγκ που πιθανότατα δεν θα γινόταν ποτέ σήμερα - ήταν θαυμάσια κακός ως ένας βιονικός τρομοκράτης, που είχε σκοπό να καταστρέψει το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ.

Η ταινία κέρδισε 60 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως (543 εκατομμύρια δολάρια σήμερα), και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.

 

Η Διασκεδαση την δεκαετια του 1980



Oι θρυλικές ντισκοτέκ της δεκαετίας του ‘80 που έβαζαν φωτιά στις νύχτες
Καλή η διασκέδαση σήμερα αλλά -μεταξύ μας, τώρα- αν δεν έχεις χορέψει κάτω από την πολύχρωμη ντισκομπάλα φορώντας άσπρη κάλτσα και σκαρπίνι δεν έχεις ζήσει τίποτα. Για την ακρίβεια δεν είναι ανάγκη να έχεις χορέψει. Ας το έχεις δει μόνο. Αρκεί. Πως μπορείς να συνεχίζεις να μιλάς για διασκέδαση αν δεν έχεις χορέψει για πάνω από οκτώ ώρες με τη μουσική συνοδεία του Μάικλ Τζάκσον και του Κώστα Μπίγαλη;
Οι παλαιότεροι τα έχουν ζήσει όλα αυτά στη θρυλική (από κάθε άποψη) δεκαετία του 1980, οι νεότεροι τα μαθαίνουν από βιντεοταινίες με τον γόη Σταμάτη Γαρδέλη και τον «μπίλια» Στιβ Ντούζο. Δεν υπάρχει ταινία εκείνης της εποχής που να μην έχει ένα μικρό γύρισμα ή έστω και ένα μικρό πέρασμα έξω από ντισκοτέκ που και μόνο το άκουσμα του ονόματός τους σήμερα προκαλεί διαδοχικά αναμνησιακά σοκ.
Μιλάμε για την Barbarella στη Συγγρού, για την Jacky-O στη Μιχαλακοπουλου πίσω από το Hilton, την «Αυτοκίνηση» στην Κηφισίας, την Boom-Boom ή την San Lorentzo και τόσες και τόσες άλλες. Ντισκοτέκ που τα πατώματα παίρνανε φωτιά από νωρίς το βράδυ μέχρι… νωρίς το πρωί. Στέκια που οι καρέκλες είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα ή στην καλύτερη χρησιμοποιούταν για να ξεκουραστείς και να ξαναβρείς τις ανάσες σου πριν αρχίσεις πάλι να απλώνεις πάνω στην πίστα όλο το χορευτικό ταλέντο σου.

Οι θρυλικές ντισκοτέκ της Αθήνας



Γεννημένος στο τέλος της δεκαετίας του 1970 δεν είχα την τύχη να ζήσω όπως θα έπρεπε, όπως θα μπορούσα ή όπως θα… άντεχα την δεκαετία του 1980. Εγώ είμαι παιδί της επόμενης δεκαετίας και τιμή μου και καμάρι μου. Εμείς οι νεότεροι, ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να αποτίουμε φόρο τιμής στην δεκαετία του 1980 διότι -ας είμαστε ειλικρινείς- τη δική της τρέλα και φόρα εκμεταλλευτήκαμε για να φτιάξουμε εμείς τις δικές μας ιστορίες «αλητείας».
Αν και μικρούλης, λοιπόν, είχα την τύχη να έχω θείους που ήταν, αυτό που λέμε, «παιδιά περπατημένα»! Σαββατοκύριακο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού σήμαινε ένας κόσμος διαφορετικός γεμάτος νυχτερινές ιστορίες που έλεγε ο ένας αδερφός στον άλλο και ο πιτσιρικάς κρυφάκουγε με το στόμα ανοιχτό. Μερικές φορές, μάλιστα, είχε την τύχη να πάει σε εκείνα τα θρυλικά μαγαζιά που έβαζαν φωτιά στα Σαββατόβραδα.

Ο ένας από τους θείους, άγριο νιάτο τότε, έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς πατινάζ! Διότι οι νυχτερινές έξοδοι τότε δεν ήταν μόνο χορός και κέφι. Ήταν και οι διαγωνισμοί. Ομάδες φίλων ή συμμαθητών όργωναν τις πίστες με τα πατίνια τους. Όταν λέμε πατίνια, εννοούμε κάτι που έμοιαζε με τα σημερινά rollers αλλά ήταν… άλλο επίπεδο. Πιο ψαρωτικά. Θέαμα άλλης εποχής. Σε όλες τις μεγάλες ντισκοτέκ της εποχής γινόντουσαν ανάλογοι διαγωνισμοί.

Ήταν ο τρόπος για να ανάψει το κέφι ή για να πάρουν μια ανάσα οι υπόλοιποι χορευταράδες όσο αυτοί που έκαναν το πατινάζ προχωρούσαν σε επίδειξη… δύναμης.

Αυτός, παράλληλα, ήταν και ένας τρόπος να γεμίζουν οι ντισκοτέκ από νεολαία. Στην Barbarella, την Jacky-O και την «Αυτοκίνηση» κάθε σαββατοκύριακο γινόταν το αδιαχώρητο από πιτσιρικάδες. Είναι γνωστές στους περισσότερους οι ιστορίες με τις ατελείωτες ουρές επί της Συγγρού, έξω από την Barbarella. Πολλές φορές είχε επέμβει και η αστυνομία. Όχι για να κάνει συλλήψεις μετά από τίποτα ψιλές που έπεφταν. Γινόταν και αυτό αλλά κυρίως οι αστυνομικοί επενέβαιναν μπας και καταφέρουν να βάλουν μια τάξη, ώστε να συνεχιστεί η βραδιά κανονικά.

Μουσικές και γλέντι μέχρι το πρωί


Michael Jakcson, Bee Gees, Donna Summer, Gloria Gaynor, Bonnie Tayler, Sandra, Wham, και Madonna! Ποιοι δεν έχουν χορέψει μέχρι πρωίας τα τραγούδια τους. Και όχι μόνο τότε. Αλλά και τώρα. Ακόμα κι αν έχουν περάσει 30 χρόνια από εκείνη την εποχή, σήμερα πάρτι χωρίς αυτά τα τραγούδια δε νοείται. Όλοι θα σηκωθούν να χορέψουν ή έστω θα βάλουν τα γέλια όταν θυμηθούν όλα αυτά που κατά καιρούς έχουν κάνει ακούγοντάς τα τραγούδια εκείνης της εποχής.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. Ήταν και μερικά άλλα ονόματα που μπορεί να μην έκαναν παγκόσμια καριέρα, αλλά εδώ στην Ελλάδα, ωστόσο, στις ντισκοτέκ έπρεπε να παίξουν απαραίτητα κάποιες από τις μεγάλες τους επιτυχίες. Μιλάμε για ονόματα όπως Big Alice, Mandy, Costas και Scraptown. Τι; Δεν σας λένε τίποτα όλα τα παραπάνω, ονόματα; Ελάτε τώρα. Δεν έχετε τραγουδήσει ποτέ τραγούδια του Big Alice, δηλαδή του Κώστα Μπίγαλη; Ούτε το Costas όπως συστηνόταν και υπέγραφε τους δίσκους του ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος ή της Mandy που δεν είναι άλλη από τη Μαντώ; Πώς να πιστέψουμε πως δεν έχετε τραγουδήσει ή δεν έχετε χορέψει τραγούδια του συγκροτήματος των Scraptown, της μπάντας δηλαδή που έγινε γνωστός ο Μιχάλης Ρακιντζής;

Όλοι αυτοί, ξένοι και Έλληνες, ήταν το απαραίτητο συστατικό για να κρατήσει το γλέντι από νωρίς το βράδυ, μέχρι… νωρίς το πρωί. Τα φώτα «χόρευαν» και αυτά με εξαντλητικούς ρυθμούς πάνω από τα κεφάλια μας αν και «βασίλισσα» ήταν και παραμένει η ντισκομπάλα.
Το πάρτι ξεκινούσε πάντα λίγο πριν τα μεσάνυχτα.  Τα φώτα έσβηναν για να ξανανάψουν, αυτή τη φορά με τη συνοδεία καπνού και του ειδικού μηχανήματος που έβγαζε… μπουρμπουλήθρες! Την έναρξη κήρυτταν δια μικροφώνου οι γνωστότεροι  dj’s της εποχής και στη συνέχεια άρχισαν να ταλαιπωρούν τα βινύλια τους!

Οι μόνοι λόγοι για να διακοπεί ο χορός ήταν οι διαγωνισμοί που είπαμε νωρίτερα και βέβαια το πρόγραμμα με τα μπλουζ που διαρκούσε λιγότερο από μια ώρα αλλά ήταν αρκετό για να… συσφίγγονται οι σχέσεις και να γεννιούνται νέα φλερτ!

Τα ρούχα και οι «φυλές» των ντισκοτέκ



Εντάξει! Εδώ τι να πούμε τώρα; Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα weekend μόνο του. Τι να πρωτοσχολιάσει και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα σακάκια (αντρικά ή γυναικεία) με τις βάτες; Τα πολύχρωμα -στα όρια του χαβανέζικου- πουκάμισα, τα μυτερά παπούτσια (από αυτά που όπως λέγαμε τότε χαριτολογώντας, φτιάχτηκαν για να σκοτώνουν κατσαρίδες στις γωνίες), τα σατέν κοστούμια με τα φαρδιά παντελόνια (τύπου μπάγκι) και τις τεράστιες ζώνες, τα αμάνικα μπλουζάκια ή ακόμα και τα κάτασπρα αθλητικά μποτάκια για όσους δεν άντεχαν την ορθοστασία και τους ατελείωτους χορούς; Ολόκληρη εκείνη η δεκαετία σημαδεύτηκε (με την καλή και την… κακή έννοια) από τις ενδυματολογικές επιλογές που τότε προκαλούσαν δέος και τώρα ατελείωτα γέλια.

Βέβαια, το ντύσιμο δεν θα μπορούσε να… λειτουργήσει από μόνο του. Έπρεπε να συνοδεύεται από το κατάλληλο χτένισμα. Μαλλί χαίτη- λασπωτήρας για τα αγόρια που άφηναν τις φράντζες μπροστά και έπαιρναν λίγο περισσότερο τα πλαϊνά! Και για τα κορίτσια η περμανάντ, οι ξανθές ανταύγειες και το οξυζενέ που πήγαινε σύννεφο.
Αυτές ήταν οι επιλογές των πιτσιρικάδων που γέμιζαν τις ντισκοτέκ. Το με ποιον είχες να κάνεις το καταλάβαινες από τα ρούχα που φορούσε και τον τρόπο που χόρευε. Σατέν πουκάμισο, φαρδύ παντελόνι, σκαρπίνι και λευκή κάλτσα ήταν οι γόηδες. Τζίν παντελόνια, αμάνικα μπλουζάκια και αθλητικό παπούτσι ήταν οι εναλλακτικοί χορευταράδες που δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο πέρα από το να χορέψουν.

Ηγέτες, ωστόσο, στις ντίσκο ήταν οι «καρεκλάδες». Το προσωνύμιο αυτό τους το είχαν κολλήσει οι ροκάδες της εποχής για να δείξουν το πόσο… φλώροι είναι (οι μεταξύ τους συναντήσεις καθ’ οδόν προς τους ναούς της διασκέδασης, πάντα συνοδευόταν από τίποτα ψιλές). Οι «καρεκλάδες», λοιπόν, προκειμένου να κλέβουν τις εντυπώσεις έπεφταν κατάχαμα και έκαναν όλες αυτές τις κινήσεις που θυμίζουν έντονα το break-dance ή «αντέγραφαν» το moon walk του Michael Jakcson και έκλεβαν τις καρδιές των κοριτσιών.
Εικόνες και μουσικές μιας άλλης εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί (αυτό αποδεικνύεται από τις πολλές και αποτυχημένες προσπάθειες να αναβιώσουν κάποια από αυτά τα θρυλικά μαγαζιά) αλλά μας άφησαν κληρονομιά τη διάθεση να παρτάρουμε ατελείωτα και να χορεύουμε μέχρι να μην ακολουθούν άλλο τα πόδια!.

 Μέσα στο χάος που ήταν οι Sex Pistols, συχνά παραβλέπεται πόσο υπέροχο συγκρότημα είναι και τι υπέροχους δίσκους έκαναν. Οι Sex Pistols δεν είναι μια συνηθισμένη μπάντα. Η ιστορία τους είναι μεγάλη και περίπλοκη, και όχι χωρίς απώλειες. Χωρίς αυτά η δημοφιλής κουλτούρα τα τελευταία 30+ χρόνια θα ήταν πολύ, πολύ διαφορετική. 

 Για ένα συγκρότημα που (πραγματικά) κυκλοφόρησε μόνο ένα άλμπουμ και τέσσερα σινγκλ, γέννησε μια θάλασσα μιμητών. και το κάνουν μέχρι σήμερα. Καθόλου άσχημα για μια μπάντα που υποτίθεται ότι «δεν μπορούσε να παίξει». Οι Sex Pistols σίγουρα θα μπορούσαν να παίξουν. Aν ακούσετε το άγριο ακατέργαστο ροκ εν ρολ τους θα καταλάβετε.

Το 1972 οι φίλοι από το σχολείο  Steve Jones και Paul Cook αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα συγκρότημα που αρχικά ονομαζόταν The Strand (αργότερα The Swankers), ενώ άλλοι φίλοι όπως ο Wally Nightingale, ο Jim Mackin, ο Stephen Hayes και ο Del Noones θα έρχονταν και θα έφευγαν τα επόμενα χρόνια. Ο Glen Matlock προσχώρησε αργότερα το 1974. Απογοητευμένος από τη φουσκωμένη progressive-rock και hippie μουσική σκηνή της εποχής, το νεοσύστατο συγκρότημα εμπνεύστηκε τη μουσική του από το mod και το rock n roll των The Who και των Small Faces της δεκαετίας του '60. Ωστόσο, μόνο το 1975 και η άφιξη του John Lydon (αργότερα ονομάστηκε John Rotten) το συγκρότημα ανέβηκε σε ένα εντελώς νέο επίπεδο και έγιναν οι Sex Pistols. Ο Steve Jones είχε εντοπίσει κάποιον που φαινόταν «λίγο διαφορετικός» στο κατάστημα ρούχων του Malcolm McLaren. Ο Bernie Rhodes, ένας από τους συνεργάτες του McLaren, εντόπισε τον ίδιο τύπο στην Kings Road του Λονδίνου. πλήρης με χακαρισμένα πράσινα μαλλιά και ένα σπιτικό μπλουζάκι «I HATE Pink Floyd». Ιεροσυλία εκείνη την εποχή.

Ο Malcolm McLaren – που είχε γίνει ο μάνατζερ του συγκροτήματος εκείνη τη στιγμή – έπεισε τον απρόθυμο και κυνικό John Lydon να κάνει οντισιόν στο μαγαζί του. Μιμούμενος το “Eighteen” του Άλις Κούπερ μπροστά σε ένα τζουκ μποξ, ο Lydon ξεκίνησε μια σειρά αυτοσαρκαστικών μορφασμών και χορών, ενώ οι άλλοι γελούσαν. Ωστόσο, κατά βάθος ήξεραν ότι είχαν βρει τον άνθρωπό τους, κάποιον που θα μπορούσε να βοηθήσει να εκφράσουν τις σκέψεις τους. Ο Lydon ήταν άτομο ανώτερης τάξης. Έμοιαζε και ακουγόταν σαν κανένας άλλος στη γη, και λόγω μιας παιδικής περιόδου μηνιγγίτιδας, είχε ένα βλέμμα που θα σκότωνε! Ο τέλειος front-man, εκτός από το ότι δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Αλλά τι σημασία είχε αυτό, όταν είχε κάτι να πει… Οι Sex Pistols άρχισαν σύντομα να κάνουν πρόβες, με τον Lydon (που σύντομα θα ονομαστεί Rotten λόγω των σάπιων δοντιών του) να παρέχει τους στίχους και τους Matlock και/ Jones να γράφουν τη μουσική. 

Έχοντας κάνει το ντεμπούτο τους ζωντανά μόλις τον Νοέμβριο του 1975, στις αρχές του 1976 το συγκρότημα άρχισε να παίζει πιο τακτικά ζωντανά. παίζοντας οπουδήποτε θα τους πήγαινε. Αυτή ήταν μια εποχή όπου το κούρεμα και τα ρούχα  θα μπορούσαν να  φέρουν  σοβαρά προβλήματα. 

Δεν πέρασε πολύς καιρός που ήρθαν στην προσοχή των δισκογραφικών εταιρειών. οι πάντα φιλόδοξοι Sex Pistols μαζί με τις επιχειρηματικές δεξιότητες του Malcolm McLaren (γνωστός και ως blagging) δεν είχαν καμία πρόθεση να υπογράψουν σε μια μικρή εταιρεία. Ήθελαν το μεγαλύτερο και καλύτερο. Η EMI κέρδισε τελικά τον πόλεμο. Το συγκρότημα υπέγραψε για 40.000 £ στις 8 Οκτωβρίου 1976. Μια πρόσφατη σύνθεση που έγραψε ο Rotten επρόκειτο να είναι το ντεμπούτο σινγκλ τους, «Anarchy in the UK»! Όπως η σκηνική του παρουσία, ο Rotten δεν φοβόταν να πει ή να κάνει τίποτα. Ήταν περισσότερο από χαρούμενος που έσπειρε τους σπόρους της δυσαρέσκειας. Το «Anarchy in the UK» κυκλοφόρησε τελικά στις 26 Νοεμβρίου 1976. προς μεγάλη αμηχανία του mainstream μουσικού Τύπου.

