«SWAMP WATER»(1941)
Σκεφτόμενος την ενδεχόμενη παρουσίαση ενός φιλμ του Jean Renoir, είχα κάνει κατά νου διάφορες εισαγωγές, ώστε να δώσω το εύρος και την σημαντικότητα της παρουσίας του στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Όμως, όταν έχεις μπροστά σου μια ταινία ενός τέτοιου δημιουργού, ξαφνικά χάνονται όλα αυτά από το μυαλό σου και αφήνεις τις λέξεις και τις φράσεις να βγαίνουν αυθόρμητα στο χαρτί, είτε ηλεκτρονικό είναι αυτό, είτε το κλασσικό, αυτό με το οποίο μάθαμε όλοι να αποτυπώνουμε σκέψεις και τον γραπτό μας λόγο. Είναι λοιπόν μια ταινία του Jean Renoir, ενός χαρισματικού κινηματογραφιστή, με πολλά ιδιαίτερα στοιχεία και ένα δικό του εντελώς μονοπάτι έκφρασης. Η μοναδικότητα, έγκειται σε πολλούς παράγοντες και πιο κάτω θα δούμε ορισμένους από αυτούς.
Ο Renoir γεννήθηκε στο λυκόφως του 19ου αιώνα, το 1894, στην Γαλλία. Άνθρωπος του πνεύματος και πολύπλευρο ταλέντο, εξωτερίκευσε τις ανησυχίες του ποικιλοτρόπως. Συγγραφέας με πολύ δυνατή πένα, σεναριογράφος, παραγωγός, ηθοποιός με εξαιρετικά χαρακτηριστικά στις ερμηνείες του και φυσικά σκηνοθέτης, από εκείνους που με την ματιά του άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε το σινεμά. Οι ταινίες του Grand Illusion (1937) και The Rules of the Game (1939), συγκαταλέγονται στις κορυφαίες κινηματογραφικές δημιουργίες όλων των εποχών. Επιδραστικότατες, όπως και η ίδια του η οπτική, αλλά και συνάμα σημείο-αναφοράς στις μεγάλες στιγμές της έβδομης τέχνης. Με 40 ταινίες στο ενεργητικό του, απέσπασε μερικά από τα μεγαλύτερα βραβεία παγκοσμίως, ειδικά στα Ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ένας πραγματικός θρύλος, που καλύτερα για να τον γνωρίσει κανείς, είναι να διαβάσει ορισμένα από τα πιο κάτω στοιχεία, που παραθέτονται σαν βιογραφικό.
http://en.wikipedia.org/wiki/Jean_Renoir
Το “Swamp Water”, ανήκει στα φιλμ που έκανε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δεν ήταν πολλά, όμως είχαν όλα αυτή την λάμψη, την διαφορετικότητα, βάδιζαν στην φωτεινή εκείνη γραμμή της ευφυΐας, άλλοτε καταλήγοντας σε ηθικές παροτρύνσεις, άλλοτε σε παροξυσμούς συναισθημάτων, κι άλλοτε πάλι σε κοινωνικές κατακραυγές. Τα ταξίδια και οι προσωπικές του εμπειρίες, ήταν τα κύρια συστατικά πάνω στα οποία βασίστηκε για να δημιουργήσει. Από εκεί άντλησε το υλικό των σεναρίων του, όπως στο The River, όπου περιγράφει τον κόσμο των ανισοτήτων και των παραδόσεων, την Ινδία των εξωτικών μυστηρίων. Κι εδώ λοιπόν, κάνει κάτι ανάλογο. Περιγράφει στιγμές της καθημερινότητας «βρώμικων» χαρακτήρων, σε σκληρές έως απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, απαξιωμένους και ξεχασμένους από το υπόλοιπο οικοδόμημα της πατρίδας τους, το σύστημα και τους κανόνες του. Είναι η αληθινή εικόνα της παρακμής και της λήθης, το απόλυτο ταξίδι στο άγριο δέρμα της επιβίωσης.
Εδώ παίρνει το ομώνυμο βιβλίο του Vereen Bell, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Saturday Evening Post, για να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα δράμα, μια φωνής απελπισίας, από μια χούφτα ανθρώπινων ναυάγιων, έτσι όπως τα έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας και μετέπειτα τα αφηγήθηκε. Είναι δε τόσο πιστός στο αρχικό κείμενο, που σου δίνει την αίσθηση ότι ήταν και δικά του βιώματα, ή έγραψε από κοινού την νουβέλα αυτή. Ο Renoir έχει σαν όπλα την φύση, τους ήχους και τους ρυθμούς της, παρατηρεί, αφουγκράζεται, ακούει κάπου καλά κρυμμένος σε μια γωνιά και αφήνεται στο τραγούδι της. Δίνει στους ηθοποιούς του τον λόγο και πέρα από μια υποτυπώδη καθοδήγηση του, τους δίνει την δυνατότητα να βγάλουν τη δύναμη που έχουν μέσα τους και το ταλέντο, αυτοσχεδιάζοντας τις σκηνές, σαν να τις φιλμάριζαν εκείνοι. Η διαδικασία του casting, θα πρέπει αν ήταν μια από τις πιο επίπονες στο “Swamp Water”, καθώς απ` ότι θα δείτε, οι φιγούρες και τα σκληρά, αλλοιωμένα από την τραχιά όψη της ζωής χαρακτηριστικά των ηθοποιών, είναι αυτό που λέμε ιδανικά για να αφηγηθούν αυτή την ιστορία. Τα κοντινά πλάνα στα τσαλακωμένα πρόσωπα, αποτελούν μαθήματα κινηματογραφίας, όπως και οι εικόνες των βάλτων.
Απλά τέλεια η μουσική του David Buttolph, ότι πρέπει για να ντύσει λιτά αυτήν την αποκάλυψη που συντελείται και αυτό το κρυφτούλι με τις συνειδήσεις του καθενός, με το παρελθόν που τον κυνηγάει σαν σκιά. Το μοντάζ είναι του Walter Thompson και η παραγωγή του Irving Pichel. Μια μεγάλη προσωπικότητα, συναντάμε στην προσαρμογή του σεναρίου, τον Dudley Nichols, που υπέγραψε καταπληκτικά φιλμ, όπως τα Stagecoach (1939), For Whom the Bell Tolls (1943) και Scarlet Street (1945). Η Twentieth Century Fox κάλυψε το κόστος της παραγωγής, των σχεδόν 700.000 δολαρίων και ανέλαβε την διανομή του φιλμ. Πρωταγωνιστούν οι Dana Andrews, Walter Brennan, Walter Huston, Anne Baxter, Virginia Gilmore, John Carradine. Δεν θα σας μιλήσω για τις δυνατότητες του καθενός τους, ούτε θα επαινέσω το παίξιμο τους. Θα σας πω μόνον πως ακόμη και οι κομπάρσοι, οι ρολίστες και οι καρατερίστες, όλοι όσοι εμφανίζονται στην ταινία, μοιάζουν να γεννήθηκαν και να ανατράφηκαν στους βάλτους του Okefenokee, της Τζώρτζια. Οι Μπρέναν και Άντριους, είναι συγκλονιστικοί.
Ένα αριστούργημα, εν κατακλείδι, που έχει να προσθέσει πιστέψτε με πολλά στην συνολική σας εικόνα, για το πώς το σινεμά ρουφάει την ίδια την ανάσα και την εκπνέει εικόνες. Δείτε το και γνωρίστε έναν από τους πλέον επιδραστικούς και καινοτόμους ανθρώπους του κινηματογράφου. Τον ιδιοφυή κ. Renoir. Να συμπληρώσω μόνον, πως η ταινία γνώρισε και remake το 1952, από τον Jean Negulesco. Τίτλος του, Lure of the Wilderness.
Πηγή:Cineoasis.Wordpress
Γιώργος Κοσκινάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου