50 Years of Priest
Προπομπός
Έτος 1969. Μεσοδυτική Αγγλία. Ο δεκαοκτάχρονος Kenny K.K. Downing κάνει οντισιόν για να ενταχθεί σε μια μπάντα, η οποία ήταν στα σπάργανά της. Ο τραγουδιστής Al Atkins και ο μπασίστας Brian "Bruno" Stapenhill, με το ντράμερ John "Fezza" Partridge αποφασίζουν να απορρίψουν τον Kenny για να πάρουν τον πολύ-οργανίστα Ernest Chataway, ο οποίος έπαιζε σε μία μπάντα από το Birmingham με το όνομα Earth... Μπορεί να μη σας λέει κάτι το όνομα, αλλά μπορεί και να σας λέει. Ναι, πήραν ένα από τα αρχικά μέλη των Black Sabbath. Ο Stapenhill ονόμασε τη μπάντα JUDAS PRIEST, από το κομμάτι του Bob Dylan “The Ballad Of Frankie Lee And Judas Priest”. Το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο για τρεις δίσκους μετά από μια πετυχημένη συναυλία στο Walshall, αν και κανένα από τα αρχικά μέλη δεν συμμετείχε στη δισκογραφία των Priest. Βέβαια στα δύο πρώτα album υπάρχουν τραγούδια στα οποία έχει συμμετάσχει συνθετικά και ο Atkins.
Δυστυχώς, η εταιρεία με την οποία είχαν υπογράψει, καταστράφηκε οικονομικά και έκλεισε. Έτσι η μπάντα διαλύθηκε (;) το 1970 (καλή χρονιά Κώστα Κούλη, ναι; - Εξαιρετική χρονιά! Διαλύθηκαν οι Beatles, πέθανε ο Jimi Hendrix, πέθανε η Janis Joplin. Ακόμα κι ο ντε Γκωλ πέθανε τότε! Πάλι καλά που βγήκε ο πρώτος Sabbath εκείνη τη χρονιά)…
Ο Atkins συνέχισε να έχει το «μικρόβιο» της μουσικής και έτσι, κρατώντας το όνομα Judas Priest, βρίσκει τον K.K. και μαζί με τον παιδικό φίλο του τελευταίου, Ian “Skull” Hill στο μπάσο και τον John Ellis στα τύμπανα, αρχίζουν να προβάρουν. Η πρώτη πετυχημένη συναυλία του σχήματος με αυτή τη μορφή γίνεται στις 6 Μαρτίου του 1971. Ο Ellis εγκαταλείπει τη μπάντα και αντικαθίσταται από τον Alan Moore. Στις πρώτες συναυλίες η μπάντα έπαιζε διασκευές και το 1972 άρχισαν να εντάσσουν και δικό τους υλικό στα σετ, με τα "Never Satisfied", "Winter" και το "Caviar And Meths", με το οποίο έκλειναν τις συναυλίες τους.
Το 1972 βρίσκει τους Priest σε αναζήτηση νέου drummer, αφού ο Moore φεύγει. Η μπάντα επιλέγει τον Chris Campbell για να συνεχίσει στα τύμπανα και εκείνη την περίοδο έρχεται μια νέα σύνθεση του Atkins με τίτλο “Whiskey Woman” (θα τα πούμε και παρακάτω). Ο Atkins αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη μπάντα για οικονομικούς λόγους το Δεκέμβριο του 1972 και λίγο αργότερα αποχωρεί και ο Campbell. Τη θέση του τραγουδιστή αναλαμβάνει ο Rob Halford, αδελφός της κοπέλας του Hill και τα τύμπανα ο John Hinch. Και οι δύο ήταν πρώην μέλη της μπάντας Hiroshima. Έρχεται το 1974, στις αρχές του οποίου οι Priest περιοδεύουν στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Γηραιά Αλβιώνα υπογράφουν συμβόλαιο με τη Gull Records. Η εταιρεία επέμεινε στο να εντάξουν και δεύτερο κιθαρίστα στο line-up και αυτός δεν ήταν άλλος από το Glenn Tipton.
1974 – 1979
Έχοντας υπογράψει με την εταιρεία management του Tony Iommi (Iommi Management Agency) και με τον παραγωγό των Black Sabbath Rodger Bain πίσω από την κονσόλα, ξεκινάνε οι ηχογραφήσεις για τον πρώτο δίσκο, ο οποίος είχε τον τίτλο “Rocka Rolla” και κυκλοφόρησε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1974 από την Gull. Δυστυχώς, η παραγωγή του συγκεκριμένου άλμπουμ δεν ήταν καθόλου καλή, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Επίσης, ο Bain πήρε κάποιες αποφάσεις, με τις οποίες η μπάντα διαφωνούσε κάθετα. Έτσι το “Caviar And Meths” κατέληξε να κυκλοφορήσει στο δίσκο ως δίλεπτο ορχηστρικό κομμάτι και όχι ως η δεκάλεπτη σύνθεση των Priest. Επίσης άφησε εκτός δίσκου τα "Tyrant", "Genocide" και "The Ripper", τα οποία είχαν τρομερή αποδοχή από το κοινό στις συναυλίες.
Ο δίσκος αυτός δεν είχε την επιτυχία που αναμενόταν, όπως και η περιοδεία στη βόρεια Ευρώπη, όπου οι κριτικές του Tύπου ήταν κάκιστες. Τα οικονομικά προβλήματα ξεκίνησαν και η μπάντα προσπάθησε να ζητήσει συμβόλαιο για να πληρώνονται πενήντα λίρες το μήνα (ναι, καλά διαβάσατε, πενήντα λίρες το μήνα στα 70’s ήταν πολλά χρήματα). Όπως ήταν αναμενόμενο, η εταιρεία αρνήθηκε, καθώς αντιμετώπιζε και εκείνη οικονομικά προβλήματα.
