Μέχρι το τέλος του 1968 οι Cream είχαν έλθει και παρέλθει, αλλά το σύντομο χρονικό διάστημα που έδρασαν ο αντίκτυπος και η επιρροή που άσκησαν και ασκούν ακόμα σε άπειρα, γνωστά και άγνωστα σχήματα, μαζί με το πρωτότυπο για την εποχή στυλ τους, τους ενέταξαν θριαμβευτικά στο πάνθεον της μουσικής του εικοστού αιώνα. Μέσα στα δυόμιση χρόνια που ο Eric Clapton, o Jack Bruce και ο Ginger Baker «παραβίαζαν» τα αυτιά των ακροατών τους με τον ασήκωτο όγκο του ήχου τους και τους ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς τους, το πρόσωπο της rock μουσικής άλλαξε ριζικά. Το γεγονός ότι το 1993 το όνομα του συγκροτήματος προστέθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame είναι απλώς ένα… γεγονός.
Την άνοιξη του 1965, ο Eric Clapton είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για τον pop προσανατολισμό των Yardbirds, με τους οποίους είχε φτιάξει όνομα σαν ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της εποχής, σε σημείο που οι θαυμαστές του περιφέρονταν τις νύχτες στο Λονδίνο βάφοντας τους τοίχους με τη φράση «Clapton is God». Επιδιώκοντας μια προσέγγιση πιο κοντά στα blues, ο Clapton εντάχθηκε στους Bluesbreakers του John Mayall και τον Ιούλιο του 1966 η Decca κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους άλμπουμ με τίτλο Bluesbreakers with Eric Clapton. Ο δίσκος αυτός θεωρείται από πολλούς θεωρείται σαν ο καλύτερος blues δίσκος που ηχογραφήθηκε ποτέ από Βρετανούς καλλιτέχνες, ένας δίσκος για κάθε εποχή, γεμάτος ευφάνταστες δημιουργίες εκτελεσμένες με πρωτότυπο στυλ που έφερναν το αμερικανικό είδος ακόμα πιο κοντά στο βρετανικό κοινό.
Όμως ο Clapton ήταν μονίμως ανήσυχος και μετά από μερικούς μήνες εγκατέλειψε τον Mayall για να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να σχεδιάσει το μέλλον του. Εκεί ήρθε σε επαφή με Έλληνες μουσικούς και έπαιξε κιθάρα με τους Juniors σε δυο συναυλίες που ήταν αφιερωμένες στη μνήμη του οργανίστα της μπάντας, Θάνου Σουγιούλ. Τον Οκτώβριο του 1965 ο Σουγιούλ είχε χάσει τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στο οποίο είχε τραυματιστεί ο κιθαρίστας των Juniors, Αλέκος Καρακαντάς. Όταν ο Clapton επέστρεψε στο Λονδίνο, επέστρεψε και στους Bluesbreakers για την ηχογράφηση του άλμπουμ και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε οριστικά πριν ακόμα κυκλοφορήσει ο δίσκος.
Την ίδια εποχή, ο ντράμερ Ginger Baker, ένα σπουδαίο ταλέντο και μέλος του δημοφιλούς βρετανικού jazz/blues συγκροτήματος Graham Bond Organisation, επίσης ψαχνόταν για κάτι καινούργιο και όταν γνώρισε τον Clapton αμέσως άρχισαν να συζητούν για ένα νέο ξεκίνημα κάτω από την ίδια στέγη. Αποφάσισαν ότι η μπάντα έπρεπε να λειτουργεί σαν τρίο και ο κιθαρίστας πρότεινε σαν μπασίστα τον Σκωτσέζο Jack Bruce, έναν πρώην συνεργάτη του Baker στους Graham Bond Organisation, αλλά και του Mayall στην πρώιμη φάση των Bluesbreakers. Αρχικά ο Baker ήταν πολύ διστακτικός επειδή η συνεργασία του με τον Bruce στο συγκρότημα του Bond είχε προκαλέσει έντονες τριβές εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ τους (μια φορά, μάλιστα, ο Baker είχε απειλήσει τον Bruce με ένα μαχαίρι), αλλά ο Clapton τον έπεισε για τη δυναμική που θα μπορούσαν να αναπτύξουν οι τρεις τους σαν συγκρότημα και τελικά ο Baker υποχώρησε.
Την εποχή εκείνη, μέσα του 1966, αυτοί οι τρεις μουσικοί ήταν η αφρόκρεμα του βρετανικού blues-rock και επομένως το όνομα «Cream» (αρχικά εμφανίστηκαν σαν «The Cream», αλλά σύντομα το μετάνιωσαν και παρέλειψαν το άρθρο) ήταν απολύτως αντιπροσωπευτικό της ποιότητας και της δεξιοτεχνίας τους, όπως σύντομα έμελλε να αποδειχθεί. Και παρά την ένταση που υπέβοσκε ανάμεσα στα μέλη της rhythm section, οι Baker και Bruce προσπάθησαν, τουλάχιστον στην αρχή, να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους προς όφελος της δημιουργικότητας. Έτσι, οι Cream στρώθηκαν να γράψουν τραγούδια, δουλεύοντας παράλληλα διασκευές κομματιών του Robert Johnson, του Willie Dixon, του Muddy Waters και άλλων ηρώων τους.
Ήταν, βλέπετε, η εποχής της ψυχεδέλειας, όταν οι μουσικοί ψαχνόντουσαν συνεχώς για νέες εμπειρίες, καλλιτεχνικές ή άλλες – αυτό ήταν το κλίμα της εποχής. Έτσι, τον Ιούλιο του 1968, οι Cream αποφάσισαν να διαλυθούν, αλλά τελικά πείστηκαν να διατηρήσουν το σχήμα για άλλη μια περιοδεία σε δεκαεννέα αμερικανικές πόλεις (22 εμφανίσεις τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο – η τελευταία στο Rhode Island Auditorium στις 4 Νοεμβρίου) και για δυο sold-out συναυλίες στο Royal Albert Hall του Λονδίνου (με δεύτερα ονόματα τους νεοσύστατους Yes και τους Taste του Rory Gallagher), στις 25 και 26 Νοεμβρίου – δυο μάλλον μέτριες εμφανίσεις που θα μεταδίδονταν από το BBC στις αρχές του 1969. Μια σχετική ταινία με τίτλο Farewell Concert θα κυκλοφορούσε «κομμένη» στις ΗΠΑ σαν βιντεοταινία το 1977. Επίσης, οι Cream συμφώνησαν να τρατάρουν για άλλη μια φορά το κοινό τους με έναν αποχαιρετιστήριο άλμπουμ που ο τίτλος του δεν άφηνε πολλά περιθώρια.
Οι Clapton και Baker συνέχισαν τη συνεργασία τους στη διάρκεια του 1969 και σχημάτισαν τους Blind Faith, μαζί με άλλους δυο έξοχους Βρετανούς μουσικούς, τον Steve Winwood των Traffic (φωνή/κιθάρα/πλήκτρα) και τον μπασίστα και βιολιστή Ric Grech. Οι Blind Faith κυκλοφόρησαν μόνο ένα ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μόνο ένα ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από την Polydor την ίδια χρονιά και πραγματοποίησαν την πρώτη τους συναυλία στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου μπροστά σε 100.000 θεατές. Ο Clapton συμμετείχε στους Derek & The Dominos για το πρώτο τους άλμπουμ, Layla and Other Love Songs (1970), πέρασε πολύ δύσκολες φάσεις εξαρτημένος από την ηρωίνη και το αλκοόλ, αλλά κατάφερε να παραμείνει μέχρι σήμερα ενεργός, διαγράφοντας μια εντυπωσιακή καριέρα – το μόνο μέλος των Cream που βρίσκεται στη ζωή.
Ο Jack Bruce ακολούθησε μια εποικοδομητική σόλο καριέρα και, μέχρι το θάνατό του στις 25 Οκτωβρίου 2016 από ηπατικές επιπλοκές, πειραματίστηκε με πολλά είδη (jazz, blues, fusion, hard rock, avant-garde, world), ενώ το 1972 δημιούργησε τους West, Bruce & Laing, ένα άλλο σούπερ γκρουπ με τα μέλη πρώην των Mountain, Leslie West και Corky Laing, για δυο στούντιο και ένα live άλμπουμ.
Μετά τους Cream και τους Blind Faith, ο Ginger Baker, o «πρώτος ντράμερ σούπερ-σταρ», δημιούργησε τους Ginger Baker’s Airforce, άλλο ένα jazz-rock-fusion σούπερ γκρουπ που περιλάμβανε μια πληθώρα έξοχων μουσικών, ανάμεσά τους οι Steve Winwood και Chris Wood (Traffic), Denny Lane (The Moody Blues, Wings), Graham Bond (Graham Bond Organisation), Ric Grech, Alan White (Yes) κ.α. Έπαιξε επίσης με τους καταπληκτικούς Masters of Reality του Chris Goss, ενώ στη διάρκεια της καριέρας του συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Fela Kuti, Hawkwind, Public Image LTD, αλλά και σε ένα σόλο άλμπουμ του Jack Bruce Ένας άνθρωπος με εκρηκτικό και ενίοτε βίαιο ταμπεραμέντο, ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με συναδέλφους του, παράγοντες και θαυμαστές. Πάλεψε για πάρα πολλά χρόνια με την εξάρτησή του από την ηρωίνη που είχε μάθει παίζοντας νέος στα λονδρέζικα κλαμπ. Πέθανε στις 6 Οκτωβρίου 2019 από ασθένεια των πνευμόνων.
Τον Μάιο του 2005, οι Cream συναντήθηκαν ξανά για τέσσερις συναυλίες στο Royal Albert Hall (το μέρος όπου είχαν κλείσει την καριέρα τους πριν από 37 χρόνια), με όλα τα εισιτήρια να εξαντλούνται μέσα σε μια ώρα. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έδωσαν άλλες τρεις sold-out συναυλίες στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης.
Στις 17 Απριλίου 1983, ο Felix Papalardi έχασε τη ζωή του όταν τον πυροβόλησε η γυναίκα του.
Πηγή:merlinsmusicbox.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου