Σάββατο 20 Ιουνίου 2020



Γουίλιαμ Χόλντεν:Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 ήταν ο πιο επιτυχημένος ηθοποιός στο Box-Office, καθώς βρισκόταν στη λίστα με τους δέκα εμπορικότερους σταρ για πέντε συνεχόμενα χρόνια (1954-1958) κάτι που επανέλαβε και το 1961.


Ήταν ωραίος ο ηθοποιός ο Γουίλιαμ Χόλντεν, είχε το αναπόφευκτο μερίδιό του σε βάσανα, μεγαλύτερο των οποίων ο χρόνιος αλκοολισμός του που άφησε πολύ νωρίς σημάδια πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Στην «Άγρια Συμμορία», η στεγνή, γεμάτη κούραση φυσιογνωμία δεν είναι πάνω από 50 ετών και το μεγαλύτερο κομμάτι δεν οφείλεται σε make up.

Οφείλει πολλά στην Μπάρμπαρα Στάνγουϊκ για την καριέρα του και στο πρόσωπο της ίδιας, σε μια από τις συγκινητικότερες στιγμές των όσκαρ, κατά την διάρκεια της παραλαβής του δικού της τιμητικού βραβείου το 1982, θα δεις την θλίψη για τον πριν λίγους μήνες χαμό του καλού της φίλου. Ο οποίος χαμός είναι από μόνος του αξιοσημείωτα (τραγικά) ανεκδοτολογικός καθώς ο Χόλντεν, σύμφωνα με την αυτοψία, μάλλον πιωμένος, γλίστρησε μέσα στο σπίτι του, χτύπησε το κεφάλι του και βρέθηκε τέσσερεις μέρες αργότερα.

Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος, το 1939, ήταν εκείνος ενός βιολιστή που ήθελε να γίνει πυγμάχος, στην ταινία του Ρούμπεν Μαμούλιαν Golden Boy. Οι παραγωγοί της ταινίας ήταν αρχικά δυσαρεστημένοι με την ερμηνεία του Χόλντεν και ήθελαν να τον απολύσουν, αλλά η παρέμβαση της συμπρωταγωνίστριάς του Μπάρμπαρα Στάνγουικ απεδείχθη σωτήρια. Η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και ο Χόλντεν έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους. Τριάντα εννιά χρόνια αργότερα, όταν η Στάνγουικ και ο Χόλντεν κλήθηκαν να παρουσιάσουν ένα βραβείο στην 50η τελετή των όσκαρ, ο Χόλντεν σταμάτησε την παρουσίαση των υποψηφίων για να ευχαριστήσει δημοσίως τη Στάνγουικ για το γεγονός ότι του έσωσε την καριέρα.[14] Την επιτυχία του Golden Boy ακολούθησε η συμμετοχή του στη μεταφορά του θεατρικού του Θόρντον Γουάιλντερ, Η μικρή μας πόλη (Our Town, 1940). Την επιτυχία ακολούθησε η ξαφνική πτώση, όταν η εταιρία Columbia αγόρασε μέρος του συμβολαίου του και αναγκάστηκε να λαμβάνει μέρος σε ταινίες αμφιβόλου καλλιτεχνικής αξίας τόσο της Columbia, όσο και της Paramount.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπίλι Γουάιλντερ, είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες για τα γυρίσματα της ταινίας Η Λεωφόρος της Δύσης (Sunset Boulevard) και είχε γράψει το ρόλο του ζιγκολό Τζο Γκίλις για το Μοντγκόμερι Κλιφτ. Ο Κλιφτ που είχε συμφωνήσει να αναλάβει το ρόλο τον απέρριψε την τελευταία στιγμή, δίνοντας την ευκαιρία στο Χόλντεν να πάρει τη θέση του. Η ταινία αυτή, που πλέον χαρακτηρίζεται ως μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, το οποίο έχασε από το Χοσέ Φερρέρ για την ταινία Συρανό ντε Μπερζεράκ (Cyrano de Bergerac, 1950). Η επιτυχία της ταινίας του εξασφάλισε τη συμμετοχή σε μια σειρά αξέχαστων ταινιών, στις οποίες υποδυόταν τον κυνικό και περιθωριακό ήρωα. Ακολούθησε η ταινία Γεννημένη Χθες (Born Yesterday, 1950), πλάι στο πλευρό της Τζούντι Χόλιντεϊ. Το 1953 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ Ο καταδότης του θαλάμου 17 (Stalag 17), όπου υποδυόταν έναν αιχμάλωτο του πολέμου. Η ταινία αυτή τον βοήθησε να κερδίσει το όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου, κατατροπώνοντας τους Μπαρτ Λάνκαστερ και Μοντγκόμερι Κλιφτ υποψήφιοι αμφότεροι για την ταινία Όσο υπάρχουν άνθρωποι (From Here To Eternity, 1953). Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στην αμφιλεγόμενη ταινία του Ότο Πρέμινγκερ Το Γαλάζιο Φεγγάρι (The Moon Is Blue, 1953). Το 1954 τον βρήκε να πρωταγωνιστεί σε τέσσερις ταινίες, με πρώτη τη συνεργασία του, για 3η φορά με τον Μπίλι Γουάιλντερ στην ταινία Γλυκιά μου Σαμπρίνα (Sabrina, 1954). Συμπρωταγωνιστές του στην ταινία αυτή ήταν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και η Όντρεϊ Χέπμπορν. Πρωταγωνίστησε σε δυο ταινίες πλάι στη Γκρέις Κέλι με κυριότερη τη Χωριατοπούλα (Country Girl, 1954), στο ρόλο ενός θεατρικού σκηνοθέτη, καθώς και στο Οι γέφυρες του Τόκο-Ρι (The Bridges at Toko-Ri, 1954). Ξανασυνεργάστηκε επίσης με τη φίλη του Μπάρμπαρα Στάνγουικ στην ταινία Ο πύργος των φιλόδοξων (Executive Suite, 1954). To 1955 πρωταγωνίστησε στη μεταφορά του θεατρικού έργου του Γουίλιαμ Ινγκ Πικ-νικ (Picnic) καθώς και στο μελόδραμα Έκσταση και πάθος (Love Is a Many-Splendored Thing). Στα γυρίσματα της ταινίας Έκστασις και πάθος συγκρούστηκε με την συμπρωταγωνίστριά του Τζένιφερ Τζόουνς. Ακολούθησε η συμμετοχή του στο επικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι το 1957 και η συμμετοχή του στην ταινία του Κάρολ Ριντ Το κλειδί (The Key, 1958) στο πλευρό της Σοφία Λόρεν.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60' το άστρο του άρχισε να δύει, καθώς αναγκάστηκε από τις κινηματογραφικές εταιρίες να αναλάβει ρόλους σε αδιάφορες ταινίες, όπως το Καυτό Παρίσι (Paris When It Sizzles, 1964), πλάι στην Όντρεϊ Χέπμπορν.

Ας δούμε μερικές ταινίες που σχηματίζουν το δικό του όνομα, το γραμμένο με μεγάλα γράμματα για περισσότερα από είκοσι ένδοξα χρόνια της κινηματογραφικής ράμπας.


Πηγη-cinemagazine.gr-Wikipedia




«Η Λεωφόρος της Δύσεως» (Sunset Boulevard, 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ
Ως τότε ο Χόλντεν δούλευε εξοντωτικά με ρυθμό 3-4 ταινιών τον χρόνο, είχε υπηρετήσει στον πόλεμο και χρονολογούσε το πρωταγωνιστικό του ντεμπούτο στο σημαδιακό «Golden Boy» του ’39 του Μαμούλιαν που υποδυόταν έναν πυγμάχο. Εκεί είχε γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με την Στάνγουϊκ. Έπρεπε να περιμένει έντεκα χρόνια να βρει τον Γουάιλντερ στον δρόμο του. Με τον ρόλο του Τζο Γκίλις, στο εκθαμβωτικό αυτό έργο, ο ρόλος αποκτούσε το κύρος της ελαφρύτητας που βαίνει προς την αυτοεξολόθρευσή της, το βάρος της εξάσκησης επιρροής πάνω σ’ έναν άνθρωπο της οποίας επιρροής το αποτέλεσμα δεν μπορείς να ελέγξεις. Ο Χόλντεν ήταν εντυπωσιακός, άντεχε στο ίδιο κάδρο με την αβανταρισμένη και εκτυφλωτική Σβάνσον, δάνειζε κι ένα στεγνό  voice over από εκείνα τα μέγιστα της εποχής. Από εδώ εκτοξεύεται στη φήμη και κερδίζει και την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα.
«Ο Καταδότης του Θαλάμου 17» (Stalag 17, 1953) του Μπίλι Γουάιλντερ
Το ’50 έπαιζε επίσης ανάμεσα στην Τζούντι Χόλιντεϊ και τον Μπρόντερικ Κρόφορντ στο κλασικό «Born Yesterday» του Κιούκορ, βοηθά την Χόλιντεϊ να πάρει και το Όσκαρ (κόντρα στην Μπέτι Ντέιβις και την…Γκλόρια Σβάνσον – δεν στέκουν αυτά τα πράγματα), ο μηχανισμός δούλευε ρολόι και τρία χρόνια μετά θα ερχόταν το άψογο αντιπολεμικό κόσμημα του Γουάιλντερ ξανά. Ξανά υποψήφιος, ξανά τέλειος στις κωμικές και δραματικές ισορροπίες του Γουάλιντερ, ιστορικό σινεμά, το βλέπεις και καταλαβαίνεις πόσο κάποια πράγματα δεν συνέβησαν διόλου κατά τύχη.
«Το Γαλάζιο Φεγγάρι» (The Moon is Blue, 1953) του Όττο Πρέμινγκερ
Την ίδια χρονιά, με σκηνοθέτη τον μεγάλο Πρέμινγκερ – που ήταν και συμπρωταγωνιστής του στο Stalag! – ο Χόλντεν βρίσκει την καρυκευμένη ρομαντική κομεντί. Όχι και τόσο ρομαντική στην πραγματικότητα, η μεγάλη θεατρική επιτυχία που είχε ανεβάσει νωρίτερα ο Πρέμινγκερ, άνοιξε τον δρόμο στην κατάργηση των πολλών λογοκρίσεων του γηράσκοντος Κώδικα του ’34, χρησιμοποιώντας λέξεις και μοτίβα «απαγορευμένα» ως τότε. Σέξι με τα μέτρα της εποχής έργο, έστειλε Νίβεν και Μακναμάρα (στο ντεμπούτο της) ως τις υποψηφιότητες και συνέχισε τον χορό των επιτυχιών για τον ευέλικτο Χόλντεν.
«Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (Sabrina, 1954) του Μπίλι Γουάιλντερ
Αναμενόμενα ο Μπίλι θα ένωνε την οσκαρούχα Όντρεϊ Χέμπορν της περασμένης χρονιάς για τις «Διακοπές στη Ρώμη» με τον ζεν πρεμιέ που ακτινοβολούσε τις συμπρωταγωνίστριές του, έχει και Μπόγκαρτ το μείγμα, άντε να αντέξεις τόση αστρολογική ευεξία. Ο Χόλντεν είναι δεν είναι 36, ο Μπόγκαρτ είναι σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, δεν φαίνεται, το ποτό αρχίζει δηλαδή να φαίνεται, αλλά το έργο είναι μούρλια και το καταλαβαίνεις ακόμα περισσότερο βλέποντας το ριμέικ του Πόλακ στα ‘90ς.



«Love is a Many-Splendored Thing» (1955) του Χένρι Κινγκ
Φημίζεται για ρομαντικά του δράματα το ’50, αυτό μπορεί σήμερα να έχει εξαχνωθεί καθώς είναι και «παλιά ταινία» για τις στρατιές των αμάχων σινεφίλ, όμως τότε, από το τραγούδι και μόνο, μια Αμερική (και ο προς δυσμάς κόσμος) ψιθύριζε και αγόραζε χαρτομάντηλα. Έχει προβλήματα το έργο, έχει και την Τζένιφερ Τζόουνς που είχε παροιμιώδη γκρίνια στα γυρίσματα, αλλά είναι ξανά ο Χόλντεν που το κρατάει, την βγάζει επιθυμητή και δανείζει αειθαλή έγχρωμη λάμψη στις σινεφίλ εικόνες μας. Ελληνικός υποσχόμενος τίτλος: «Έκστασις και Πάθος». Αρκούν.
«Picnic» (1956) του Τζόσουα Λόγκαν
Πόθοι στις εξοχές και αγέραστες μνήμες των γονιών μας, σ’ ένα δράμα ανώτερου επιπέδου με καυτό ζευγάρι Κιμ Νόβακ- Χόλντεν εμπροσθοφυλακή, είναι όμως φερέγγυα ταινία, στην φλέβα των κλασικότροπων του Ρίτσαρντ Μπρουκς, που στην συνταγή της εσωκλείει την φαινομενική σοφία δύστυχων σημερινών επιγόνων του είδους.
«Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι» (1957) του Ντέιβιντ Λιν
Εδώ τα λόγια περιττεύουν – και περισσεύουν αλλά θα είμαι λιτός – ο εξωστρεφής ρεαλιστής Χόλντεν απέναντι στον αρτηριοσκληρυμένο Εγγλέζο του Γκίνες, άλλος ρόλος, άλλη όψη πια, ένας στιβαρός πρωταγωνιστής στην ακμή του παιχνιδιού του να εκπέμπει ισόποσα κυνισμό και ανθρωπιά χωρίς να κουνάει βλέφαρο.
«Ο Μεγάλος Κατάσκοπος» (The Counterfeit Traitor, 1962)
Είναι προφανές πως εκείνη την εποχή οι μαρκίζες έγραφαν «Χόλντεν» κι έκοβαν εισιτήρια, θα μπορούσαν να έχουν αναφερθεί και άλλα ακόμα (το «Key» του Κάρολ Ριντ με τη Σοφία Λόρεν, το «Horse Soldiers» του Φορντ με τον Τζον Γουέιν, το αντικομμουνιστικό «Ο Σατανάς δεν Κοιμάται Ποτέ» του μεγάλου ΜακΚάρεϊ στην τελευταία του ταινία) αλλά θα μείνουμε στο ‘62 κι αυτό το ωραίο θρίλερ κατασκοπίας στο οποίο ο Χόλντεν υποδύεται έναν πετρελαιά στην διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου που καλείται να γίνει κατάσκοπος για τους Συμμάχους και από το ηθικό δίλημμα βγαίνει καλύτερος άνθρωπος.
«Άγρια Συμμορία» (The Wild Bunch, 1969) του Σαμ Πέκινπα
Το ‘60 οι ταινίες δεν είναι στο ύψος του ‘50 (όχι ότι δεν βλέπονται λυσσωδώς άμα θες), είναι όμως ο επίλογος που θα τα διορθώσει όλα. Η «Άγρια Συμμορία», ο γερασμένος καουμπόι, ο από την εποχή συνταξιοδοτημένος ήρωας που δεν χρειάζεται κανείς. Ένα μνημείο παραιτημένης εξόδου «with a bang», ένας αποχαιρετισμός στην εποχή μιας αμφίβολης δόξας, η κινηματογράφηση του αίματος σαν την συμβολική άγρια, τελική αφαίμαξη των σημασιών, των προσώπων, των ελπίδων. Πεσιμιστικό έπος, αν μπορεί κάτι τέτοιο να υπάρξει, και ο Χόλντεν, οριστικά διαφορετικός, ήταν εκεί να το υπογράψει.
«Breezy» (1973) του Κλιντ Ίστγουντ
Εκτός κανόνα και πανηγυρικά άγνωστο, το τρίτο σκηνοθετικό έργο του Ίστγουντ έχει τον Χόλντεν μεσήλικο να ερωτεύεται νεαρή των λουλουδιών και της χαμένης αμερικανικής αθωότητας. Ωραιότατο έργο είναι, με τον Ίστγουντ να προλέγει τις «Γέφυρες του Μάντισον» και να το αγαπά ιδιαίτερα προσωπικά κι έναν Χόλντεν να σιγοντάρει την σκηνοθετική ευγένεια στο, αδιανόητης σήμερα τόλμης, θέμα.
Ήταν σημαίνων και καταρτισμένος ηθοποιός ο Γουίλιαμ Χόλντεν και η φιλμογραφία του περιείχε στιγμές που οφείλεις να ενσωματώσεις στην κινηματογραφική σου εκπαίδευση εάν κι εφ΄όσον δηλαδή το πριν την χρονολογία γέννησής σου το μετράς για υπαρκτή κινηματογραφικά εποχή. 

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...