Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

 Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου (1963)

26 Οκτωβρίου 1940: Σ' ένα φυλάκιο, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, η ζωή των στρατιωτικών κυλά ήρεμα. 29 Οκτωβρίου 1940: έχει κηρυχθεί o πόλεμος με τους Ιταλούς, οι στρατιώτες αλλάζουν μονάδες, ανάλογα με την ειδικότητά τους.
Ανοιξη 1941: μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς, οι στρατιώτες επιστρέφουν με τα πόδια από τα μέτωπα του πολέμου στα σπίτια τους.

1940-1941... | Γράφει ο Τάκης Κανελλόπουλος

Σιγά σιγά, η εποχή εκείνη γίνεται όσο πάει γαι πιο μακρινή, Μια εποχή μεγαλείου και εκπλήξεων.
Η ταινία δεν προσπάθησε v' αναστήσει το έπος τού 1940.
Γιατί το μεγαλείο εκείνο είναι αδύνατον να το αγγιξει κανείς, έστω κι αν χρησιμοποιήσει την υψηλότερη μορφή τέχνης. Για μας, ή έννοια «Αλβανία» στάθηκε ο χώρος όπου κινηθήκαμε.
Πόλεμος....
Ξαφνικά, οι άνθρωποι χάνονται.
Δεν υπάρχουν. οι σχέσεις οι ανθρώπινες αλλάζουν.
Σκοτεινιάζει η μέρα. Βαραίνουν τα μάτια. Οι νύχτες γίνονται κρύες. Η ζωή μικραίνει.
Ακούσαμε ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο, τους ρωτήσαμε μάθαμε.
Στηρίξαμε την ταινία πάνω στην «περίπτωση» άνθρωπος.
Προσπαθήσαμε να δειξουμε κάτι ελάχιστο από την αποφασιστικότητα, την παλικαριά και τη θυσία των Ελλήνων.
Πέρα όμως απ' το συγκεκριμένο αυτό γεγονός, προχωρήσαμε στην άλλη όψη: στη μοναξιά, στην ερημιά του ανθρώπου, στην τέλεια εξαφάνιση της ύπαρξής του πριν το θάνατο.
Προσπαθήσαμε να δειξουμε όχι τον πόλεμο, αλλά άνθρωπο μέσα στον πόλεμο.

Η πλαστική ιδιοφυΐα του Τάκη Κανελλόπουλου | Γράφει ο Κώστας Σταματίου, Εφημερίδα «Τα Νέα», 21/9/1962

O Ουρανός αποτελείται από τρία μέρη: Ειρήνη - Πόλεμος - Οπισθοχώρηση. Το πρώτο είναι σχεδόν αριστουργηματικό. Ένα παραμεθόριο μακεδονικό χωριό- φυλάκιο τις τελευταίες τοι' στιγμές πριν από την καταιγίδα της 28ης Οκτωβρίου. Ποιητικές εικόνες, γνήσια λυρικές, ακόμα μια απόδειξη της ευαισθησίας της πλαστικής ιδιοφυΐας του Τάκη Κανελλόπουλου. Σε ύφος ντοκιμαντέρ, το μέρος αυτό είναι ίσως το πιο όμορφο κομμάτι ελληνικής ταινίας γυρίστηκε ποτέ. Πηγή για τ' άλλα δύο μέρη στάθηκαν οι αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τις καταστάσεις. Τρία επεισόδια από τον πόλεμο, τέσσερα από την οπισθοχώρηση. Τα επεισόδια, επουσιώδη καθ' εαυτά, δεν καταφέρνουν να συνθέσουν μια καθολική εικόνα της εποχής. Tο κυριότερο: την περίοδο τοι! '40-'41 χαρακτηριζει μια μοναδική - παράλογη, ίσως - έξαρση του εθνικού έπους. Οι μάρτυρες υπάρχουν και οι άνθρωποι ζουν. Στην ταινία, αντί έξαρσης, επικρατεί απ' άκρη σ' άκρη μια φιλολογική υποτονικότητα. Οι στρατευμένοι Έλληνες κινούνται μόλις και μετά βίας. Περισσότερο ομιλούν και λιγότερο ενεργούν. Ασφαλώς υπήρξαν περιπτώσεις ολιγωρίας στον πόλεμο του '40, σαν αυτές που δείχνει η ταινία, μα ήταν η εξαίρεση. Δεν μπορούν να προβληθούν σαν μια συνθετική εικόνα της εποχής, έστω και με τη στενή οπτική της παρουσίασης όχι του πολέμου, αλλά του «ανθρώπου στον πόλεμο». Ειδικά η Αλβανία, όπου το ελληνικό έθνος σύσσωμο αντιμετώπισε την απρόκλητη εισβολή, είναι χώρος ακατάλληλος για αντιπολεμική συνθηματολογία.
Η οπισθοχώρηση δίνεται πιο πειστικά, αλλά και εδώ τα επεισόδια είτε απλώς υπονοούνται είτε μακραίνουν τόσο, που η μεγάλη διάρκεια εξανεμίζει την τραγικότητα των καταστάσεων, την πυκνότητα της συγκίνησης. Γενικά, το μεγάλο ελάττωμα της σημαντικής αυτής ταινίας βρίσκεται στην αδυναμία του Κανελλόπουλου να μαγεύεται ο ίδιος από την ομορφιά της κάθε εικόνας, ξεχνώντας την αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, τη διαφορά πραγματικού και κινηματογραφικού χρόνου κλπ. Η σύνθεση των φωτογραφιών (οπερατέρ: Γρηγόρης Δανάλης και Τζ. Βαριάνο) αποτελεί μοναδικό συνδυασμό λιτότητας και καλαισθησίας. Δυστυχώς, όσο μεγαλύτερη είναι η ομορφιά τους, τόσο λιγότερο αποτελεσματικές είναι από δραματικής απόψεως.
Συμπέρασμα: Αγαπήσαμε πολύ το πρώτο μέρος του Ουρανού. Στο δεύτερο, ενοχληθήκαμε από την υπερβολικά μερική, εσφαλμένη οπτική του σεναρίου και κουραστήκαμε απ' το ρυθμό της σκηνοθεσίας. Τι πρέπει να γίνει; Κατά τη γνώμη μας, ο Ουρανός, που έχει υπέροχα κομμάτια, πρέπει να ξαναμονταριστεί, να συντμηθούν οι σκηνές που μακραίνουν, v' αντικατασταθεί το υπάρχον σχόλιο μ' ένα λιγότερο ελλειπτικό, ιστορικά βοηθητικό, και να προσαρμοστεί η θαυμάσια μουσική του Αργύρη Κουνάδη στο ρυθμό της νέας κόπιας. Έτσι η ταινία θα μπορέσει να επιτελέσει τον προορισμό της: ν' αγγίξει το πλατύ κοινό. Πάντως, o Ουρανός είναι η πρώτη έως σήμερα αληθινή «ταινία φεστιβάλ», και θα 'ταν ακατανόητο ν' αγνοηθεί κατά την απονομή των βραβείων.

Μια γνήσια έντιμη προσπάθεια | Γράφει ο Μάριος Πλωρίτης - Εφημερδία «Ελευθερία», 21/9/1962