Το 1975 βρίσκει τους Priest ξανά χωρίς ντράμερ, αφού ο Hinch φεύγει για αγνώστους λόγους. Επιστρέφει πίσω από τα τύμπανα ο Alan Moore τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς. Η μπάντα ήταν «στρυμωγμένη» οικονομικά και έτσι, περιορίζοντας τα ημερήσια γεύματα σε ένα και κάνοντας part-time δουλειές, κατάφεραν να μαζέψουν τις δύο χιλιάδες λίρες που χρειάζονταν για τις ηχογραφήσεις του δεύτερου δίσκου. Οι δύο τελευταίοι μήνες του 1975 βρίσκουν τη μπάντα στα Rockwell Studios στην Ουαλία, αυτή τη φορά με παραγωγούς την ίδια τη μπάντα και τους Jeffery Calvert και Max West και τεχνικό ήχου τον Chris Tsangarides (R.I.P.), να ηχογραφούν το δίσκο, ο οποίος έμελλε να είναι αυτός που θα έκανε τη διαφορά και θα εκτόξευε τη μπάντα. Ο τίτλος αυτού “Sad Wings Of Destiny”. Ο δίσκος κυκλοφορεί στις 23 Μαρτίου του 1976 (ήμουν μόλις έξι ημερών) με πρώτο single το “The Ripper”. Ο δίσκος είναι αρκετά πιο progressive από το “Rocka Rolla” και περιλαμβάνει, εκτός του προαναφερθέντος “The Ripper”, τα “Dreamer Deceiver”, “Deceiver”, “Prelude”, “Tyrant”, “Genocide”, “Island Of Domination” και το εναρκτήριο οκτάλεπτο έπος “Victim Of Changes”. Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι βασισμένο πάνω στο “Whiskey Woman”, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω και το "Red Light Lady" της μπάντας Hiroshima του Halford, τα οποία ενώθηκαν για να γίνουν ένα τραγούδι.
Δυστυχώς η έκρηξη της πανκ σκηνής επηρέασε την εμπορικότητα του άλμπουμ, το οποίο δεν είχε τις αναμενόμενες πωλήσεις. Έφτασε μέχρι το Νο. 48 των βρετανικών charts. Από την άλλη μεριά πήρε θετικές κριτικές από τον Τύπο και ειδικά από το Rolling Stone. Οι κριτικοί έχουν αναφέρει το “Sad Wings…” ως το δίσκο που καθόρισε τον ήχο και το στυλ τον Judas Priest. Να σημειώσουμε εδώ ότι στο εξαιρετικό εξώφυλλο του δίσκου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο τριπλός σταυρός (three-pronged cross), ο οποίος καθιερώθηκε σαν το σήμα/σύμβολο των Priest.
Η μπάντα, δυσαρεστημένη από τη Gull, αποφασίζει να αναζητήσει νέα εταιρεία. Ο Moore αποχωρεί για δεύτερη και τελευταία φορά από τη μπάντα, μετά από μια τρίμηνη headline περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1976. Με νέο μάνατζερ το David Hemmings και αρωγό τις πολύ καλές κριτικές, έρχεται η CBS να προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο και 60.000 λίρες budget για τον επόμενο δίσκο. Η Gull, εκμεταλλευόμενη το «διαζύγιο» της με τους Priest, κρατάει τα δικαιώματα για τα δύο πρώτα άλμπουμ, τα οποία και επανακυκλοφορεί κατά περιόδους.
Το συμβόλαιο υπογράφεται στις αρχές του 1977 και η μπάντα μπαίνει στα Ramport Studios των The Who, με παραγωγό τον Roger Glover (Deep Purple) και τα τύμπανα για τις ηχογραφήσεις αναλαμβάνει ο session ντράμερ Simon Phillips (μετέπειτα ντράμερ των Toto για χρόνια). Το “Sin After Sin” κυκλοφορεί στις 8 Απριλίου του 1977 και περιλαμβάνει τα hits “Sinner”, “Dissident Aggressor” και την heavy metal διασκευή του “Diamonds & Rust” της Joan Baez. Στο δίσκο αυτό χρησιμοποιούν για πρώτη φορά δίκαση στα τύμπανα, στα δύο από τα τρία προαναφερθέντα τραγούδια. Ο Phillips αρνήθηκε να συμμετάσχει στην περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ και έτσι η μπάντα προσέλαβε το Les Binks, μετά από πρόταση του Glover. Το άλμπουμ αυτό είναι το πρώτο από τα ένδεκα σερί χρυσά της μπάντας.
Με το πενταμελές αυτό σχήμα, και με παραγωγό τον Dennis MacKay, ηχογραφούν τους δύο επόμενους δίσκους. Δύο κυκλοφορίες λοιπόν από τους Judas Priest το 1978. Στις 10 Φεβρουαρίου κυκλοφορεί ο τέταρτος δίσκος της μπάντας, με τίτλο “Stained Class”. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα “Exiter”, τη διασκευή του “Better By You, Better Than Me" των Spooky Tooth (το οποίο ήταν προσθήκη της τελευταίας στιγμής στο δίσκο) και το επικό “Beyond The Realms Of Death”, το οποίο είναι η πρώτη σύνθεση του Les Binks, σε συνεργασία με το Halford και θεωρείται ένα από τα πλέον κλασσικά αριστουργήματα της μπάντας. Μετά την περιοδεία για την προώθηση του “Stained Class” έρχεται η κυκλοφορία του “Killing Machine” στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Εδώ να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. με τον τίτλο “Hell Bent For Leather”, διότι ο τίτλος θεωρήθηκε ότι ενέχει «δολοφονικές επιπτώσεις» (murderous implications).
