Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι κινηματογραφικές υποδομές στην Ελλάδα βρίσκονται στα σπάργανα, ενώ δεν υπάρχει η δυνατότητα γυρίσματος ταινιών με ήχο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η κυριαρχία του ξένου ηχητικού κινηματογράφου οδηγεί στο κλείσιμο όλων των ελληνικών εταιριών, αφού οι αιθουσάρχες αρνούνται να προβάλουν τις βουβές εγχώριες παραγωγές, που δεν προσελκύουν ούτε το κοινό της πολυπληθούς ομογένειας σε ΗΠΑ, Τουρκία, Ρουμανία, Αίγυπτο κ.α.

Η πτώχευση της χώρας το 1932 οδηγεί σε απόγνωση τους ηθοποιούς που συγκροτούν μεγάλους θιάσους και στρέφονται στην ομογένεια της Ανατολής. Σημαντικότερος θίασος είναι αυτός που συγκροτούν τα δύο σημαντικότερα γυναικεία ονόματα του θεατρικού χώρου της εποχής και μεγάλες ανταγωνίστριες, Μαρίκα Κοτοπούλη και Κυβέλη, στην περιοδεία των οποίων στην Κωνσταντινούπολη τους γίνεται πρόταση δημιουργίας ελληνοτουρκικής κινηματογραφικής παραγωγής.

Η ταινία, που ονομάζεται «Ο κακός δρόμος», γυρίζεται σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και τα εξωτερικά της πλάνα σε Αθήνα, Πάτρα και Ζάκυνθο. Η Μαρίκα Κοτοπούλη εντυπωσιάζεται από τις εγκαταστάσεις λέγοντας: «Οι Τούρκοι σε αυτό το κεφάλαιο μας νίκησαν.

Το στούντιο Ιπεκτσί πλησιάζει σε τελειότητα να συναγωνίζεται και τα ευρωπαϊκά». Πάντως, Ελληνας συντάκτης εφημερίδας περιγράφει εικόνα χάους: «Φανταστείτε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη ντεκόρ, πανιά, ξύλα, καρτόνια, προβολείς, σχοινιά, μηχανήματα, σύρματα και στο δάπεδο εγκατεσπαρμένοι οι λαστιχένιοι σωλήνες με τα καλώδια φωτισμού και ήχου σαν ατέλειωτα φίδια, που προχωρούν προς όλας τας κατευθύνσεις. Τρομάζετε να πατήσετε σαν να ήταν πραγματικά ερπετά». Παρά τις μεγάλες προσδοκίες, λόγω της σύμπραξης των δύο πρωταγωνιστριών, η ταινία σημειώνει περιορισμένο ενδιαφέρον.

Το 1934 γυρίζεται μία ακόμα ελληνοτουρκική ταινία, αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στα κύματα του Βοσπόρου» και πρωταγωνίστρια τη Ζωζώ Νταλμάς, Τούρκους ηθοποιούς και σενάριο του γνωστού Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, με περιορισμένη όμως ανταπόκριση στην Ελλάδα. Στα τέλη της δεκαετίας ο ελληνικός κινηματογράφος στρέφεται στην Αίγυπτο που διαθέτει τα αρτιότερα στούντιο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ατού του εγχειρήματος, η ακμάζουσα προαιώνια ελληνική παροικία. Σημαντικό τμήμα των ομογενών που επενδύουν στον τοπικό κινηματογράφο είναι οι Παρίσσης, Μπελένης και Αβραμούσης, που είναι μέτοχοι στα στούντιο Αχράμ, ενώ οι αδελφοί Κυριαζή διαθέτουν στο Κάιρο τα στούντιο Σούμπρα. Ετσι, μέσα σε δύο μόλις χρόνια (1937-1939) γυρίζονται στην Αίγυπτο επτά ξεχασμένες ελληνικές ταινίες, τις οποίες θα γνωρίσουμε παρακάτω.

Η πρώτη ταινία της «αιγυπτιακής» περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο «Δόκτωρ Επαμεινώνδας», που βασίζεται σε παλαιότερη αιγυπτιακή. Γυρίζεται στο στούντιο του Τόγκο Μιζράχι, ο οποίος, έχοντας βοηθήσει στην ανάπτυξη του αιγυπτιακού κινηματογράφου, ελπίζει πως μπορεί να κάνει το ίδιο και με τον ελληνικό. Προβάλλεται αρχικά στον ελληνισμό της περιοχής, το 1937 και εν συνεχεία φτάνει στην Ελλάδα, όπου διαφημίζεται ως «το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ελληνικής κινηματογραφίας», «η βασίλισσα των ελληνικών ταινιών» και «η πρώτη μεγάλη ομιλούσα ελληνική ταινία ευρωπαϊκής κατασκευής» σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη όπου προβάλλεται.

Την ίδια εποχή γυρίζεται στα στούντιο Αλβίζε η μουσική κωμωδία «Αρραβών μετ’ εμποδίων». Προβάλλεται πρώτη φορά στην Αίγυπτο -με την τοπική κριτική ν’ αναφέρει ότι στην πρεμιέρα της ουδείς θεατής εγκατέλειψε τη θέση του πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους- και εν συνεχεία, το 1938, στην Ελλάδα.

Αυτή τη χρονιά γυρίζεται η κωμωδία «Οταν ο σύζυγος ταξιδεύει», που αποτελεί διασκευή αντίστοιχης αιγυπτιακής. Παίζεται αρχικά στην Αλεξάνδρεια και στις 24 Απριλίου 1938 στην Ελλάδα, όπου παρότι κόβει μόλις 14.000 εισιτήρια, λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές: «Μπορεί επιτέλους ο κινηματογράφος να παράγη και κάτι που να μην είναι ντροπή για την κινηματογραφία, κάτι που όχι μόνον να μην προκαλή την αγανάκτησιν του κοινού, αλλά και να τον ικανοποιή».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο στη δραματική ταινία «Η προσφυγοπούλα» που είναι η μοναδική αυτής της περιόδου που διασώζεται μέχρι σήμερα, ενώ τα εξωτερικά της γυρίσματα γίνονται σε Μετέωρα, Τέμπη και Λάρισα. Οι κριτικές είναι απόλυτα αντικρουόμενες: «Το πρώτο ελληνικό φιλμ της προκοπής, που μας κάνει να αισιοδοξούμε για το μέλλον, έπειτα από τα αλλεπάλληλα πλήγματα που εδέχθηκεν η εγχωρία φιλμοπαραγωγή».

«Οικτρό κατασκεύασμα, από την αρχή ως το τέλος, από το σενάριο ως τη φωτογραφία, από την ηθοποιία ως το ντεκουπάζ, από τη σκηνοθεσία ως τον διάλογο, χωρίς όμως να φτάνη την… αηδία του Αρραβώνα μετ’ εμποδίων». Ομως, παρά τη σύγχυση των θεατών, κόβει 43.600 εισιτήρια ενώ συμμετέχει και σε διεθνή φεστιβάλ. Οι δύο τελευταίες ταινίες της πρώτης αιγυπτιακής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου είναι το 1939 η «Αγνούλα», με πρωταγωνιστές τους Κώστα και Αλίκη Μουσούρη, και ο «Καπετάν Σκορπιός», που παίζεται, πιθανότατα, μόνο σε κάποιο κινηματογράφο του Καΐρου μη
φτάνοντας ποτέ στην Ελλάδα. Τέλος, την ίδια χρονιά ο Ελληνας Σαρλό Κίμων Σταθόπουλος γυρίζει στα αιγυπτιακά στούντιο τη φαρσοκωμωδία «Ο βασιλιάς των αλητών», που όμως δεν ολοκληρώνεται και φυσικά δεν βρίσκει τον δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες.

* Στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του Αργύρη Τσιάπου «Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου».

Η δεύτερη επιστροφή στη χώρα των Φαραώ
Ο δεύτερος -και γνωστότερος σε εμάς- κύκλος της «αιγυπτιακής» περιόδου ξεκινά το 1952 και οι ταινίες που γυρίζονται τότε στην Αίγυπτο έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Ιδιο σεναριογράφο (Αλέκος Σακελλάριος), ίδιους πρωταγωνιστές (Βασίλη Λογοθετίδη, Ιλια Λιβυκού, Μαίρη Λαλοπούλου, Βαγγέλη Πρωτοπαππά, Καίτη Λαμπροπούλου, Ντίνα Σταθάτου, Στέφανο Στρατηγό, Μιχάλη Παπαδάκη, Γιώργο Καρέτα, Μπ. Μωραϊτοπούλου, Θάνο Τζενεράλη, Αννα Ρούσσου και Σμάρω Στεφανίδου) και ίδιο παραγωγό (τον Αιγυπτιώτη Σωτήρη Μήλλα). Μιλάμε για τις «Ενα βότσαλο στη λίμνη», «Σάντα Τσικίτα» και «Δεσποινίς ετών 39», οι οποίες όχι μόνο ξεχωρίζουν, αλλά μέσα σε 15 χρόνια γυρίζεται το ριμέικ τους με άλλους πρωταγωνιστές («Ο σπαγκοραμμένος» το 1967 με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, «Ο παράς και ο φουκαράς» το 1964 με τον Κώστα Χατζηχρήστο και «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» το 1968 με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, αντίστοιχα). Η «Σάντα Τσικίτα» μάλιστα γυρίζεται παράλληλα με το «Δεσποινίς ετών 39», σε μόλις τρεις βδομάδες. Η πρώτη αποτελεί διασκευή της θεατρικής κωμωδίας των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ».


Στη διάρκεια των γυρισμάτων ο πρόεδρος της Αιγύπτου, στρατηγός Μουχάμαντ Ναγκίμπ, επισκέπτεται τα στούντιο. Λέγεται ότι αναπτύσσεται ειδύλλιο μεταξύ της Ιλιας Λιβυκού και ενός ωραίου αξιωματικού που συνοδεύει τον Ναγκίμπ και εντυπωσιάζεται από τη σκηνή του χορού της. Είναι ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ που λίγο καιρό αργότερα (Φεβρουάριος του 1954) ανατρέπει τον στρατηγό, γίνεται πρόεδρος και διώχνει τους Ελληνες από τη χώρα. Μια εξίσου σημαντική ταινία, που τα εσωτερικά πλάνα της γυρίζονται σε αιγυπτιακά στούντιο και τα εξωτερικά στην Αθήνα, είναι το «Κυριακάτικο ξύπνημα» του Μιχάλη Κακογιάννη με τους Δημήτρη Χορν και Ελλη Λαμπέτη, το 1954. Μάλιστα, στα γυρίσματα στην Αίγυπτο η Λαμπέτη αρρωσταίνει από αμοιβάδες, με αποτέλεσμα την απώλεια βάρους, κάτι που είναι εμφανές σε όσους παρατηρήσουν καλύτερα την ταινία.

Πηγη-e -
typos gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 Το 2022 έφυγε .Χρυσή  κινηματογραφική χρονιά δεν θα τη λέγαμε αλλά κάποια διαμαντάκια υπήρξαν. Ας τα δούμε αναλυτικά:  1) BLACK PHONE:  Μετ...