Τον Φεβρουάριο του 1977, o McLaren ανακοινώνει ότι ο Glen Matlock είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα" επειδή "του άρεσαν οι Beatles".Ο Steve και ο Paul ήταν φίλοι για χρόνια και ο John είδε την ευκαιρία του να ισορροπήσει τα πράγματα φέρνοντας τον παλιό του φίλο John Simon Ritchie/Beverley, γνωστό και ως Sid Vicious. Ο Sid  μάλλον ταίριαζε στην εικόνα της μπάντας καλύτερα από τον Matlock. Ο Sid ήταν ένας από τους πρώτους οπαδούς των Pistols. Αγαπούσε το συγκρότημα και ανυπομονούσε να γίνει μέλος. Παρόλο που πρακτικά δεν μπορεί να παίξει μπάσο.

Η A&M Records έγινε η νέα δισκογραφική των Pistols και το επόμενο σινγκλ τους ήταν το «God Save The Queen», ο εναλλακτικός Εθνικός Ύμνος του John Rotten. Για να ανακοινώσει τη συμφωνία της A&M, το συγκρότημα οργάνωσε μια παρωδία υπογραφής έξω από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ωστόσο, η μπάντα σύντομα βρέθηκε ξανά χωρίς δισκογραφική δουλειά. Μόνο δέκα μέρες αφότου υπέγραψαν στην A&M, οι Sex Pistols απολύθηκαν. Το επόμενο κυνήγι της δισκογραφικής εταιρείας τελείωσε με την υπογραφή τους στη Virgin Records του Richard Branson τον Μάιο του 1977. 

Η κυκλοφορία του «God Save The Queen» προκάλεσε σοκ στη χώρα. Το συγκρότημα είχε επίσης μια τέλεια συνεργασία με τον Jamie Reid σε έργα τέχνης. Αυτή ήταν η Βρετανία του 1977 πολύ πριν η Diana, Fergie, Edward και άλλοι παρόμοιοι είχαν εκθέσει τη Μοναρχία για αυτό που ήταν. Κανείς δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο δημόσια για αυτούς. Το έθνος ήταν στα όπλα. Κυβερνητικά μέλη του κοινοβουλίου ζήτησαν ακόμη και να κρεμαστεί το συγκρότημα στην Πύλη των Προδοτών του Λονδίνου!

Το μοναδικό άλμπουμ του συγκροτήματος Never Mind the Bollocks, Here's the Sex Pistols (1977) - νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο - αποτελεί βασικό δίσκο της πανκ ροκ. Τον Ιανουάριο του 1978, στο τέλος της υπερβολικής και ταραχώδους περιοδείας τους στις ΗΠΑ, ο Rotten ανακοίνωσε τη διάλυση του συγκροτήματος. Τους επόμενους μήνες, τα τρία εναπομείναντα μέλη του συγκροτήματος ηχογράφησαν τραγούδια για την κινηματογραφική εκδοχή του  McLaren της ιστορίας των Sex Pistols, The Great Rock 'n' Roll Swindle. Ο Vicious πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης τον Φεβρουάριο του 1979, μετά τη σύλληψή του για την υποτιθέμενη δολοφονία της φίλης του, Nancy Spungen. Οι Rotten, Jones, Cook και Matlock επανενώθηκαν για μια εξαιρετικά επιτυχημένη περιοδεία συναυλιών το 1996. Περαιτέρω μεμονωμένες παραστάσεις και σύντομες περιοδείες ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία.


Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

 Ο Quentin Tarantino αποδεικνύει με άλλη μία ταινία γιατί είναι κορυφαίος σκηνοθέτης. Στην ταινία αυτή λοιπόν, από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνεις πολλά, ότι πρόκειται δηλαδή για μια ακόμα καυστική σατιρική ταινία του Tarantino.  Ο Tarantino φέρνει στη μεγάλη οθόνη μία άκρως σατιρική και φανταστική ιστορία με γεγονότα που τάχα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία είναι πολύ ψαγμένη και έχει αμέτρητες αλληγορίες που με μία πρώτη ματιά δεν φαίνονται ξεκάθαρα.

 Ξεκινώντας από τον τίτλο, που μόνο τυχαίος δεν είναι, αφού είναι ορθογραφικά λάθος γιατί και η ιστορία είναι μία ψεύτικη και φανταστική εκδοχή του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, οι ``Άδωξοι Μπάσταρδη`` λοιπόν είναι μια ομάδα Εβραίων στρατιωτών που γουστάρει να σκοτώνει Ναζί για αντίποινα. Η ταινία έχει όλα τα χαρακτηριστικά κάθε ταινίας του Tarantino, δηλαδή καυστικό χιούμορ, μπόλικη ωμή βία, ξαφνικές αναταραχές εκεί που όλα κυλούν ομαλά, έντονη σατιρική χροιά και φυσικά πολλές αλληγορίες. Είναι πραγματικά απίστευτο το πώς ο σκηνοθέτης τονίζει στην ιστορία της σημασίας του κινηματογράφου, κάνοντας και εκφράζει την ιστορία του στην κατεχόμενη Γαλλία (πρόκειται για μπηχτή καθώς η Γαλλία κατά την διάρκεια του πολέμου ήταν πολύ αμφιλεγόμενη) , το πως παρουσιάζει τους Άγγλους αφήνοντας και πάλι υπονοούμενα και γενικότερα το πως στήνει αυτήν την φοβερή ταινία. Τεχνικά τώρα η ταινία είναι άψογη, με εξαιρετική μουσική, υπέροχα πλάνα και κοστούμια ή μάλλον στολές. 


Ο Tarantino μπορεί να μην αλλάζει στυλ, αλλά πραγματικά η όλη λεπτομερειακή δουλειά του είναι απίστευτη. Το καστ είναι πολύ καλό με εξαιρετικούς Ευρωπαίους ηθοποιούς, αλλά με πρωτοπόρους τους απίστευτους Brad Pitt και Christoph Waltz (πήρε το Όσκαρ Β` Ανδρικού).


   O εικονικός ηθοποιός Billy Drago: Με πλούσια καριέρα σε πολλά πεδία του κινηματογράφου ο Billy Drago ξεχώρισε για την παρουσία του στο The Untouchables του Brian De Palma και στο κλασικό γουέστερν Pale Rider με τον Clint Eastwood. Ο Drago έπαιξε σε πάνω 100 ταινίες. Μεταξύ αυτών ξεχώρισαν οι ταινίες του με τον Chuck Norris (Invasion U.S.A., Hero and the Terror, Terror and Delta Force 2: The Colombian Connection).

Στον horror κινηματογράφο είχε επίσης σημαντική παρουσία σε ταινίες όπως Vamp, Dark Moon Rising, Zombie Hunters, The Ritual, Children of the Corn: Genesis, The Hills Have Eyes (το remake του 2006), Tremors 4: The Legend Begins, και στο επεισόδιο Imprint της σειράς Masters of Horror. Στην τηλεόραση τον συναντήσαμε ακόμη σε επεισόδια παλιών αλλά κλασικών σειρών του sci-fi/horror πεδίου όπως The X-Files, Monsters και Friday the 13th: The Series.O Drago ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Silvana Gallardo από το 1980 μέχρι το θάνατό της το 2012.  Είχε δύο γιους, ο ένας απ τους δύο είναι ο  ηθοποιός  Darren E. Burrows .

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο στης 24 Ιουνίου 2019.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Νίκος Κούνδουρος (1980)


Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος σε συνέντευξη που παραχωρεί στη Δανάη Στρατηγάκη εξηγεί γιατί καταπιάστηκε με το θέατρο και για το έργο του  «Η Όπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. πηγή: Αρχείο της ΕΡΤ.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

 Ως frontman και κύριος τραγουδιστής και συνθέτης των Clash, ο Joe Strummer δημιούργησε μερικά από τα πιο φλογερά, πιο παθιασμένα punk rock -- και, πράγματι, rock & roll -- όλων των εποχών. Ο Strummer διεύρυνε τη μουσική  του πανκ με την αγάπη του για τη ρέγκε και το πρώιμο ροκ εν ρολ, και η χαρακτηριστική του φούσκα έδωσε μια παθιασμένη επείγουσα ανάγκη στο πολιτικό σλόγκαν που γέμισε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του. Μετά τη διάλυση των Clash το 1986 μετά το άλμπουμ Cut the Crap, ο Strummer ακολούθησε σποραδικά την υποκριτική ταινιών ενώ συνεισέφερε επίσης μουσική σε ταινίες του Alex Cox και κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, Earthquake Weather, το 1989. Αφού αποχώρησε από τη μουσική για πολλούς χρόνια, ένας αναζωογονημένος Strummer επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του '90 με ένα νέο συγκρότημα τους Mescaleros, κυκλοφορώντας τρία άλμπουμ που συνδύαζε το rock & roll με μια ποικιλία από ακούσματα παγκόσμιας μουσικής.

Ο Joe Strummer γεννήθηκε ως John Graham Mellor στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας από έναν ορφανό εν μέρει Αρμένιο, εν μέρει Άγγλο πατέρα και μια Σκωτσέζα μητέρα . Κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε οικοτροφεία του Λονδίνου, ο έφηβος Strummer βυθίστηκε στη ροκ και τη ρέγκε και άρχισε να κυκλοφορεί στους δρόμους με το πρόσφατα υιοθετημένο καλλιτεχνικό του όνομα. Το 1974, σχημάτισε το pub- ροκ συγκρότημα  the 101'ers, και παρόλο που ταρακούνησαν αρκετά δυνατά , αλλάξανε τα πράματα εντελώς όταν είδε τον τραγουδιστή Johnny Rotten με τους  Sex Pistols. Ο Strummer εγκατέλειψε αμέσως την παμπ ροκ για να ενταχθεί στο νεοσύστατο πανκ κίνημα και συνίδρυσε τους Clash το 1976, τα υπόλοιπα ήταν ιστορία. Έξι άλμπουμ, πολλά ακόμη σινγκλ και EP, και ένα συχνά λαμπρό έργο αργότερα, οι Clash διαλύθηκαν εν μέσω λυσσαλέων εσωτερικών διαμάχων.

Ο Strummer συνέβαλε με δύο τραγούδια στο soundtrack της ταινίας  Sid and Nancy του Alex Cox, ένα χρονικό του 1986 του αδικοχαμένου μπασίστα των Sex Pistols. Η συνεργασία του strummer με τον σκηνοθέτη Alex Cox ήταν εξαιρετική που αμέσως μετά ο Strummer  έπαιξε στις επόμενες δύο ταινίες του Cox, το Walker (το οποίο επίσης έγραψε την μουσική ο Strummer) και το περίεργο Western Straight to Hell. Η χαλαρή, φυσική παρουσία του στην οθόνη του κέρδισε περαιτέρω συνεργασία με τους σκηνοθέτες Robert Frank (1987 Candy Mountain) και Jim Jarmusch (το αναγνωρισμένο Mystery Train του 1989). Ο Strummer έγραψε επίσης πέντε τραγούδια για το soundtrack του Permanent Record του 1988. Το 1989,  κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ, Earthquake Weather, το οποίο συνδύαζε το straight-up rock & roll με πινελιές της παγκόσμιας μουσικής. Ωστόσο, μετά από μια προσωρινή θητεία που συμπλήρωσε  στους Pogues (τόσο ως ρυθμικός κιθαρίστας όσο και ως βασικός τραγουδιστής κατά τη διάρκεια της συναυλίας), ο Strummer σώπασε σε μεγάλο βαθμό μετά τις πολύ αρχές της δεκαετίας του '90.


Πέθανε σε ηλικία 50 ετών, στις 22 Δεκεμβρίου 2002, λίγο μετά την ηχογράφηση πολλών από τα κομμάτια του άλμπουμ. Ένας από τους πιο σημαντικούς και χαρισματικούς Βρετανούς frontmen του 20ου αιώνα, η ισότιμη ατζέντα του και το πάθος του για τα ανθρώπινα δικαιώματα άλλαξαν τις απόψεις πολλών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ως αποτέλεσμα, οι The Clash, με επικεφαλής τον παθιασμένο Strummer, ήταν κάτι περισσότερο από μια μπάντα: ήταν ένας τρόπος ζωής, μια φιλοσοφία και μια νοοτροπία. 

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

 Ο Max Schreck ήταν διάσημος Γερμανός ηθοποιός. Τον θυμούνται πιο συχνά σήμερα για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία Nosferatu (1922). Μια ταινία όπου έπαιζε το Βαμπίρ, Count Orlok και έκανε τον ίδιο και την ταινία πολύ δημοφιλή. Ο ίδιος έγινε χαρακτήρας στην ταινία του 2000 Shadow of the Vampire, η οποία έλεγε μια φανταστική εκδοχή της δημιουργίας του Nosferatu.Μοναχικός με ασυνήθιστη αίσθηση του χιούμορ και δεξιοτεχνία στο να υποδύεται γκροτέσκους χαρακτήρες. Ζούσε σε «έναν απομακρυσμένο και ασώματο κόσμο» και  περνούσε χρόνο περπατώντας μέσα στο δάσος



Ο Max Schreck γεννήθηκε στο Βερολίνο-Friedenau, στις 6 Σεπτεμβρίου 1879. Ο πατέρας του δεν ενέκρινε τον ολοένα αυξανόμενο ενθουσιασμό του Schreck για το θέατρο. Η μητέρα του Schreck έδωσε στο αγόρι χρήματα, τα οποία χρησιμοποίησε κρυφά για μαθήματα υποκριτικής, αν και μόνο μετά το θάνατο του πατέρα του παρακολούθησε δραματική σχολή. Μετά την αποφοίτησή του, ταξίδεψε για λίγο σε όλη τη χώρα με τον ποιητή και δραματουργό Demetrius Schrutz.

Ο Schreck έλαβε την εκπαίδευσή του στο Berliner Staatstheater (Κρατικό Θέατρο του Βερολίνου), ολοκληρώνοντάς τη το 1902. Έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή στο Meseritz και το Speyer, και στη συνέχεια περιόδευσε στη Γερμανία για δύο χρόνια, εμφανιζόμενος σε θέατρα στο Zittau, Erfurt, Bremen, Lucerne, Gera,  και Frankfurt am Main. Ο Schreck στη συνέχεια εντάχθηκε στην παρέα των καλλιτεχνών του Max Reinhardt στο Βερολίνο. Πολλά μέλη του θιάσου του Reinhardt συνέχισαν να συνεισφέρουν σημαντικά στη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία.

Για τρία χρόνια μεταξύ 1919 και 1922, ο Schreck εμφανιζόταν στο Kammerspiele του Μονάχου,  συμπεριλαμβανομένου ενός ρόλου στην εξπρεσιονιστική παραγωγή του του Bertolt Brecht, Trommeln in der Nacht (Τύμπανα στη νύχτα) στο οποίο έπαιξε τον «ιδιοκτήτη του φρικτού σόου» Glubb.  Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εργάστηκε επίσης στην πρώτη του ταινία Ο δήμαρχος της Zalamea. Το 1921 προσλήφθηκε στην Prana Film για την πρώτη και μοναδική παραγωγή της, Nosferatu (1922). Μια μεταφορά χωρίς άδεια του μυθιστορήματος  του Δράκουλα του Bram Stoker, η εταιρεία κήρυξε  πτώχευση μετά την κυκλοφορία της ταινίας για να αποφύγει την πληρωμή των εξόδων παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων στη χήρα του συγγραφέα, Florence Stoker. Ο Schreck απεικόνισε τον Κόμη Orlok, έναν χαρακτήρα ανάλογο με τον Κόμη Δράκουλα.

Ενώ ήταν ακόμη στο Μόναχο, ο Schreck εμφανίστηκε σε μια 16λεπτη , "σουρεαλιστική κωμωδία" γραμμένη από τον Bertolt Brecht με τους ηθοποιούς των καμπαρέ και θεατρικών έργων Karl Valentin, Liesl Karlstadt, Erwin Faber και Blandine Ebinger, με τίτλο Mysterien eines ( Friseursalons Mysteries of a Barbershop, 1923), σε σκηνοθεσία Erich Engel. Ο Schreck εμφανίστηκε ως τυφλός στην ταινία The Street (επίσης 1923).

Η δεύτερη συνεργασία του Schreck με τον σκηνοθέτη του Nosferatu F. W. Murnau ήταν η κωμωδία Die Finanzen des Grossherzogs (Τα Οικονομικά του Μεγάλου Δούκα, 1924).Ακόμη και ο Murnau δεν δίστασε να δηλώσει την περιφρόνηση του για την συγκεκριμένη ταινία. Το 1926, ο Schreck επέστρεψε στο Kammerspiele στο Μόναχο και συνέχισε να παίζει σε ταινίες οι οποίες πλέον είχαμε την έλευση του ήχου μέχρι το 1936, όταν πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια.

Στον χαοτικό κόσμο του rock 'n' roll, στον οποίο η διάρκεια ζωής των περισσότερων συγκροτημάτων μπορεί να μετρηθεί σε λίγα χρόνια ή μερικούς μήνες, ο John Kay και οι Steppenwolf έχουν αναδειχθεί ως ένα από τα πιο ανθεκτικά και σεβαστά συγκροτήματα της ροκ, αποδίδοντας σκληρά αποτελέσματα. -Hitting, προσωπικά-φορτισμένη μουσική για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.

Στα τέλη της δεκαετίας του 60, οι Steppenwolf ενσάρκωσαν την κοινωνική, πολιτική και φιλοσοφική ανησυχία εκείνης της εποχής, χτίζοντας ένα εντυπωσιακό , ασυμβίβαστο rock 'n' roll που διατηρεί τη συναισθηματική του απήχηση περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά τη δημιουργία του συγκροτήματος. Τέτοια κομμάτια  όπως "Born to Be Wild", "Magic Carpet Ride", "Rock Me" και "Monster" βρίσκονται ανάμεσα στους πιο ανεξίτηλους ύμνους του Rock.

Σε τελευταία μέτρηση, οι παγκόσμιες πωλήσεις δίσκων του συγκροτήματος ξεπερνούν τα 25 εκατομμύρια . Τα τραγούδια του παραμένουν στο κλασικό ροκ ραδιόφωνο και έχουν λάβει άδεια χρήσης σε περίπου 50 κινηματογραφικές ταινίες και σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό τηλεοπτικών προγραμμάτων. Και, εκτός από το ότι ήταν το πρώτο συγκρότημα που χρησιμοποίησε τον όρο «heavy metal» σε ένα τραγούδι (στο «Born to Be Wild»), το punchy στυλ των Steppenwolf βοήθησε στην καθιέρωση των θεμελιωδών θεμελίων του hard-rock ήχου που θα άνθιζε τη δεκαετία του 70. 

Το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1968, που ηχογραφήθηκε σε μόλις τέσσερις ημέρες, εισήγαγε την εικονοκλαστική προσέγγιση του συγκροτήματος, η οποία συνδύαζε έναν σκληρό ήχο με μπλουζ ρίζες, μια τάση για επίκαιρους στίχους και το έντονο γρύλισμα του Kay, του οποίου η παρουσία και οι αποχρώσεις  είναι μια από τις πιο μαγνητικές και αναγνωρίσιμες φιγούρες της εποχής.

Οι Steppenwolf εμφανίστηκαν σύντομα ως ένα από τα λίγα συγκροτήματα στα τέλη της δεκαετίας του '60 που ξεπέρασαν με επιτυχία το προσανατολισμένο στην ποπ mainstream AM και το hip underground των FM, σημειώνοντας σημαντική επιτυχία τόσο στα τσαρτ σινγκλ όσο και στα άλμπουμ . Το "Born to Be Wild" έγινε η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Steppenwolf και στη συνέχεια εμφανίστηκε σε εξέχουσα θέση (μαζί με την έντονη ανάγνωση από το συγκρότημα της σύνθεσης κατά των σκληρών ναρκωτικών "The Pusher" του Hoyt Axton ") στη θεμελιώδη ταινία της δεκαετίας του '60 Easy Rider.

Η δυναμική τους καριέρα και η μουσική εξέλιξη του συγκροτήματος συνεχίστηκαν με άλμπουμ με μπεστ σέλερ όπως το Steppenwolf The Second (το οποίο απέδωσε ένα άλλο κλασικό Top Five στο "Magic Carpet Ride"), At Your Birthday Party (το οποίο δημιούργησε την επιτυχία στο Top Ten "Rock Me"). το φιλόδοξα εννοιολογικό Monster (του οποίου το πολιτικά προκλητικό ομώνυμο κομμάτι έγινε έκπληξη), το Steppenwolf Live (το οποίο περιλάμβανε το single στούντιο "Hey Lawdy Mama"), το Steppenwolf 7 και το For Ladies Only. Στην πορεία, διάφορα μέλη πηγαινοέρχονταν, με τον μπασίστα Moreve να αποχωρεί στα τέλη του 1968. Αρχικά αντικαταστάθηκε από το πρώην μέλος των Sparrow, Nick St. Nicholas, πριν αντικατασταθεί στις αρχές του 1970 από τον George Biondo. Ο κιθαρίστας Monarch αποχώρησε το 1969, αντικαταστάθηκε πρώτα από τον Larry Byrom και στη συνέχεια από τον Kent Henry.

Το συγκρότημα διαλύθηκε μετά από μια αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Λος Άντζελες την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, 1972. Ο Kay συνέχισε μια σύντομη σόλο καριέρα, σημειώνοντας μια μικρή σόλο επιτυχία το 1972 με το "I'm Movin' On" από το άλμπουμ του Forgotten Songs and Unsung Heroes. Αν και έλαβε γενικά υψηλούς βαθμούς από τους περισσότερους κριτικούς, οι πωλήσεις άλμπουμ ήταν απογοητευτικές στις ΗΠΑ. Ο Kay κυκλοφόρησε ένα δεύτερο σόλο άλμπουμ το 1973 για την εταιρεία Dunhill με τίτλο My Sportin' Life. Αυτό το άλμπουμ πούλησε λιγότερα από το πρώτο του σόλο άλμπουμ και ήταν λιγότερο τραχύ και πιο ήχο στο στούντιο του LA.


Οι  Steppenwolf επανενώθηκαν το 1974 με τη βασική τους σύνθεση των Kay, Edmonton και McJohn, μαζί με τον μακροχρόνιο μπασίστα Biondo και τον νεοφερμένο Bobby Cochran, ανιψιό του Eddie Cochran, στην κιθάρα. Το πρώτο τους άλμπουμ επανένωσης ήταν το Slow Flux, το οποίο περιλάμβανε την τελευταία τους επιτυχία, "Straight Shootin' Woman".Το άλμπουμ που ακολούθησε, Skullduggery (1976), με τον Wayne Cook στα πλήκτρα, κυκλοφόρησε χωρίς περιοδεία για να το υποστηρίξει και στις αρχές του φθινοπώρου του 1976, οι Steppenwolf διαλύθηκαν για δεύτερη φορά. 


Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

 Όπως είναι ευρέως γνωστό, η κομβική στιγμή στην ιστορία των Tuxedomoon είναι η περίοδος του Desire. Η ηχογράφηση αυτού του δεύτερου οριακού άλμπουμ τους γίνεται το φθινόπωρο του 1980 για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος και πιο συγκεκριμένα στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ίδιων, η ταυτόχρονη εκλογή του προέδρου Ρίγκαν πίσω στις ΗΠΑ, είναι εκείνο το γεγονός που τελικά θα τους κάνει να ρίξουν μια για πάντα μαύρη πέτρα στην πατρίδα τους. Μετά από μία μικρή περιπέτεια στο Ρότερνταμ


, εγκαθίστανται οριστικά στο Βέλγιο ενώ ταυτόχρονα το Desire τους κάνει γνωστούς στην Ευρώπη και παραμένει μέχρι σήμερα, κατά γενική ομολογία, η καλλιτεχνική τους κορυφή. Ένα χρόνο αργότερα, ο Reininger ξεκινάει τις σόλο ηχογραφήσεις του ενώ το 1983 θα αποχωρήσει από το γκρουπ έπειτα από μία επεισοδιακή επίσκεψη στην Ιταλία όπου είχαν μεταβεί για να συνθέσουν και να παρουσιάσουν ζωντανά το άλμπουμ The Ghost Sonata.

Το Desire είναι αυτό που θα τους κάνει γνωστούς και στην Ελλάδα καθώς ο Πετρίδης και η PolyGram κόβουν και σε ελληνική κόπια αυτό το κλασικό πλέον άλμπουμ. Είναι τέτοια δε η αποδοχή τους εδώ, που ακόμα και οι σόλο δίσκοι του Reininger θα βρουν αμέσως ελληνική δισκογραφική στέγη στη Music Box.

Πηγή:merlinsmusicbox


 «Γαμπρός από το Λονδίνο», παραγωγής Finos Film, η οποία αποτέλεσε το πρώτο ελληνικό remake στον ελληνικό κινηματογράφο




Λίγες ημέρ
ες πριν το Απριλιανό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, στις 17 του ίδιου μήνα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους της Αθήνας μια ταινία που έμελε να αποτελέσει μια από τις πλέον χαρακτηριστικές ερμηνείες του Κώστα Βουτσά.

Ήταν η ταινία «Γαμπρός από το Λονδίνο», παραγωγής Finos Film, η οποία αποτέλεσε το πρώτο ελληνικό remake στον ελληνικό κινηματογράφο, αφού ουσιαστικά ήταν επανέκδοση της ταινίας του Αλέκου Σακελλάριου «Παπούτσι από τον τόπο σου», του 1946.


Η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη, σε σενάριο δικό του και του Αλέκου Σακελλάριου.

Η υπόθεση του έργου ήθελε τον Κώστα (Κώστας Βουτσάς), ένα νεαρό που εργάζεται στο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του κυρίου Περικλή (Περικλής Χριστοφορίδης), να είναι αρραβωνιασμένος με την κόρη του (Καίτη Ιμπροχώρη), η οποία όμως είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλο (Γιώργος Τσιτσόπουλος).



Μια μέρα, θα βρεθεί στο δρόμο του η Μαίρη (Νόρα Βαλσάμη), η οποία αποπειράται να αυτοκτονήσει επειδή την εγκατέλειψε ο Άγγλος αγαπημένος της.

Αφού την σώζει, ο Κώστας πείθεται να υποδυθεί τον πλούσιο Άγγλο φίλο της, για να τη βοηθήσει να αντιμετωπίσει των αυστηρών αρχών πατέρα της Κυριάκο, που υποδύεται ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.


Φυσικά η αλήθεια δεν αργεί να αποκαλυφθεί, αφού ο αδελφός της Μαίρης γίνεται η αιτία να αποκαλυφθεί η διπλοπροσωπία του Κώστα και τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή.

Ωστόσο το τέλος είναι καλό, αφού οι δύο νέοι παντρεύονται. Μοναδική η ερμηνεία του Βουτσά ως Άγγλου, με κορύφωση τις στιγμές που προσπαθεί να χορέψει το σέικ της εποχής!

Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα, ενώ στο τραγούδι εμφανίζονται ο Γιώργος Ζαμπέτας και η Βίκυ Μοσχολιού.

Η ταινία ήταν διάρκειας 74 λεπτών και στην πρώτη της προβολή έκοψε 316.940 εισιτήρια.

Πηγη- www.ellinikoskinimatografos.gr

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Η μοναδική τηλεοπτική συνέντευξη της Γεωργίας Βασιλειάδου (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ, ...

Πρόκειται για αποσπάσματα από την μοναδική τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε η ηθοποιός Γεωργία Βασιλειάδου. Δόθηκε στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο το 1978 για την εκπομπή "Ελεύθερος ρεπόρτερ". Αναμεταδόθηκε στην εκπομπή της Μπήλιως Τσουκαλά "Έχει γούστο" πριν από μια δεκαετία.


 


Πριν ο τραγουδιστής και συνθέτης Marc Almond ξεκινήσει την αναγνωρισμένη και παραγωγική σόλο καριέρα του, κέρδισε φήμη ως μέλος των Soft Cell, του πρωτοποριακού ηλεκτρονικού ντουέτου που δημιούργησε τη μεγάλη επιτυχία "Tainted Love". Οι Soft Cell (μαζί με τους Human League και αργότερα τους Pet Shop Boys) είναι τα πρώτα γκρουπ στην ιστορία της μουσικής που κυκλοφόρησαν μεγάλης διάρκειας remix albums, λίγο μετά την κυκλοφορία των «κανονικών» δίσκων.O διεθνώς αναγνωρισμένος καλλιτέχνης έχει κάνει τη σημαντικότερη συμβολή του στη μουσική ως επιτυχημένος τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ερμηνευτής που λατρεύεται από κριτικούς σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Από αυτό το ορόσημο της electro-pop το 1981, ο Almond έχει αφιερώσει σταθερά την καριέρα του στην εξερεύνηση της τέχνης του τραγουδιού».

Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Almond ήταν πάντα χαρούμενος να ερμηνεύει τη μουσική άλλων τραγουδοποιών, ανεξάρτητα από το στυλ. Για παράδειγμα, διασκεύασε με επιτυχία τη μουσική του Jacques Brecht, μελωδίες από τη δεκαετία του 60 που προορίζονταν να ερμηνευτούν από γυναίκες τραγουδίστριες, ακόμα και από την ποπ σούπερ σταρ Madonna με τη διασκευή του "Like a Prayer". O Almond έχει επίσης συνεργαστεί με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών, μερικοί από τους οποίους περιλαμβάνουν τους Gene Pitney, Nico, Nick Cave, The The, PJ Proby, Coil, Bronski Beat, Jim "Foetus" Thirlwell, Psychic TV, Sally Timms of the Mekons, και Andi Sex Gang. Και ενώ πηδούσε από εταιρεία σε εταιρεία ως σόλο καλλιτέχνης ηχογράφησης, ο Almond, γνωστός ως ένας από τους πιο αντιεμπορικούς αλλά και εμπορικούς μουσικούς στον κόσμο της ποπ, διατήρησε αφοσιωμένους θαυμαστές και περιστασιακά έκανε επιτυχία στα ευρωπαϊκά και βρετανικά τσαρτ.

Ο Peter Marc Almond γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1956 στο Southport του Lancashire της Αγγλίας. Το 1979, στο Λιντς της Αγγλίας, ο Almond, , συνεργάστηκε με τον πληκτρά Dave Ball για να ιδρύσουν τους Soft Cell, το πρώτο επιτυχημένο ηλεκτρο-ποπ δίδυμο της Μεγάλης Βρετανίας. Η επιτυχία τους προέκυψε από το μείγμα προσωπικότητας των Soft Cell, εκτός από την περσόνα  του Almond και τη ζεστή και λαμπερή αλλά μερικές φορές οδυνηρή μουσική. Αν και ο Τύπος μισούσε τους υπερβολικά στυλιζαρισμένους τρόπους του Almond, οι θαυμαστές απολάμβαναν τις γελοιότητες του επί σκηνής. Σε μόλις τέσσερα χρόνια μαζί, οι Soft Cell απόλαυσαν μια σειρά από διεθνείς επιτυχίες, φτάνοντας το 1981 με την πιο επιτυχημένη τους, την έκδοση πολλών εκατομμυρίων πωλήσεων του τραγουδιού της Gloria Jones "Tainted Love". Το σινγκλ ακολούθησαν άλλες δημοφιλείς επιτυχίες όπως τα "Bedsitter", "Numbers", "Torch" και "Say Hello, Wave Goodbye". Το πρώτο σινγκλ των Soft Cells, το "Memorabilia" του 1981, ήταν ο πρώτος δίσκος techno, που έθεσε τη βάση για ένα εντελώς νέο κίνημα στην ποπ μουσική.

Όταν οι Almond and Ball διαλύθηκαν το 1984, οι Soft Cell είχαν πουλήσει πάνω από δέκα εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως και το στυλ τους θα επηρέαζε την επόμενη γενιά συγκροτημάτων που ακολούθησαν, από τους Pet Shop Boys και τους Divine Comedy μέχρι τους Pulp, τους Blur και άλλους. Οι κριτικοί επισημαίνουν το άλμπουμ του ντουέτου του 1981 για τη Sire Records, Non-Stop Erotic Cabaret, ως την καλύτερη προσφορά των Soft Cell. 

Εν τω μεταξύ, ξεκινώντας το 1982, ο Almond είχε δημιουργήσει ένα project με τίτλο Marc and the Mambas . Με τους συναδέλφους του Billy McGee και την κλασικά εκπαιδευμένη Annie Hogan (και οι δύο παρέμειναν με τον Almond κατά τη διάρκεια των σόλο ενασχόλησής του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80), ο Almond ηχογράφησε δύο διπλά άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1983: Untitled και Torment and Toreros. Διαθέτοντας μια κυρίως ακουστική σύνθεση και μια μικρή ορχήστρα, στοιχείο επηρεασμένο από μουσικούς και συγκροτήματα από το My Life Story και το Rialto έως το Tricky τόσο στο στούντιο όσο και στη συναυλία, οι Mambas καθιέρωσαν σταθερά την αξιοπιστία του Almond ως καλλιτέχνη. Επιπλέον, το έργο έδωσε τη δυνατότητα στον Almond να εξερευνήσει μια ποικιλία από στυλ εκτός από την electro-pop. Με τους Untitled, για παράδειγμα, ο Almond διασκεύασε τραγούδια των Jacques Brel, Scott Walker και Lou Reed.

Μετά την απόσυρση των Mambas, ο Almond ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τη μουσική . Ωστόσο, η αποχώρηση του ήταν σύντομη, καθώς το 1984 κυκλοφόρησε ένα σινγκλ με τίτλο "The Boy Who Came Back", καθώς και το πρώτο του σόλο άλμπουμ, Vermine in Ermine. Η μετάβαση από τον αρχηγό του συγκροτήματος σε σόλο καλλιτέχνη αποδείχτηκε καρποφόρα, με τον Almond  να παράγει μια σειρά από διαφορετικά  άλμπουμ που πάντα πήγαιναν το κοινό του σε μια νέα κατεύθυνση. Ακολούθησε το ντεμπούτο του, αφού άφησε τη δισκογραφική Phonogram και υπέγραψε με τη Virgin Records, με το Stories of Johnny, ένα άλμπουμ που παρουσίαζε την αναμφισβήτητη δύναμη του Almond ως τραγουδιστή και όχι ως παραδοσιακό τραγουδιστή της ροκ/ποπ.

Το 1986, ο Almond κυκλοφόρησε το mini-LP A Woman's Story, μια σκοτεινή συλλογή διασκευών τραγουδιών που, δεδομένης της ανοιχτής αμφιφυλοφιλίας και της γοητείας του τραγουδιστή με το cross-dressing, απέδειξε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τραγούδια που προορίζονταν για γυναίκες χωρίς να αλλάξει το φύλο. Το στριμμένο, αμφιλεγόμενο αλλά μουσικά εντυπωσιακό Mother Fist and Her Five Daughters, έφτασε το 1987 σε υποστηρικτικές κριτικές.

Η πρώτη κυκλοφορία του Almond για την εταιρεία Parlophone, το The Stars We Are του 1988, έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του. το ντουέτο "Something's Gotten Hold of My Heart", που τραγουδήθηκε με τον George Pitney, χάρισε και στους δύο καλλιτέχνες την πρώτη τους νούμερο ένα επιτυχία ως σολίστ. Το 1990, ο Almond επέστρεψε με ένα άλμπουμ με τραγούδια του Jacques Brel, Jacques, ακολουθούμενο από το Enchanted. Όμως, παρά το γεγονός ότι συμπεριέλαβε μερικά από τα καλύτερα έργα του Almond, κανένα από τα δύο δεν έτυχε μεγάλης δημοφιλούς προσοχής. Ωστόσο, ο Almond επέστρεψε στα charts το 1992 όταν ένα ριμέικ του "The Days of Pearly Spencer" του David McWilliams, από το Almond's Tenement Symphony, μπήκε στην πεντάδα της Βρετανίας.

Το φθινόπωρο του 1992, ο Almond έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να αποχωρήσει  πραγματοποιώντας δύο αναδρομικές συναυλίες στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, που τεκμηριώθηκαν στο άλμπουμ του 1993 Twelve Years of Tears. Ένα άλμπουμ χαμηλών τόνων με τίτλο Absinthe: The French Album, μια συλλογή από παλιά γαλλικά τραγούδια και διασκευές ποιημάτων των Baudelaire και Rimbaud. Στη συνέχεια, δύο χρόνια αργότερα, το 1995, ο Almond κυκλοφόρησε το Treasure Box, με το glam-rock single "The Idol" και επέστρεψε στη σκηνή με ένα νέο συγκρότημα. Την επόμενη χρονιά, ο ερμηνευτής κυκλοφόρησε το Fantastic Star, που ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη . Μια λιγότερο συμβατική προσπάθεια με τον Jim Thirlwell που συνδύαζε camp και industrial μουσική, το ενοχλητικό Flesh Volcano/Slut εμφανίστηκε το 1998.

Τον Μάρτιο του 1999, ο Almond κυκλοφόρησε το Open All Night. Το άλμπουμ περιλάμβανε επίσης δύο ντουέτα: "Threat of Love", με τους Siouxsie Sioux and the Creatures και "Almost Diamonds", με την τραγουδίστρια των Sneaker Pimps, Kelly Dayton. Για να προσθέσει στη μακρά λίστα των μουσικών του τίτλων, ο Almond έγραψε επίσης μια ανθολογία ποιημάτων και στίχων με τίτλο A Beautiful Twisted Night, που διατέθηκε τον Απρίλιο του 1999 από τους εκδότες Ellipsis, και μια αυτοβιογραφία με τίτλο Tainted Life, που εκδόθηκε από τον Macmillan.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

 Tι κάνει τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ μία από τις πιο θρυλικές ταινίες τρόμου που γυρίστηκαν ποτέ; Μερικά χρόνια πριν αρχίσει να δουλεύει για τη δημιουργία της «Λάμψης», ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε σκηνοθετήσει το «Barry Lyndon», μια ταινία του 1975 με μεγάλες δυσκολίες στην αναπαράσταση των εικόνων της εποχής της αγγλικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, που ήταν επίτευγμα από άποψη τεχνικής, αλλά και με τεράστια καλλιτεχνική αξία, που ωστόσο δεν κατάφερε ούτε κόσμο να φέρει στα αμερικανικά σινεμά ούτε και καλές κριτικές να πάρει στην πρώτη προβολή της.   Οι Αμερικανοί κριτικοί το έθαψαν επειδή το βρήκαν «πολύ μεγάλης διάρκειας και πολύ αργό», η επιτυχία δεν ήρθε και ο Κιούμπρικ, αφού συνήλθε από τη μεγάλη απογοήτευση, αποφάσισε να κάνει μια ταινία που θα έπειθε τον κόσμο να πάει στις αίθουσες να τη δει αλλά και άρτια καλλιτεχνικά, για να ξανακερδίσει την αίγλη που του στέρησε η αποτυχία.   Αποφάσισε να μελετήσει τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ, ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς των '70s, έτσι κλείστηκε στο γραφείο του και άρχισε να διαβάζει τους σωρούς από τα βιβλία τρόμου που του έφερναν μαζικά οι συνεργάτες του. Η γραμματέας του αναφέρει ότι άκουγε ασταμάτητα τον ήχο του κάθε βιβλίου που πετούσε στον τοίχο, απορρίπτοντάς το, αφού διάβαζε τις πρώτες σελίδες. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πως το The Shining είναι από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών, μια ταινία σταθμός στο είδος της και όχι μόνο; Κανείς! Δύο τέρατα του σύγχρονου κινηματογράφου ένωσαν τις δυνάμεις τους για να έχουμε την δυνατότητα να θαυμάζουμε αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα. Ο Stephen King, πάνω στην νουβέλα του οποίου και βασίστηκε η ταινία και ο Stanley Kubrick ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή δεν ήταν τόσο ομαλή καθώς, πολλές οι διαφωνίες ανάμεσα στους δυο τους. Το αποτέλεσμα παρ`όλα ταύτα, δικαίωσε και τους δύο. Ο Κιούμπρικ έκανε κάποιες αλλαγές στο σενάριο της ταινίας, με αποτέλεσμα ο Κίνγκ να απογοητευθεί και να γράψει το σενάριο της ομώνυμης τηλεταινίας (1997). Η Λάμψη είναι η δεύτερη καλύτερη ταινία τρόμου, ακολουθώντας την ταινία Ψυχώ, του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αναπτύσσει με ιδιαίτερη μαεστρία την κεντρική ιδέα της απομόνωσης και το πώς αυτή οδηγεί στην παράνοια, ενώ χρησιμοποιεί πολλούς συμβολισμούς στην ταινία(θίγει το ρατσισμό), καλώντας τον θεατή να τους αποκωδικοποιήσει. Ο Jack Nicholson δίνει ρεσιτάλ τρόμου κι ερμηνείας, που σου δημιουργεί την αίσθηση πως είναι όντως παρανοϊκός, ενώ τόσο ο επιστάτης και ο μικρός Danny, αποτελούν σημεία-κλειδιά της ταινίας.Τα μεγαλειώδη σκηνικά του Ρόι Γουόκερ και η ψυχρή φωτογραφία του Τζον Άλκοτ κάνουν θαύματα, ενώ η μουσική, από τα ηλεκτρονικά τινάγματα της Γουέντι (πρώην Γούλτερ) Κάρλος μέχρι τα κλασικά favorites του σκηνοθέτη από τον Πεντερέσκι και τον Λιγκέτι, προσδίδουν απόκοσμη συνοδεία σε αυτό που κάποιοι, σε μια τρίτη ανάγνωση, θεωρούν μια κολοσσιαία αλληγορία για τη σφαγή των Ινδιάνων ‒ καθώς το ξενοδοχείο, όπως δηλώνεται στην αρχή της ταινίας, είναι χτισμένο πάνω σε νεκροταφείο Native Americans.


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

  Shane Black: ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους σεναριογράφους στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Black έφτασε στην κορυφή της κατηγορίας με το πρώτο του σενάριο, το "Lethal Weapon" (1987), το οποίο αναζωογόνησε το είδος των φίλων του αστυνομικού καθ' οδόν για να γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς. 

Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, ο Black εργάστηκε ως δακτυλογράφος σε ένα προσωρινό πρακτορείο, ως υπάλληλος εισαγωγής δεδομένων για τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 και ως εισαγωγέας σε έναν κινηματογράφο του Westwood. Τελικά ζήτησε οικονομική υποστήριξη από τους γονείς του κατά τη διάρκεια της εξάμηνης ανάπτυξης ενός σεναρίου, The Shadow Company, ενός υπερφυσικού θρίλερ που διαδραματίζεται στο Βιετνάμ. Με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Fred Dekker, το σενάριο του το έδωσε σε ένα στέλεχος ενός κινηματογραφικού στούντιο. Αυτό προσέλκυσε στελέχοι της 20th Century Fox, που ενδιαφέρθηκαν να γράψει σενάρια ο Black .

 Τελικά ο Black έγραψε ένα σενάριο ταινίας δράσης, το Lethal Weapon, σε περίπου έξι εβδομάδες, κάτι που του έδωσε μια συμφωνία 250.000 δολαρίων με τη Warner Bros.  Το Predator, μια ταινία για την οποία ο  Black επίσης ασχολήθηκε με το σενάριο ,αν και δεν έχει διαδοθεί πολύ. Ταυτόχρονα, ο Black βοήθησε τον Dekker να γράψει το The Monster Squad, το οποίο μαζί με το Lethal Weapon και το Predator κυκλοφόρησαν το 1987.Από τότε, ο Black έπαιξε σε πέντε επιπλέον ταινίες και σε δύο επεισόδια για την τηλεοπτική σειρά Dark Justice.

Μόλις η Warner Bros ζήτησε τη συνέχεια του Lethal Weapon, ο Black έγραψε το πρώτο προσχέδιο του Lethal Weapon 2 με τη βοήθεια του μυθιστοριογράφου Warren Murphy. Αν και δεν χρησιμοποιήθηκε, ο Black είπε σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις ότι η Warner Bros δεν άρεσε το αρχικό του σενάριο για το Lethal Weapon 2, το οποίο είχε επίσης τίτλο Play Dirty, λόγω του πόσο σκοτεινό και βίαιο ήταν και λόγω της απόφασής του να σκοτώσει το main χαρακτήρα Martin Riggs στο τέλος του σεναρίου. Ωστόσο, άλλοι θεώρησαν ότι το σενάριό του ήταν εξαιρετικό, και ο ίδιος το θεωρεί ως το καλύτερο έργο του και το καλύτερο σενάριο που έχει γράψει ποτέ. Αν και πολλοί θαυμαστές προσπάθησαν να βρουν ένα αντίγραφό του, η έκδοση του σεναρίου του Black δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Νιώθοντας εξαντλημένος και έχοντας συγκρούσεις με το στούντιο, ο  Black άφησε το έργο μετά από έξι μήνες, κερδίζοντας μόνο 125.000 $ για τη δουλειά του. Μετά από δύο  χρόνια, ο  Black αποφάσισε να αναλάβει μια παλιά του ιδέα που προέκυψε κατά την παραγωγή του Lethal Weapon και να τη μετατρέψει σε πλήρες σενάριο. Το αποτέλεσμα, The Last Boy Scout, του κέρδισε 1,75 εκατομμύρια δολάρια το 1991.  Θα έκανε επίσης ρεκόρ λαμβάνοντας 4 εκατομμύρια δολάρια για τη συγγραφή του The Long Kiss Goodnight το 1994.

Ο Black έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το Kiss Kiss Bang Bang του 2005, και αργότερα σκηνοθέτησε (και συνέγραψε με τον Drew Pearce) το Iron Man 3 του 2013, το οποίο κατατάσσεται ως η δέκατη πέμπτη ταινία με τις περισσότερες εισπράξεις όλων των εποχών παγκοσμίως.




Σκηνοθέτησε και συνυπέγραψε το Edge,  μια σειρά για τα Amazon Studios.  Ακολούθησε η κωμωδία δράσης The Nice Guys, με πρωταγωνιστές τους Russell Crowe και Ryan Gosling, και παραγωγή του Joel Silver. Στη συνέχεια  σκηνοθέτησε την τέταρτη ταινία της σειράς Predator , την οποία έγραψε μαζί με τον Fred Dekker. Η ταινία κυκλοφόρησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2018.

Εδώ ξεκίνησαν όλα. Η μεγάλη επιτυχία ,το αριστούργημα Το Stagecoach ήταν το πρώτο γουέστερν του John  Ford  και βοήθησε να ανυψωθεί το είδος από το καθεστώς του B-film στο σοβαρό. Kαι καθιερώνοντας το είδος όπως το ξέρουμε σήμερα. Το σενάριο είναι μια προσαρμογή του Dudley Nichols του «The Stage to Lordsburg», ένα διήγημα του Ernest Haycox.

Η πεμπτουσία μιας ομάδας αγνώστων που συγκεντρώνονται σε εξαιρετικές περιστάσεις, το Stagecoach παρουσιάζει εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ  Claire Trevor, John Carradine και Thomas Mitchell και, φυσικά, τον John Wayne, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο , ως ο τολμηρός  Ringo Kid. Εξαιρετικά γυρισμένο και προσεκτικά επεξεργασμένο, το Stagecoach (το πρώτο ταξίδι του Ford στην κοιλάδα  Monument Valley) είναι η αφήγηση του Χόλιγουντ στα καλύτερά του.



Η  “Ταχυδρομική Άμαξα” αποτελεί την πεμπτουσία του γουέστερν και από της κορυφαίες στιγμές στην ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου. Μια άμαξα που διασχίζει την έρημο του Monument Valley γίνεται στόχος των ινδιάνων. Αυτή η φαινομενικά συνηθισμένη ιστορία μετουσιώνεται σε διαχρονική , στα χέρια του μεγάλου σκηνοθέτη John ford.

Είναι η ταινία που είδε και μελέτησε δεκάδες φορές ο μεγάλος Orson Welles προτού γυρίσει τον “Πολίτη Κέιν”. Ο ford δημιουργεί έναν πλούτο χαρακτήρων , η παρουσία των οποίων προσδίδει στην ταινία κλασσική αξία.

Οι επιβάτες της άμαξας είναι ετερόκλητες προσωπικότητες .Δεν είναι οι καλοί η κακοί αλλά απλά ανθρώπινοι , δηλαδή αληθινοί: Ένας τραπεζίτης, ένας χαρτοπαίχτης, ένας αλκοολικός γιατρός, που τελικά στην κρίσιμη ώρα θα επιτελέσει το καθήκον του, μια πόρνη, που διαθέτει περισσότερη παρρησία και αξιοπρέπεια από τη γυναίκα του αξιωματικού, και ένας επικηρυγμένος, που όμως θα συνδράμει τους άλλους στον κίνδυνο...

 Η ταινία κέρδισε 2 Όσκαρ (Β Ανδρικού ρόλου , Μουσικής)

 Betty Davis:Η σταρ τραγούδησε μεγάλες επιτυχίες όπως οι Get Ready for Betty, It's My Life και If I'm In Luck I Might Get Picked Up, μεταξύ 1964 και 1975.

Η Betty παντρεύτηκε το 1968 τον τραγουδιστή Miles Davis, με τον οποίο είχαν 19 χρόνια διαφορά. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έναν χρόνο και τελείωσαν τη συνεργασία τους το 1969, κατά τη διάρκεια όμως της σχέσης τους έκαναν μαζί μουσική.

Η Davis κυκλοφόρησε το ομότιτλο ντεμπούτο της άλμπουμ για τον προωθητή του Woodstock, Michael Lang's Just Sunshine Records το 1973, με άλλα δύο στούντιο άλμπουμ στο They Say I'm Different (1974) και το Nasty Gal (1975), που κυκλοφόρησε από την Island Records τα επόμενα χρόνια.

Κανένα από αυτά τα άλμπουμ δεν είχε σημαντικές εμπορικές επιτυχίες, αλλά η Ντέιβις είχε πολλούς θαυμαστές λόγω των ανοιχτά σεξουαλικών στίχων και του στυλ ερμηνείας της.

Πηγή: fosonline.gr

ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ [Νέο!]

Συνάντηση με τον Ηλία Κακλαμάνη που μας μίλησε για την καριέρα του και την ζωή του. Μαζί ο Έντυ και ο Παναγιώτης ο "Βιντεοκλαμπάς". 9-2-2022

 Lonely Are The Brave (1962) :Ο ίδιος ο Kirk Douglas θεωρεί το Lonely Are the Brave ως το αγαπημένο του έργο και ο γιος Michael Douglas τη θεωρεί ως την καλύτερη ταινία του πατέρα του. Το Lonely are the Brave ανοίγει ως τυπικό γουέστερν με έναν καουμπόη να κοιμάται στο έδαφος κοντά στο άλογό του, αλλά μετά ακούμε κινητήρες τζετ και αμέσως καταλαβαίνουμε ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι η Παλιά Δύση, αλλά ένα σύγχρονο γουέστερν. Βασίζεται σε ένα βιβλίο που ονομάζεται Brave Cowboy του Edward Abbey. Ο Kirk Douglas ήθελε να ονομάσει αυτή την ταινία The Last Cowboy, και αυτό θα ήταν όντως καλό όνομα, όπως θα δείτε.

Ο Kirk Douglas ήταν το 1961, και είχε διαβάσει ένα  μυθιστόρημα με τον τίτλο “The Brave Cowboy”( «Ο γενναίος καουμπόη»), του Edward Abbey - και το επέλεξε μέσω της εταιρείας παραγωγής του, Byrna. Και η Byrna, η οποία είχε μια συμφωνία  με τη Universal, ανέθεσε ένα σενάριο, στον σεναριογράφο Dalton Trumbo,ο οποίος είχε γράψει τον Σπάρτακο δύο χρόνια πριν.

 Το υλικό - η ιστορία ενός σύγχρονου καουμπόη που μπαίνει στη φυλακή για να σώσει τον καλύτερο φίλο του - είναι πρωτότυπο για ένα γουέστερν και γίνεται καλύτερο όσο πάει. Ο σεναριογράφος  ήταν ταλαντούχος και εργατικός.

Ο σκηνοθέτης  David Miller  σκηνοθέτησε με ένα ευλαβικό και εύγλωττο συναίσθημα για το τοπίο, συμπληρώνοντας την ιστορία ενός μοναχικού και με αρχές ατόμου που δοκιμάστηκε από την τραγωδία και την ορμή της άγριας ανεξάρτητης συνείδησής του. Το Lonely Are the Brave έκανε πρεμιέρα στο Χιούστον του Τέξας στις 24 Μαΐου 1962.

Πρωταγωνιστούν ο Kirk Douglas ως cowboy Jack Burns, η Gena Rowlands ως σύζυγος του καλύτερου φίλου του και ο Walter Matthau  ως σερίφης που συμπάσχει με τον Burns αλλά πρέπει να κάνει τη δουλειά του και να τον κυνηγήσει. Περιλάμβανε επίσης μια πρώιμη μουσική από τον συνθέτη Jerry Goldsmith.

Ο Kirk Douglas προτάθηκε για το Βραβείο BAFTA το 1963 ως "Καλύτερος Ξένος Ηθοποιός" για τη δουλειά του στο Lonely Are the Brave και κατετάγη τρίτος στα Βραβεία Laurel για την "Κορυφαία ερμηνεία δράσης". Η Motion Picture Sound Editors, ΗΠΑ απένειμε στην ταινία ένα «Golden Reel Award» για το «Καλύτερο 
Μοντάζ Ήχου» (Waldon O. Watson, Frank H. Wilkinson, James R. Alexander, James Curtis, Arthur B. Smith), με ισοπαλία με το Mutiny on the Bounty.



 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...