Το “Killing Machine” ήταν ο δίσκος που καθιέρωσε το ντύσιμο της μπάντας επί σκηνής με δερμάτινα. Περιλαμβάνει, εκτός του “Hell Bent For Leather” τα hits “Delivering the Goods”, “Burnin’ Up”, την εξαιρετική μπαλάντα “Before The Dawn” και τη διασκευή του "The Green Manalishi (With the Two-Pronged Crown)" των Fleetwood Mac, η οποία αρχικά υπήρχε μόνο στην αμερικάνικη έκδοση του δίσκου. Trivia: ο δίσκος περιλαμβάνει και το κομμάτι “Running Wild”, το οποίο ενέπνευσε το Rolf Kasparek, ώστε να ονοματίσει έτσι τη γερμανική Power Metal μπάντα του.
Φτάνουμε αισίως στο 1979, όπου οι Άγγλοι θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους live άλμπουμ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Killing Machine” ηχογραφούν κάποια από τα live τους στο Τόκυο και έρχεται η κυκλοφορία του “Unleashed In The East” στις 17 Σεπτεμβρίου. Ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια από όλα τους τα άλμπουμ, εκτός του “Rocka Rolla”. Στα τέλη του ’79, ο Mike Dolan, τότε μάνατζερ της μπάντας, παίρνει την απόφαση να μη πληρώσει το Les Binks για τη συμμετοχή του στο live άλμπουμ. Έτσι η μπάντα βρίσκεται για ακόμα μία φορά σε αναζήτηση ντράμερ. Τη θέση του Binks παίρνει ο Dave Holland, πρώην ντράμερ των Trapeze. Με αυτή τη σύνθεση η μπάντα μπαίνει στη δεκαετία του ‘80 και ηχογραφεί χωρίς αλλαγές έξι δίσκους.
1980 – 1989
Έτος 1969. Μεσοδυτική Αγγλία. Ο δεκαοκτάχρονος Kenny K.K. Downing κάνει οντισιόν για να ενταχθεί σε μια μπάντα, η οποία ήταν στα σπάργανά της. Ο τραγουδιστής Al Atkins και ο μπασίστας Brian "Bruno" Stapenhill, με το ντράμερ John "Fezza" Partridge αποφασίζουν να απορρίψουν τον Kenny για να πάρουν τον πολύ-οργανίστα Ernest Chataway, ο οποίος έπαιζε σε μία μπάντα από το Birmingham με το όνομα Earth... Μπορεί να μη σας λέει κάτι το όνομα, αλλά μπορεί και να σας λέει. Ναι, πήραν ένα από τα αρχικά μέλη των Black Sabbath. Ο Stapenhill ονόμασε τη μπάντα JUDAS PRIEST, από το κομμάτι του Bob Dylan “The Ballad Of Frankie Lee And Judas Priest”. Το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο για τρεις δίσκους μετά από μια πετυχημένη συναυλία στο Walshall, αν και κανένα από τα αρχικά μέλη δεν συμμετείχε στη δισκογραφία των Priest. Βέβαια στα δύο πρώτα album υπάρχουν τραγούδια στα οποία έχει συμμετάσχει συνθετικά και ο Atkins.
Δυστυχώς, η εταιρεία με την οποία είχαν υπογράψει, καταστράφηκε οικονομικά και έκλεισε. Έτσι η μπάντα διαλύθηκε (;) το 1970 (καλή χρονιά Κώστα Κούλη, ναι; - Εξαιρετική χρονιά! Διαλύθηκαν οι Beatles, πέθανε ο Jimi Hendrix, πέθανε η Janis Joplin. Ακόμα κι ο ντε Γκωλ πέθανε τότε! Πάλι καλά που βγήκε ο πρώτος Sabbath εκείνη τη χρονιά)…
Ο Atkins συνέχισε να έχει το «μικρόβιο» της μουσικής και έτσι, κρατώντας το όνομα Judas Priest, βρίσκει τον K.K. και μαζί με τον παιδικό φίλο του τελευταίου, Ian “Skull” Hill στο μπάσο και τον John Ellis στα τύμπανα, αρχίζουν να προβάρουν. Η πρώτη πετυχημένη συναυλία του σχήματος με αυτή τη μορφή γίνεται στις 6 Μαρτίου του 1971. Ο Ellis εγκαταλείπει τη μπάντα και αντικαθίσταται από τον Alan Moore. Στις πρώτες συναυλίες η μπάντα έπαιζε διασκευές και το 1972 άρχισαν να εντάσσουν και δικό τους υλικό στα σετ, με τα "Never Satisfied", "Winter" και το "Caviar And Meths", με το οποίο έκλειναν τις συναυλίες τους.
Το 1972 βρίσκει τους Priest σε αναζήτηση νέου drummer, αφού ο Moore φεύγει. Η μπάντα επιλέγει τον Chris Campbell για να συνεχίσει στα τύμπανα και εκείνη την περίοδο έρχεται μια νέα σύνθεση του Atkins με τίτλο “Whiskey Woman” (θα τα πούμε και παρακάτω). Ο Atkins αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη μπάντα για οικονομικούς λόγους το Δεκέμβριο του 1972 και λίγο αργότερα αποχωρεί και ο Campbell. Τη θέση του τραγουδιστή αναλαμβάνει ο Rob Halford, αδελφός της κοπέλας του Hill και τα τύμπανα ο John Hinch. Και οι δύο ήταν πρώην μέλη της μπάντας Hiroshima. Έρχεται το 1974, στις αρχές του οποίου οι Priest περιοδεύουν στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Γηραιά Αλβιώνα υπογράφουν συμβόλαιο με τη Gull Records. Η εταιρεία επέμεινε στο να εντάξουν και δεύτερο κιθαρίστα στο line-up και αυτός δεν ήταν άλλος από το Glenn Tipton.