Πάνω απ' όλα, ο Ουρανός είναι μια γνήσια έντιμη προσπάθεια να δοθεί απ' την οθόνη μια ανταύγεια της εποποιίας του 1940. Χωρίς δημοκοπίες, χωρίς φανφαρονισμούς, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς πατριδοκαπηλίες. Ο Τάκης Κανελλόπουλος, που τόσο εντυπωσιακά ξεπήδησε απ' το A' Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τον Μακεδονικό Γάμο του, αποδύθηκε σε μια προσπάθεια που, κι αν δεν φτάνει σε ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, δεν έχει καμιά σχέση με τα υποπροϊόντα του ελληνικού κινηματογράφου καν, επιπλέον, μ' όλες τις ελλείψεις της, έχει παράλληλα ένα πλήθος κινηματογραφικές αρετές.
Βασική αδυναμία του Ουρανού: δεν μπόρεσε να δώσει —με σχετική, έστω, «ανάσα»— τη μεγάλη κραυγή και ορμή και θυσία του 1940. Στιγμιότυπα εδώ κι εκεί, πάρα πολύ ισχνές «περιπτώσεις», δε φτάνουν για v' απλώσουν το ειδικό σε γενικό, να κάνουν τα άτομα σύμβολα ενός αγωνιζόμενου λαού. O Κανελλόπουλος, που έχει διαπεραστικό «μάτι», δεν έχει και ανάλογη ικανότητα στη διεύθυνση των ηθοποιών — κι αυτή η αδυναμία του ήταν καίρια για την τύχη των ηρώων του. Κά- ποια «φιλολογία», ακόμα, στους διαλόγους κι ο πολύ αργός ρυθμός των ατομικών σκηνών κάνουν περισσότερο αισθητή την ισχνότητα των επεισοδίων αυτών.
Αντίθετα, ό,τι έχει κάποια σχέση με το ντοκιμαντέρ, επικυρώνει τις οπτικές ικανότητες του Κανελλόπουλου, στο πρώτο μάλιστα μέρος του έργου. Η ελληνική γη κι οι εργάτες της αντικρίζονται με θέρμη κι αγάπη, και χωρίς τις γιορταστικές πλαστογραφήσεις της ηθογραφίας.
Στο σύνολό του, o Ουρανός ούτε το θέμα του ντροπιάζει ούτε τον κινηματογράφο — απόπειρα, αλλά απόπειρα σεβαστή και για τις προθέσεις της και για τα μέσα της.
Γι' αυτό είναι το λιγότερο γελοίος (αν όχι εξοργιστικός) ο χαρακτηρισμός της ταινίας ως «ακατάλληλης».
Την ώρα που τοι' κόσμου οι δήθεν «ιστορικές» ηλιθιότητες που διασύρουν την ελληνική Ιστορία, κρίνονται «κατάλληλες», την ώρα που του κόσμου οι ταρταρίνικα πολεμικές ταινίες επιτρέπονται στα παιδιά μας, η πάντα σοφή Λογοκρισία μας θεωρεί τον Ουρανό ακατάλληλο για εφήβους, ίσως επειδή θυμιζει πως o λαός αυτός πολέμησε για ένα (ύποπτο, σήμερα) ιδανικό: την ελευθερία.

Ενδοξη Αποτυχία | Γράφει ο Αντώνης Μοσχοβάκης, 1962

Ο πόλεμος της Αλβανίας κι ύστερα η αντίσταση του ελληνικού λαού στη φασιστική επιδρομή και τυραννία, κατέχουν μια ιερή θέση στις καρδιές μας. Κάθε επιπόλαιη αντιμετώπισή τους ξεσηκώνει μέσα μας την αγανάκτηση, μας εξοργιζει το κάθε αστόχημα. οι «αντιστασιακές» ταινίες που έχουν γυριστεί ως τώρα, εκτός από μια-δυο συμπαθητικές εξαιρέσεις, δέχτηκαν πυκνά τα πυρά της κριτικής, ακριβώς γιατί δε θέλησαν να σταθούν στο ύψος που απαιτείτο θέμα, να δουν πιο βαθιά μέσα σ' αυτά τα τιτανικά γεγονότα την αλήθεια, τον άνθρωπο.
Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε —προς τιμήν των δημιουργών αυτής της ταινίας— ότι το έργο τους δεν κινεί ούτε τα ελάχιστα παρόμοια αρνητικά συναισθήματα. Είναι πλημμυρισμένο από ευλάβεια, από θαυμασμό, από αγάπη στον άνθρωπο, από συμπόνια - περισσότερο απ' όλα, από συμπόνια. Κι εδώ είναι το λάθος, γιατί o άνθρωπος δε θέλει μόνο τη συμπόνια, αλλά και το θαυμασμό στο ίδιο μέτρο.
Περισσότερο από κάθε άλλο πόλεμο, ο αλβανικός έχει μέσα του την πατριωτική έξαρση ποιι ήταν έξαρση αληθινή κι όχι κούφια, γιατί δεν ήταν πόλεμος για άνομα συμφέροντα αρχόντων, αλλά ξεσήκωμα λαϊκό κοιτά της τυραννίας. Η έκφρασή του δεν μπορεί να είναι μόνο ένα συνεχές ελεγείο, αλλά και θούριο. Βέβαια, οι δημιουργοί της ταινίας βεβαιώνουν πως δεν είχαν την πρόθεση v' αναστήσουν το έπος του '40 («Το μεγαλείο του, όπως λένε, «είναι αδύνατον να το αγγιξει κανείς, έστω κι αν χρησιμοποιήσει την υψηλότερη μορφή τέχνης»),
Σύμφωνοι δε ζητήσαμε αυτό. Όμως, δεν μπορεί κανείς από ένα γεγονός ν' απομονώνει μια ορισμένη πλευρά του χωρίς να το ψευτιει. Τα επεισόδια που αποτελούν την ταινία, παρουσιάζουν μία μόνο όψη του γεγονότος «αλβανικός πόλεμος»: την όψη «ερημιά» του ανθρώπου-θάνατος (όπως πάλι οι ίδιοι γράφουν). Να γιατί το έργο τους φαντάζει ισχνό, σαν να λείπει η τρίτη διάσταση, η πολυεδρικότητα.
Το έργο αναπτύσσεται σε μια σειρά επεισόδια με χαλαρή σύνδεση. Δεν είναι μια μορφή απορριπτέα- απεναντίας, πολλά μεγάλα έργα έχουν αυτή τη μορφή. Είναι όμως και η δυσκολότερη. Πιστεύω πως το δυσκολότερο είδος στη ζωγραφική είναι η τοιχογραφία. Τιμά τους δημιουργούς αυτής της ταινίας το ότι δεν προτίμησαν το ευκολότερο: να φτιάξουν, δηλαδή, μια ιστορία, ένα ρομάντζο ή ό,τι άλλο με πλαίσιο τον πόλεμο, πράγμα που θα δημιουργούσε μια πλοκή και θα χάριζε στο έργο την επιθυμητή ενότητα. Αυτό δείχνει και πάλι το σεβασμό με τον οποίο πλησίασαν το θέμα, γυρεύοντας να του δώσουν τη λιτότητα και την αλήθεια του χρονικού. Όμως, λιτότητα δε σημαίνει ανολοκλήρωτη έκφραση. Το σφάλμα που επισημαίνω στην αρχή, αποτελεί ήδη μιαν ανολοκλήρωτη έκφραση (το ανολοκλήρωτο αυτό υπάρχει και στη σκηνοθεσία). Ακριβώς επειδή λείπει η τρίτη διάσταση, τα επεισόδια δε φτάνουν για να δημιουργήσουν μια βαθύτερη ένταση, μια υποχθόνια δραματικότητα που απαιτεί μια ανάπτυξη σε «τοιχογραφία».
Ωστόσο, το σενάριο πετυχαίνει να δώσει αληθινές ανθρώπινες στιγμές. Αυτό γίνεται πιο πολύ από τη δύναμη της αλήθειας της έμπνευσης παρά από την ανάπτυξη και το διάλογο, που είναι φυσιολογικά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο αποτελείται από μια σειρά από ωραίες εμπνεύσεις (με σχετικά αδέξια ανάπτυξη) που, ευτυχώς, είναι πολλές.
Το έργο αποτελείται από τρία μέρη (Ειρήνη - Πόλεμος - Οπισθοχώρηση), με ενταγμένα στο καθένα απ' αυτά ορισμένα επεισόδια. Το πρώτο μέρος παρουσιάζει μερικές ειδυλλιακές εικόνες γύρω από ένα φυλάκιο (ιδιωτικούς, ανώριμους έρωτες, αναπολήσεις τού σπιτιού), που δεν δένονται σε επεισόδια. Μερικές αδρές, χαρακτηριστικές, καλά διαλεγμένες εικόνες εισάγουν το θέμα του Πολέμου, που αναπτύσσεται με 4 επεισόδια (Τραυματίας - Το χαμένο δέμα - H έφοδος - Ο θάνατος στην πηγή). Ακολουθεί το θέμα της Οπισθοχώρησης, που δίνεται βασικά με ένα επεισόδιο (αυτοκτονία) και με μια σειρά από χαρακτηριστικές εικόνες (πορεία των εξαθλιωμένων φαντάρων, στάση σ' ένα χωριό όπου μια γριά ρωτά για το παιδί της, ύπνος σε μια εκκλησία, αποχαιρετισμός της δασκάλας, χωρισμός, φτάσιμο στην πατρίδα), και μια τελευταία φράση φαίνεται να κλείνει το έργο: «Καημένη πατρίδα!»
Η σκηνοθεσία εξελίσσει αυτά τα επεισόδια με μια φανερή επιδίωξη λιτότητας που, ωστόσο, δεν ολοκληρώνεται. Είναι φανερό πως μπορεί ο Κανελλόπουλος να μην προτίμησε το εύκολο, αλλά οι δυνάμεις του δεν έφτασαν για να πετύχει το δύσκολο. Η λιτότητα δε γίνεται εκφραστική πληρότητα και αυστηρή ακριβολογία (αυτό ακριβώς είναι η λιτότητα), αλλά ασάφεια. Ο πλατύς ρυθμός, απεραντολογία. Και το υψηλό δεν πραγματοποιείται. Κι όμως, ο σκηνοθέτης δείχνει προσόντα ζηλευτά. Είναι θαυμαστό με πόση ακρίβεια, με πόση αλήθεια στήνει εξωτερικά τα πρόσωπα, με πόση δύναμη και ζωντάνια συνθέτει τις εικόνες. Οι φαντάροι του, οι χωριατοπούλες, οι χωριάτισσες, έχουν μια τέλεια αλήθεια στο χτισιμό τους, στις κινήσεις τους, στα φερσίματά τους. Οι εικόνες του υποβάλλουν με ακρίβεια και δύναμη το περιεχόμενό τους: ο φαντάρος που διαβάζει το γράμμα, τυλιγμένος στη χλαίνη του, ο άλλος που φορά τις αρβύλες με τις κρεμασμένες επωμίδες, με το σκισμένο μανίκι τοι' πλεχτού να κρέμεται απ' το μανίκι της χλαίνης— όλοι αυτοί οι φαντάροι με τα βρόμικα κι αξύριστα πρόσωπα είναι ακριβώς όπως τους έπλασε η φαντασία όλων μας, όπως τους έπλασε ο πόλεμος. H σκηνή με το ξεπροβόδισμα των νέων του χωριού που φεύγουν για το στρατό, είναι μια μεγάλη, κινούμενη ζωγραφική σύνθεση, μια εικόνα που στην κάθε φάση τής εξέλιξής της (στο κάθε καρέ της) θα μπορούσε να γίνει ένας πίνακας. To ίδιο κι η σκηνή του ύπνου στην εκκλησία και πολλές, πάρα πολλές άλλες. Έχουμε εδώ ένα σκηνοθέτη που αντλεί πλούσια από τη λαϊκή ζωή, ξέρει ν' ανεβάζει τη λαϊκή ζωή στην οθόνη.
Αυτή η ρεαλιστική αντιπαράσταση (με το αδιόρατο στιλιζάρισμα που πρέπει να έχει η Τέχνη) η δύναμη στη σύνθεση της εικόνας είναι ένα από τα πιο βασικά προσόντα που πρέπει να έχει ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ο Κανελλόπουλος το έχει. Το δεύτερο βασικό προσόν, την ικανότητα στην εναλλαγή των εικόνων για τη δημιουργία κινηματογραφικού ρυθμού, φαίνεται πως δεν το 'χει κατακτήσει στο βαθμό που πρέπει ακόμα. Έχει ευρήματα σκηνοθετικά, όπως στη σκηνή της εφόδου (όπου η εξόρμηση με την άγρια κραυγή «Αέρα!» έρχεται σε βίαιη αντίθεση με την ακινησία και την αναμονή που προηγείται), όπως στη σκηνή του θανάτου στην πηγή (όπου ο άξαφνος πυροβολισμός μες στην ειδυλλιακή σιωπή της φύσης αποτελεί και πάλι μια σκληρή αντίθεση) ή ακόμα, Κάτι. παρόμοιο, στη σκηνή της αυτοκτονίας. Όμως αυτά δε φτάνουν για να εξαλείψουν τους πλατειασμούς, τις χαλαρότητες, την κενότητα και τη φιλολογικότητα των διαλόγων (επεισόδιο του Τραυματία, διάλογοι πριν απ' την έφοδο, όπου η αναμονή έπρεπε να είναι τελείως βουβή, κ.α) Αυτή η αδρότητα - η έκφραση με λίγες, μεστές από περιεχόμενο έικόνες - είναι κάτι που πρέπει να επιδιώξει ο Κανελλόπουλος, Ίσως οι κρίσεις μου είναι αυστηρές, αλλά είναι έτσι γιατί απευθύνονται σ' έναν άνθρωπο που έχει στόχο του τις πιο ψηλές κορφές της τέχνης.
Οι δημιουργοί του Ουρανού σκόπευσαν πολύ ψηλά και δεν έφτασαν το στόχο τους. Η αποτυχία τους είναι ένδοξη. Όμως είναι κιόλας Κάτι πολύ σημαντικό αυτό που πρόσφεραν τούτες οι σκόρπιες, μεστές από αλήθεια εικόνες που μένουν στη μνήμη μας: αυτοί οι τραχιοί, κουρελιασμένοι φαντάροι που πορεύονται μες στ' άγρια βουνά (με τη λαχτάρα της ζωής μέσα τους) προς το θάνατο, Αυτές οι γριες μανάδες που λαχταρούν για τους γιους τους- αυτές οι γυναίκες που φεύγουν το χαλασμό. Αυτή η γριά που μαζεύει ανήσυχα το εγγονάκι της όταν απλώνεται η μαύρη απειλή του πολέμου. Αυτός ο πικραμένος στρατιώτης που δε θέλει να γυρίσει, γιατί δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορεί να φύγει αφού νίκησε, κι αυτοκτονεί γιατί τον γεμίζει η πίκρα της προδοσίας αυτή η δασκάλα που σκορπιζει μια νύχτα τη στοργή της, αγρυπνώντας τον βασανισμένο ύπνο των έρημων στρατιωτών.
Οπωσδήποτε ο Ουρανός έπρεπε να πάρει μιαν άλλη διάκριση, κι όχι μόνο το βραβείο φωτογραφίας. Η εξαίρετη φωτογραφία του Τζ. Βαριάνο πλάθει τη βαθιά, απέραντη γαλήνη του πρώτου μέρους. Στο δεύτερο μέρος, ο Γρ. Δανάλης, βοηθημένος απ' το σκηνοθέτη, συνθέτει λαμπρές, γεμάτες δύναμη εικόνες, πλαισιωμένες με υποβλητικά τοπία. Είναι επίσης ένας ικανός κι ευσυνείδητος οπερατέρ, στον οποίο πρέπει να δοθούν κι άλλες ευκαιρίες.

Σαν μελωδία λυπητερή... | Γράφει ο Ζαν Ντουσέτ - Cahiers du Cinema, τεύχος 144, 1963

Μου άρεσε αρκετά ο Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου. Περιγράφοντας την ελληνική ήττα του 1940, όταν ύστερα από μια πρώτη νίκη Πάνω στους Ιταλούς, οι Γερμανοί καταλαμβ(άνουν τη χώρα, η ταινία παίρνει τη μορφή μιας Οδύσσειας από την ανάποδη. Καταθλιπτικό σαν μελωδία λυπητερή, το έργο είναι η αφήγηση μιας περιπλάνησης. Οι ήρωες που είναι έτσι δοσμένοι ώστε να τους συγχέουμε, οι τόποι και τα γεγονότα που δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα, συνθέτουν ένα αφηρημένο σύμπαν το οποίο σύντομα παίρνει τη μορφή ενός νεκρόκοσμου, όπου οι άνθρωποι προχωρούν, υποφέρουν γαι πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν το γιατί. Καμιά δραματική πράξη• μόνο η αφήγηση ορισμένων μικρογεγονότων: η απώλεια ενός δέματος από έναν ταχυδρόμο, η κλοπή του παπουτσιού ενός νεκρού στραΤΙώτη.
O Ουρανός δεν είναι μια μεγάλη, αλλά μια ευαίσθη- τη και συγκινητική ταινία. O Κανελλόπουλος, πρώην βοηθός του Κάκογιάννη, απαρνείται κάθε μορφή εντυπωσιασμού, δημιουργεί με διακριτικότητα, κι είναι, μου φαίνεται, πιο προικισμένος απ' το δάσκαλό του.

Οι Κουρασμένοι Ηρωες | Γράφει ο Μαρσέλ Μαρτάν - Cinema 61', τεύχος 71, 1963

Αυτή η ταινία έχει τις αρετές και τις αδυναμίες που βρίσκουμε συνήθως στις δημιουργίες των νέων σκηνοθετών: η ειλικρίνειά της αντισταθμιζει τις όποιες αδεξιότητες, Και η κριτική που της ασκούμε, οφείλει να παίρνει υπόψη της ως ελαφρυντικά τις δυσκολίες μιας φιλόδοξης προσπάθειας. Τον Οκτώβριο του 1940, στα ελληνικά σύνορα, πέντε άντρες φυλούν σκοπιά. Την επομένη, τα στρατεύματα του Μουσολίνι εισβάλλουν στη χώρα. Οι πέντε σύντροφοι χωριζονται, κι εμείς παρακολουθούμε τις περιπέτειές τους σε διάφορα σημεία της χώρας.
Η ταινία είναι πολύ αργή: ο σκηνοθέτης επιχείρησε και εν μέρει κατάφερε να βρει έναν μαγικό, ποιητικό ρυθμό, ο οποίος ορίζεται από λυρικά περάσματα. Η ομορφιά της φύσης, ο έρωτας, η ευτυχία, είναι τα αγαπημένα του θέματα, αλλά επίσης και η μοναξιά, η από- γνωση, o θάνατος.
O πόλεμος είναι παράλογος και εγκληματικός, ο εχθρός, απρόσωπος, η ευτυχία, ένα εύθραυστο λουλούδι. Ιδού το μάθημα αυτής της τρυφερής βίαιης ται- νίας.

[Ολα τα κείμενα για τον «Ουρανό» από την έκδοση για τον Τάκη Κανελλόπουλο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1977]

Ουρανός | Σκηνοθεσία: Τάκης Κανελλόπουλος | Σενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος, Τάκης Κανελλόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γρηγόρης Δανάλης, Τζοβάνι Βαριάνο |Οπερατέρ: Συράγος Δανάλης | Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος | Μουσική: Αργύρης Κουνάδης | Ηχοληψία: Νίκος Δεσποτίδης | Βοηθοί Σκηνοθέτη: Τάκης Χατζόπουλος, Δήμος Θέος | Παραγωγή: Βασιλεία Ζερβού-Δρακάκη | Ηθοποιοί: Αιμιλία Πίττα, Τάκης Εμμανουήλ, Φαί- διον Γεωργίτσης, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Λαμπρινή Δημητριάδου, Λάζος Τερζάς, Κώστας Μεσσάρης, Κώστας Αγγέλου, Χριστόφορος Μάλαμας, Σταύρος Τορνές, Κώστας Καραγιώργης, Νίκος Τσαχιρίδης | 35mm. Ασπρόμαυρη | Διάρκεια: 80 λεπτα | Βραβείο Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1962. Κρατικό Βραβείο Σκηνοθεσίας και Παραγωγής (1964). Αργυρό Βραβείο στο Φεστιβάλ Νάπολης 1963. Συμμετοχή στα Φεστιβάλ Καννών (1963), Νέας Υόρκης (1963) και, εκτός συναγωνισμού, Βερολίνου (1963)

Πηγή:flix.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...