Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

 

Σκηνοθεσία Μάικλ Μαν, παίζουν οι Τζέιμς Κάαν, Τιούσντει Γουελντ, Τζέιμς Μπελούσι

Η αγάπη του σκηνοθέτη Μάικλ Μαν προς τον γεμάτο ελαττώματα ήρωα του Φρανκ μπορεί να μοιάζει με ένα βλέμμα στο αόρατο, επειδή όχι μόνο γνωρίζει πολλά για εκείνον, αλλά αγαπά και σέβεται όσα δεν γνωρίζει επειδή κατανοεί τα προβλήματα, τις προθέσεις και τα όνειρά του, όλα όσα σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζουν τα θεμέλια της ζωής του, και αποδέχεται την στάση του απέναντι τους, όσο μυστήρια κι επικίνδυνη μπορεί να φαντάζει. Ο χαρακτήρας αυτός μπορεί να μην ξυπνήσει ποτέ από τις αυταπάτες του, σαν πολλούς ανθρώπους που πορεύονται στη ζωή σαν κυνηγημένοι από το χρόνο αναζητώντας πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα από το φως, που όμως θεωρούν ιδιαιτέρως φωτεινά. Όμως, ο Φρανκ δεν γνωρίζει ότι το φως δεν λάμπει πάντοτε.


Στο βροχερό νυχτερινό Σικάγο ο αστικός φωτισμός μοιάζει να φυλακίζει τον ουρανό σε ένα τούνελ όπου μετακινούνται με άνεση, σαν βιαστικοί αρουραίοι, οι άνθρωποι που περιμένουν το σκοτάδι για να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδια της ζωής τους. Η νύχτα πίσω από τα λαμπιόνια είναι πυκνή και απρόσιτη, άγνωστη και μακρινή, μια βαθύτητα που κανείς τους δεν ενδιαφέρεται να προσεγγίσει. Σε αυτό τον τόπο τα εγκλωβισμένα όνειρα πολλών καταπιεσμένων κατοίκων, που αδυνατούν να απελευθερωθούν από τα νοητικά τους κελιά, αναγκάζονται να τεθούν σε εφαρμογή μη έχοντας άλλη επιλογή.

Στη φλογισμένη σύγκλιση των φωτισμένων γραμμών της νύχτας εργάζεται εντατικά ο επαγγελματίας διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων Φρανκ, φορώντας ειδικά γυαλιά και οδηγώντας ένα τρυπάνι με άνεση. Η λεπίδα εισχωρεί στριφογυριστά στα ενδότερα και ένα κοντινό πλάνο στην οπή αποκαλύπτει τα κλειδωμένα γρανάζια. Σε αυτήν, όπως και σε άλλες επιχειρήσεις, η εισβολή δεν γίνεται με ανατίναξη, αλλά με βιομηχανικά εργαλεία, όπως η λόγχη συγκόλλησης με φλόγα ακετυλενίου. Οι υπέρλαμπροι σπινθήρες που εκτοξεύονται από το μέταλλο την ώρα της διάρρηξης δεν είναι παρά στάλες φωτός των ονείρων της περιόδου φυλάκισης του Φρανκ. Πυρωμένα περάσματα παχιών μεταλλικών στρωμάτων εκσφενδονίζουν πυροτεχνήματα και τα τρυπάνια τινάζουν καπνό. Αυτός είναι ο δρόμος που επέλεξε ο πρωταγωνιστής, άρτια δασκαλεμένος από έναν εμπειρότερο πρώην συγκρατούμενο και φίλο του.

Εν μέσω ενός συμπλέγματος καλωδίων ο καλλιτέχνης σταματά και ανάβει τσιγάρο γεμάτος ικανοποίηση. Είναι πλέον κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου που επέλεξε για το μέλλον του. Αυτή η στιγμή άξιζε τα δεκαεπτά χρόνια παραμονής στη φυλακή, παρότι στερήθηκε πολλά αφού ποτέ δεν βγήκε ραντεβού, δεν πήγε σινεμά, και δεν έκανε όλα τα ανούσια πράγματα που κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι όταν είναι ελεύθεροι, και απλώς πλήττουν.

Η φυλακή είναι μία βουτιά στον πάγο. Στον έξω κόσμο η ζωή διαγράφει τον κύκλο της. Οι άνθρωποι ωριμάζουν και πεθαίνουν. Οι τρόφιμοι μιας φυλακής όμως δεν μπορούν ούτε να πεθάνουν σωστά, διότι τα όνειρα μένουν ανεκπλήρωτα στη φαντασία. Μεγαλωμένος σε σωφρονιστήριο από την τρυφερή ηλικία των δεκαοχτώ ετών, όπου φυλακίστηκε αρχικά για δύο χρόνια για τον αμελητέο λόγο της κλοπής σαράντα δολαρίων και παρέμεινε για συνολικά δεκαεπτά λόγω κακής διαγωγής, ο Φρανκ ελπίζει για περισσότερα από έναν κοινό εγκληματία. Κερδίζοντας πρόσφατα την ελευθερία του, νιώθει νοσταλγία για τη ζωή που δεν έζησε και πασχίζει άμεσα να την κατακτήσει λαβωμένος από τα όνειρα της περιόδου εγκλεισμού που κατέληξαν να απεικονίζονται από τον ίδιο σε ένα κολάζ φωτογραφιών κομμένων από περιοδικά και εφημερίδες. Σε αυτό το φωτομοντάζ παρατηρούμε έναν φίλο, ένα σπίτι, παιδιά και ένα σκυλί, απλά πράγματα, αλλά τόσο ποθημένα από τον στερημένο αυτό άνθρωπο. Στην ταινία του Μάικλ Μαν ένας άνθρωπος που πέρασε τα πιο καθοριστικά χρόνια της ζωής του εκτός κοινωνίας συγκρούεται μαζί της, και μέσα από τα συντρίμμια βλέπουμε τι μπορεί να ειπωθεί για τον πολιτισμό μας.

Στη φυλακή προσπαθούσε να ξεχάσει τι σημαίνει χρόνος. Υπέφερε, και το μόνο που τον κρατούσε ήταν αυτό το κομμάτι χαρτί. Δεν τον ενδιέφερε εάν ζήσει ή πεθάνει διότι συνέλαβε το απόλυτο τίποτα, έπιασε πάτο, και με αυτή τη λογική κατάφερε να επιβιώσει. Βγαίνοντας, αποφασίζει να ακολουθήσει τη φιλοδοξία του να γίνει ανεξάρτητος κλέφτης, με στόχο να κάνει οικογένεια, και να απεμπλακεί από τον υπόκοσμο, να αποκτήσει σπίτι και να νοικοκυρευτεί. Για αυτό το λόγο συμπεριφέρεται με βιασύνη στη Τζέσι, που μόλις γνώρισε, αλλά με την οποία αποφάσισε να προχωρήσει συναισθηματικά. Τώρα ο χρόνος είναι κάτι που τον κυνηγά, όλα τα κάνει για αυτόν, βιάζεται να ζήσει διότι στη φυλακή δεν μπορούσε να το κάνει. Ο Φρανκ έχει ένα ανεξάρτητο βλέμμα κι επειδή διακατέχεται από έναν εσωτερικό μηδενισμό μπορεί να διαλύσει τα πάντα για να απελευθερωθεί από οποιαδήποτε δεσμά δεν συνάδουν με τα σχέδιά του. Αυτός είναι ο τρόπος που γνωρίζει. Όμως αυτή είναι λογική φυλακής, όχι ελευθερίας. Ο κόσμος του είναι περιορισμένος σε όσα αυτός με καμάρι έχει προετοιμάσει. Οι σκέψεις διαπερνούν το νου του σαν άνεμοι που μετά βίας προσπαθεί να δαμάσει. Η ταινία μας περιγράφει την αδιαλλαξία ενός ανθρώπου που βγαίνοντας από τη φυλακή συνεχίζει να βρίσκεται εντός νοητικών κατεχομένων. Διότι έχει ορμή, αλλά παραμένει σπατάλη χρόνου εάν είναι μόνο βιασύνη.

Ένας τέτοιος άνθρωπος δίνει το έναυσμα για να πλησιάσουν οι άλλοι γύρω του. Η Τζέσι αποφασίζει να ενστερνιστεί το όραμά του, ο φίλος του τον βοηθά παντού, και ο αρχιμαφιόζος τον εκμεταλλεύεται χρησιμοποιώντας έναν πατερναλισμό που ξέρει ότι ο Φρανκ δεν γνώρισε και θα εκτιμήσει. Όμως, ο κόσμος γύρω του άρχισε να κινείται. Στην ταινία του Μάικλ Μαν συμβαίνει το παράδοξο ενός χαρακτήρα που είναι ελαττωματικός, δεν εμπνέει σε πρώτο επίπεδο, είναι γεμάτος ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία δεν βρίσκεται στην κατάσταση μυαλού για να λύσει, και περιφέρεται σε έναν αδιέξοδο, περιορισμένο νοητικό κόσμο. Όμως, επειδή πιστεύει, επειδή θέλει να ζήσει, έχει όνειρα και τα κυνηγά με το μόνο τρόπο που ξέρει, που αν και μεμπτός δεν γνωρίζει άλλον, καταφέρνει να πείσει υποστηριζόμενος από τους οπτικούς χειρισμούς του σκηνοθέτη.

Η ταινία μας φέρνει σε επαφή με την εσωτερική ανάγκη του Φρανκ, μας ταξιδεύει μέσα στον κόσμο του, ο οποίος είναι γεμάτος αφέλεια και αυταπάτες, αλλά αυτές είναι ειλικρινείς και του δίνουν ώθηση να ονειρεύεται ότι μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο στη συνέχεια. Έτσι, παύουν να έχουν αρνητικό πρόσημο. Η ανάγκη για ζωή είναι ήδη ζωή, και η θέση εκκίνησης είναι δευτερευούσης σημασίας, διότι ιδέες αναλόγου βάθους αξιοποιούνται για να λύσουν προβλήματα με τρόπο που μοιάζει φυσιολογικός σε κάθε θέση. Για τον ίδιο είναι μία πορεία προς το βάθος που γνωρίζει καλά, όσο κι ο ποντικός τους υπονόμους, μια πορεία που κάνει συνειδητά μέχρι να μαζέψει τα χρήματα και ύστερα να σταματήσει. Ωθούμενοι από τις επιλογές του σκηνοθέτη, εμείς βλέπουμε ακόμη περισσότερα. Το πάθος του Φρανκ είναι ένα φως που σπάζει και το δικό του σκοτάδι. Η αγκαλιά του σκηνοθετικού βλέμματος αγαπά και συντροφεύει κάθε βήμα του επειδή έχει ειλικρινή πρόθεση, επειδή είναι πληγωμένος βαθιά, επειδή τρυπώντας τα χρηματοκιβώτια εισχωρεί όλο πιο βαθιά στα όνειρά του. Μέσα στην αόρατο της ψυχής του υπάρχει ακόμη περίσσευμα ανθρωπιάς για να εμπνεύσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...