1974 – 1979
Έχοντας υπογράψει με την εταιρεία management του Tony Iommi (Iommi Management Agency) και με τον παραγωγό των Black Sabbath Rodger Bain πίσω από την κονσόλα, ξεκινάνε οι ηχογραφήσεις για τον πρώτο δίσκο, ο οποίος είχε τον τίτλο “Rocka Rolla” και κυκλοφόρησε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1974 από την Gull. Δυστυχώς, η παραγωγή του συγκεκριμένου άλμπουμ δεν ήταν καθόλου καλή, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Επίσης, ο Bain πήρε κάποιες αποφάσεις, με τις οποίες η μπάντα διαφωνούσε κάθετα. Έτσι το “Caviar And Meths” κατέληξε να κυκλοφορήσει στο δίσκο ως δίλεπτο ορχηστρικό κομμάτι και όχι ως η δεκάλεπτη σύνθεση των Priest. Επίσης άφησε εκτός δίσκου τα "Tyrant", "Genocide" και "The Ripper", τα οποία είχαν τρομερή αποδοχή από το κοινό στις συναυλίες.
Ο δίσκος αυτός δεν είχε την επιτυχία που αναμενόταν, όπως και η περιοδεία στη βόρεια Ευρώπη, όπου οι κριτικές του Tύπου ήταν κάκιστες. Τα οικονομικά προβλήματα ξεκίνησαν και η μπάντα προσπάθησε να ζητήσει συμβόλαιο για να πληρώνονται πενήντα λίρες το μήνα (ναι, καλά διαβάσατε, πενήντα λίρες το μήνα στα 70’s ήταν πολλά χρήματα). Όπως ήταν αναμενόμενο, η εταιρεία αρνήθηκε, καθώς αντιμετώπιζε και εκείνη οικονομικά προβλήματα.
Το 1975 βρίσκει τους Priest ξανά χωρίς ντράμερ, αφού ο Hinch φεύγει για αγνώστους λόγους. Επιστρέφει πίσω από τα τύμπανα ο Alan Moore τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς. Η μπάντα ήταν «στρυμωγμένη» οικονομικά και έτσι, περιορίζοντας τα ημερήσια γεύματα σε ένα και κάνοντας part-time δουλειές, κατάφεραν να μαζέψουν τις δύο χιλιάδες λίρες που χρειάζονταν για τις ηχογραφήσεις του δεύτερου δίσκου. Οι δύο τελευταίοι μήνες του 1975 βρίσκουν τη μπάντα στα Rockwell Studios στην Ουαλία, αυτή τη φορά με παραγωγούς την ίδια τη μπάντα και τους Jeffery Calvert και Max West και τεχνικό ήχου τον Chris Tsangarides (R.I.P.), να ηχογραφούν το δίσκο, ο οποίος έμελλε να είναι αυτός που θα έκανε τη διαφορά και θα εκτόξευε τη μπάντα. Ο τίτλος αυτού “Sad Wings Of Destiny”. Ο δίσκος κυκλοφορεί στις 23 Μαρτίου του 1976 (ήμουν μόλις έξι ημερών) με πρώτο single το “The Ripper”. Ο δίσκος είναι αρκετά πιο progressive από το “Rocka Rolla” και περιλαμβάνει, εκτός του προαναφερθέντος “The Ripper”, τα “Dreamer Deceiver”, “Deceiver”, “Prelude”, “Tyrant”, “Genocide”, “Island Of Domination” και το εναρκτήριο οκτάλεπτο έπος “Victim Of Changes”. Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι βασισμένο πάνω στο “Whiskey Woman”, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω και το "Red Light Lady" της μπάντας Hiroshima του Halford, τα οποία ενώθηκαν για να γίνουν ένα τραγούδι.
Δυστυχώς η έκρηξη της πανκ σκηνής επηρέασε την εμπορικότητα του άλμπουμ, το οποίο δεν είχε τις αναμενόμενες πωλήσεις. Έφτασε μέχρι το Νο. 48 των βρετανικών charts. Από την άλλη μεριά πήρε θετικές κριτικές από τον Τύπο και ειδικά από το Rolling Stone. Οι κριτικοί έχουν αναφέρει το “Sad Wings…” ως το δίσκο που καθόρισε τον ήχο και το στυλ τον Judas Priest. Να σημειώσουμε εδώ ότι στο εξαιρετικό εξώφυλλο του δίσκου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο τριπλός σταυρός (three-pronged cross), ο οποίος καθιερώθηκε σαν το σήμα/σύμβολο των Priest.
Η μπάντα, δυσαρεστημένη από τη Gull, αποφασίζει να αναζητήσει νέα εταιρεία. Ο Moore αποχωρεί για δεύτερη και τελευταία φορά από τη μπάντα, μετά από μια τρίμηνη headline περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1976. Με νέο μάνατζερ το David Hemmings και αρωγό τις πολύ καλές κριτικές, έρχεται η CBS να προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο και 60.000 λίρες budget για τον επόμενο δίσκο. Η Gull, εκμεταλλευόμενη το «διαζύγιο» της με τους Priest, κρατάει τα δικαιώματα για τα δύο πρώτα άλμπουμ, τα οποία και επανακυκλοφορεί κατά περιόδους.
Το συμβόλαιο υπογράφεται στις αρχές του 1977 και η μπάντα μπαίνει στα Ramport Studios των The Who, με παραγωγό τον Roger Glover (Deep Purple) και τα τύμπανα για τις ηχογραφήσεις αναλαμβάνει ο session ντράμερ Simon Phillips (μετέπειτα ντράμερ των Toto για χρόνια). Το “Sin After Sin” κυκλοφορεί στις 8 Απριλίου του 1977 και περιλαμβάνει τα hits “Sinner”, “Dissident Aggressor” και την heavy metal διασκευή του “Diamonds & Rust” της Joan Baez. Στο δίσκο αυτό χρησιμοποιούν για πρώτη φορά δίκαση στα τύμπανα, στα δύο από τα τρία προαναφερθέντα τραγούδια. Ο Phillips αρνήθηκε να συμμετάσχει στην περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ και έτσι η μπάντα προσέλαβε το Les Binks, μετά από πρόταση του Glover. Το άλμπουμ αυτό είναι το πρώτο από τα ένδεκα σερί χρυσά της μπάντας.
Με το πενταμελές αυτό σχήμα, και με παραγωγό τον Dennis MacKay, ηχογραφούν τους δύο επόμενους δίσκους. Δύο κυκλοφορίες λοιπόν από τους Judas Priest το 1978. Στις 10 Φεβρουαρίου κυκλοφορεί ο τέταρτος δίσκος της μπάντας, με τίτλο “Stained Class”. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα “Exiter”, τη διασκευή του “Better By You, Better Than Me" των Spooky Tooth (το οποίο ήταν προσθήκη της τελευταίας στιγμής στο δίσκο) και το επικό “Beyond The Realms Of Death”, το οποίο είναι η πρώτη σύνθεση του Les Binks, σε συνεργασία με το Halford και θεωρείται ένα από τα πλέον κλασσικά αριστουργήματα της μπάντας. Μετά την περιοδεία για την προώθηση του “Stained Class” έρχεται η κυκλοφορία του “Killing Machine” στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Εδώ να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. με τον τίτλο “Hell Bent For Leather”, διότι ο τίτλος θεωρήθηκε ότι ενέχει «δολοφονικές επιπτώσεις» (murderous implications).
Το “Killing Machine” ήταν ο δίσκος που καθιέρωσε το ντύσιμο της μπάντας επί σκηνής με δερμάτινα. Περιλαμβάνει, εκτός του “Hell Bent For Leather” τα hits “Delivering the Goods”, “Burnin’ Up”, την εξαιρετική μπαλάντα “Before The Dawn” και τη διασκευή του "The Green Manalishi (With the Two-Pronged Crown)" των Fleetwood Mac, η οποία αρχικά υπήρχε μόνο στην αμερικάνικη έκδοση του δίσκου. Trivia: ο δίσκος περιλαμβάνει και το κομμάτι “Running Wild”, το οποίο ενέπνευσε το Rolf Kasparek, ώστε να ονοματίσει έτσι τη γερμανική Power Metal μπάντα του.
Φτάνουμε αισίως στο 1979, όπου οι Άγγλοι θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους live άλμπουμ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Killing Machine” ηχογραφούν κάποια από τα live τους στο Τόκυο και έρχεται η κυκλοφορία του “Unleashed In The East” στις 17 Σεπτεμβρίου. Ο δίσκος περιλαμβάνει τραγούδια από όλα τους τα άλμπουμ, εκτός του “Rocka Rolla”. Στα τέλη του ’79, ο Mike Dolan, τότε μάνατζερ της μπάντας, παίρνει την απόφαση να μη πληρώσει το Les Binks για τη συμμετοχή του στο live άλμπουμ. Έτσι η μπάντα βρίσκεται για ακόμα μία φορά σε αναζήτηση ντράμερ. Τη θέση του Binks παίρνει ο Dave Holland, πρώην ντράμερ των Trapeze. Με αυτή τη σύνθεση η μπάντα μπαίνει στη δεκαετία του ‘80 και ηχογραφεί χωρίς αλλαγές έξι δίσκους.
1980 – 1989
Το 1980 και συγκεκριμένα στις 14 Απριλίου, κυκλοφορεί ο δίσκος με τον τίτλο “British Steel”, ο οποίος ξεκίνησε να ηχογραφείται στα Startling Studios, στο δυτικό Λονδίνο, με παραγωγό τον Tom Allom. Λόγω αποτυχημένων προσπαθειών, η μπάντα μεταφέρθηκε στο Tittenhurst Park, στο σπίτι του Ringo Starr. To σχήμα χρησιμοποίησε ηχογραφημένα σπασίματα μπουκαλιών και σειρήνες για την τεράστια επιτυχία, με τίτλο “Breaking The Law”, που ξεκινούσε την αμερικάνικη έκδοση του δίσκου. Άλλες επιτυχίες που βγήκαν από το “British Steel” ήταν τα “Metal Gods”, “United” και “Living After Midnight”. Το περιοδικό Rolling Stone έχει κατατάξει το άλμπουμ αυτό στο Νο. 3 στη λίστα με τα εκατό καλύτερα Μέταλ άλμπουμ όλων των εποχών. Ο δίσκος αυτός θεωρείται από πολλούς (μαζί με το “Killing Machine”) η καθιέρωση των Judas Priest, απέναντι στο τότε «φαινόμενο» New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM).
Μετά το τέλος της περιοδείας για το “British Steel”, οι Priest ξαναμπαίνουν στούντιο και στις 26 Φεβρουαρίου του 1981 κυκλοφορεί το έβδομο άλμπουμ τους, με τίτλο “Point Of Entry”. Ηχογραφημένο στην Ίμπιζα και πάλι με παραγωγό τον Tom Allom. Εδώ οι Βρετανοί παίρνουν την απόφαση να συνθέσουν λίγο πιο «ραδιοφωνικά» τραγούδια. Με singles τα “Heading Out To The Highway”, “Hot Rockin’” και “Don’t Go” και με το εξαιρετικό “Desert Plains” να κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Οι γνώμες για το συγκεκριμένο δίσκο μοιράζονται. Κάποιοι το θεώρησαν εξαιρετικό και κάποιοι όχι καλό. Για τις κριτικές του κόσμου ο K.K. Downing είχε δηλώσει τότε ότι «ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται την πίεση που δεχόμαστε από την εταιρεία να γράψουμε hits ή να κάνουμε διασκευές. Με το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρούμε ότι δώσαμε στον κόσμο αυτό που θέλει». Ο Ian Hill επέμενε ότι δεν ήταν και τόσο εμπορικός, όσο θεωρούσε ο κόσμος. Η ταπεινή μου άποψη (δεν είναι από τους αγαπημένους μου Priest δίσκους) είναι ότι κάπως έτσι ξεκίνησε το “Priest Invasion” (κλεμμένο από το British Invasion των The Beatles) στην aμερικάνικη αγορά.
1982… κυκλοφορεί το πρώτο τους (δις) πλατινένιο άλμπουμ στις Η.Π.Α. και στον Καναδά. Ο τίτλος αυτού “Screaming For Vengeance”. Ηχογραφήθηκε στην Ίμπιζα και το Μαϊάμι, ξανά από τον Tom Allom. Για πρώτη φορά είχαν τον ίδιο ντράμερ σε τρία συνεχόμενα άλμπουμ! Η ακριβής ημερομηνία κυκλοφορίας του δίσκου ήταν 17 Ιουλίου 1982. Περιλαμβάνει τις επιτυχίες “You’ve Got Another Thing Coming”, “Bloodstone”, καθώς και τα “The Hellion” / “Electric Eye” που ανοίγουν το δίσκο. Η περιοδεία για το “Screaming…” ξεκίνησε με ένα τεράστιο αμερικάνικο tour και τις συναυλίες άνοιγαν οι Iron Maiden, οι Krokus και κάποιες οι Uriah Heep! Το Μάιο του 1983 συμμετέχουν στη Heavy Metal ημέρα του US Festival στο San Bernardino της Καλιφόρνια, μαζί με τους Quiet Riot, Mötley Crüe, Ozzy Osbourne, Triumph, Scorpions και Van Halen. Το Δεκέμβριο του 1983 ξεκίνησε το Ευρωπαϊκό μέρος της περιοδείας World Vengeance Tour. Ο δίσκος έφτασε στο Νο. 11 στα βρετανικά charts και στο Νο. 17 στο Billboard. Κατέχει στη λίστα του Rolling Stone για τα εκατό καλύτερα Heavy Metal άλμπουμ τη θέση No. 12. Όπως ανέφερα προηγουμένως, το “Point Of Entry” μπορεί να έκανε την αρχή της «εισβολής» των Priest στην αμερικάνικη αγορά, αλλά το “Screaming…” ήταν αυτό που τους καθιέρωσε εκεί.
Λίγο πριν παίξουν στην Ευρώπη για τη World Vengeance Tour, μπαίνουν ξανά στο στούντιο στην Ίμπιζα τον Οκτώβριο του 1983 και ηχογραφούν το ένατο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφορεί στις 4 Ιανουαρίου 1984, με τίτλο “Defenders Of The Faith”. Πίσω από την κονσόλα βρίσκεται και πάλι ο Tom Allom. Περιλαμβάνει τραγούδια όπως τα “Freewheel Burning”, “Jawbreaker”, “Love Bites” και “Eat Me Alive”, καθώς και ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου, το “Night Comes Down”. Το “Defenders…” είναι (στο μεγαλύτερο βαθμό του) αρκετά πιο «σκοτεινό» σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ της μπάντας και μουσικά, αλλά και στιχουργικά. Κάποιοι αναφέρονται στο συγκεκριμένο δίσκο, ονομάζοντάς τον “Screaming For Vengeance II”, εξαιτίας της μουσικής του ομοιότητας με τον προηγούμενο.
Στις 13 Ιουλίου 1985 η μπάντα συμμετέχει στο φιλανθρωπικό φεστιβάλ Live Aid, όπου και παίζει τα "Living After Midnight", "The Green Manalishi (With The Two-Pronged Crown)" και "(You've Got) Another Thing Comin'". Αν και βρετανική μπάντα, οι Priest δεν έπαιξαν στο Wembley, αλλά στο JFK Stadium στη Φιλαδέλφεια.
Τον Ιούνιο του 1985 μπήκαν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις του δέκατου στουντιακού τους δίσκου. Μετά από επτά μήνες, το Φεβρουάριο του 1986 τελείωσαν τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή του “Turbo”, για ακόμα μια φορά με τον Tom Allom στην κονσόλα (ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει). Ο δίσκος κυκλοφορεί στις 14 Απριλίου 1986 και αποτελεί τον πρώτο δίσκο στον οποίο η μπάντα χρησιμοποιεί αρκετά guitar synths, σε τέτοιο βαθμό που ο δίσκος χαρακτηρίζεται Glam Metal από πολλούς! Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων (γι’ αυτό και η καθυστέρηση) ο Halford αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω κατάχρησης ουσιών και είχε γίνει βίαιος απέναντι στον ερωτικό του σύντροφο, ο οποίος αυτοκτόνησε μπροστά στον τραγουδιστή της μπάντας. Εκεί αποφάσισε να μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης τον Δεκέμβριο του 1985, όπου και επανάκαμψε μέσα σε έναν μήνα και επέστρεψε κάνοντας μια από τις καλύτερες περιοδείες της καριέρας του. Το “Turbo” έγινε πλατινένιο στις Η.Π.Α. και έφτασε στο Νο. 17 του Billboard. Περιλαμβάνει τις επιτυχίες “Turbo Lover”, “Locked In”, “Out In The Cold”, καθώς και το “Parental Guidance”, το οποίο έχει γραφτεί για την επίθεση στη μπάντα (και το heavy metal γενικότερα) από την Tipper Gore, σύζυγο του μετέπειτα αντιπροέδρου των Η.Π.Α. Al Gore. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το δίσκο αυτόν, η μπάντα ηχογραφεί το δεύτερο live άλμπουμ της. Στις 28 Μαΐου 1987 κυκλοφορεί το “Priest… Live!”, ηχογραφημένο στην Ατλάντα και το Ντάλας. Κυκλοφόρησε σε διπλό LP.
Το Δεκέμβριο του 1987 οι Priest και ο Tom Allom κλείνονται στο στούντιο στην Ίμπιζα για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή του επόμενου δίσκου. Το Μάρτιο του 1988 τελειώνουν και το “Ram It Down” κυκλοφορεί στις 17 Μαΐου του ίδιου έτους. Οι προθέσεις της μπάντας ήταν – αρχικά το 1986 – να κυκλοφορήσει ένα διπλό δίσκο με τίτλο “Twin Turbos”, ο οποίος θα ήταν κατά το ήμισυ μελωδικός και πιο εμπορικός hard rock δίσκος (βλ. “Turbo”) και ο υπόλοιπος πιο heavy metal και με λιγότερα, έως καθόλου, synths. Η Columbia (πρώην CBS) αρνήθηκε και έτσι το project έσπασε στα δύο με το “Turbo” να κυκλοφορεί το ’86 και το “Ram It Down” το ’88. Ο δίσκος αυτός περιέχει την εξαιρετική διασκευή στο “Johnny B. Goode” του Chuck Berry, καθώς και τα “Ram It Down”, “Heavy Metal”, “Love You To Death”, καθώς και το έπος (κατ’ εμέ) “Blood Red Skies”. Για το συγκεκριμένο δίσκο υπάρχει κόσμος, ο οποίος θεωρεί ότι έχει μέχρι και thrash πινελιές… Το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν και το τελευταίο με τη σταθερότερη (μέχρι τότε) σύνθεση της μπάντας, αφού ο Dave Holland φεύγει από το σχήμα στα τέλη του 1989.
Μετά το τέλος της περιοδείας για το “British Steel”, οι Priest ξαναμπαίνουν στούντιο και στις 26 Φεβρουαρίου του 1981 κυκλοφορεί το έβδομο άλμπουμ τους, με τίτλο “Point Of Entry”. Ηχογραφημένο στην Ίμπιζα και πάλι με παραγωγό τον Tom Allom. Εδώ οι Βρετανοί παίρνουν την απόφαση να συνθέσουν λίγο πιο «ραδιοφωνικά» τραγούδια. Με singles τα “Heading Out To The Highway”, “Hot Rockin’” και “Don’t Go” και με το εξαιρετικό “Desert Plains” να κλείνει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Οι γνώμες για το συγκεκριμένο δίσκο μοιράζονται. Κάποιοι το θεώρησαν εξαιρετικό και κάποιοι όχι καλό. Για τις κριτικές του κόσμου ο K.K. Downing είχε δηλώσει τότε ότι «ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται την πίεση που δεχόμαστε από την εταιρεία να γράψουμε hits ή να κάνουμε διασκευές. Με το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρούμε ότι δώσαμε στον κόσμο αυτό που θέλει». Ο Ian Hill επέμενε ότι δεν ήταν και τόσο εμπορικός, όσο θεωρούσε ο κόσμος. Η ταπεινή μου άποψη (δεν είναι από τους αγαπημένους μου Priest δίσκους) είναι ότι κάπως έτσι ξεκίνησε το “Priest Invasion” (κλεμμένο από το British Invasion των The Beatles) στην aμερικάνικη αγορά.
1982… κυκλοφορεί το πρώτο τους (δις) πλατινένιο άλμπουμ στις Η.Π.Α. και στον Καναδά. Ο τίτλος αυτού “Screaming For Vengeance”. Ηχογραφήθηκε στην Ίμπιζα και το Μαϊάμι, ξανά από τον Tom Allom. Για πρώτη φορά είχαν τον ίδιο ντράμερ σε τρία συνεχόμενα άλμπουμ! Η ακριβής ημερομηνία κυκλοφορίας του δίσκου ήταν 17 Ιουλίου 1982. Περιλαμβάνει τις επιτυχίες “You’ve Got Another Thing Coming”, “Bloodstone”, καθώς και τα “The Hellion” / “Electric Eye” που ανοίγουν το δίσκο. Η περιοδεία για το “Screaming…” ξεκίνησε με ένα τεράστιο αμερικάνικο tour και τις συναυλίες άνοιγαν οι Iron Maiden, οι Krokus και κάποιες οι Uriah Heep! Το Μάιο του 1983 συμμετέχουν στη Heavy Metal ημέρα του US Festival στο San Bernardino της Καλιφόρνια, μαζί με τους Quiet Riot, Mötley Crüe, Ozzy Osbourne, Triumph, Scorpions και Van Halen. Το Δεκέμβριο του 1983 ξεκίνησε το Ευρωπαϊκό μέρος της περιοδείας World Vengeance Tour. Ο δίσκος έφτασε στο Νο. 11 στα βρετανικά charts και στο Νο. 17 στο Billboard. Κατέχει στη λίστα του Rolling Stone για τα εκατό καλύτερα Heavy Metal άλμπουμ τη θέση No. 12. Όπως ανέφερα προηγουμένως, το “Point Of Entry” μπορεί να έκανε την αρχή της «εισβολής» των Priest στην αμερικάνικη αγορά, αλλά το “Screaming…” ήταν αυτό που τους καθιέρωσε εκεί.
Λίγο πριν παίξουν στην Ευρώπη για τη World Vengeance Tour, μπαίνουν ξανά στο στούντιο στην Ίμπιζα τον Οκτώβριο του 1983 και ηχογραφούν το ένατο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφορεί στις 4 Ιανουαρίου 1984, με τίτλο “Defenders Of The Faith”. Πίσω από την κονσόλα βρίσκεται και πάλι ο Tom Allom. Περιλαμβάνει τραγούδια όπως τα “Freewheel Burning”, “Jawbreaker”, “Love Bites” και “Eat Me Alive”, καθώς και ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου, το “Night Comes Down”. Το “Defenders…” είναι (στο μεγαλύτερο βαθμό του) αρκετά πιο «σκοτεινό» σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ της μπάντας και μουσικά, αλλά και στιχουργικά. Κάποιοι αναφέρονται στο συγκεκριμένο δίσκο, ονομάζοντάς τον “Screaming For Vengeance II”, εξαιτίας της μουσικής του ομοιότητας με τον προηγούμενο.
Στις 13 Ιουλίου 1985 η μπάντα συμμετέχει στο φιλανθρωπικό φεστιβάλ Live Aid, όπου και παίζει τα "Living After Midnight", "The Green Manalishi (With The Two-Pronged Crown)" και "(You've Got) Another Thing Comin'". Αν και βρετανική μπάντα, οι Priest δεν έπαιξαν στο Wembley, αλλά στο JFK Stadium στη Φιλαδέλφεια.
Τον Ιούνιο του 1985 μπήκαν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις του δέκατου στουντιακού τους δίσκου. Μετά από επτά μήνες, το Φεβρουάριο του 1986 τελείωσαν τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή του “Turbo”, για ακόμα μια φορά με τον Tom Allom στην κονσόλα (ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει). Ο δίσκος κυκλοφορεί στις 14 Απριλίου 1986 και αποτελεί τον πρώτο δίσκο στον οποίο η μπάντα χρησιμοποιεί αρκετά guitar synths, σε τέτοιο βαθμό που ο δίσκος χαρακτηρίζεται Glam Metal από πολλούς! Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων (γι’ αυτό και η καθυστέρηση) ο Halford αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω κατάχρησης ουσιών και είχε γίνει βίαιος απέναντι στον ερωτικό του σύντροφο, ο οποίος αυτοκτόνησε μπροστά στον τραγουδιστή της μπάντας. Εκεί αποφάσισε να μπει σε κέντρο αποτοξίνωσης τον Δεκέμβριο του 1985, όπου και επανάκαμψε μέσα σε έναν μήνα και επέστρεψε κάνοντας μια από τις καλύτερες περιοδείες της καριέρας του. Το “Turbo” έγινε πλατινένιο στις Η.Π.Α. και έφτασε στο Νο. 17 του Billboard. Περιλαμβάνει τις επιτυχίες “Turbo Lover”, “Locked In”, “Out In The Cold”, καθώς και το “Parental Guidance”, το οποίο έχει γραφτεί για την επίθεση στη μπάντα (και το heavy metal γενικότερα) από την Tipper Gore, σύζυγο του μετέπειτα αντιπροέδρου των Η.Π.Α. Al Gore. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το δίσκο αυτόν, η μπάντα ηχογραφεί το δεύτερο live άλμπουμ της. Στις 28 Μαΐου 1987 κυκλοφορεί το “Priest… Live!”, ηχογραφημένο στην Ατλάντα και το Ντάλας. Κυκλοφόρησε σε διπλό LP.
Το Δεκέμβριο του 1987 οι Priest και ο Tom Allom κλείνονται στο στούντιο στην Ίμπιζα για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή του επόμενου δίσκου. Το Μάρτιο του 1988 τελειώνουν και το “Ram It Down” κυκλοφορεί στις 17 Μαΐου του ίδιου έτους. Οι προθέσεις της μπάντας ήταν – αρχικά το 1986 – να κυκλοφορήσει ένα διπλό δίσκο με τίτλο “Twin Turbos”, ο οποίος θα ήταν κατά το ήμισυ μελωδικός και πιο εμπορικός hard rock δίσκος (βλ. “Turbo”) και ο υπόλοιπος πιο heavy metal και με λιγότερα, έως καθόλου, synths. Η Columbia (πρώην CBS) αρνήθηκε και έτσι το project έσπασε στα δύο με το “Turbo” να κυκλοφορεί το ’86 και το “Ram It Down” το ’88. Ο δίσκος αυτός περιέχει την εξαιρετική διασκευή στο “Johnny B. Goode” του Chuck Berry, καθώς και τα “Ram It Down”, “Heavy Metal”, “Love You To Death”, καθώς και το έπος (κατ’ εμέ) “Blood Red Skies”. Για το συγκεκριμένο δίσκο υπάρχει κόσμος, ο οποίος θεωρεί ότι έχει μέχρι και thrash πινελιές… Το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν και το τελευταίο με τη σταθερότερη (μέχρι τότε) σύνθεση της μπάντας, αφού ο Dave Holland φεύγει από το σχήμα στα τέλη του 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου